Δεν είναι όλες οι χώρες χαρούμενες επειδή δέχονται μαζικές κινεζικές επενδύσεις. Προσμετρούν και το επονομαζόμενο «αφανές κόστος»
Το κινεζικό χρήμα μπορεί να ρέει άφθονο σε κάποιες χώρες, αλλά δεν είναι όλες ευτυχείς με το γεγονός αυτό. Διότι πίσω από την κινεζική γενναιοδωρία, υπάρχουν και κάποιες πτυχές που θέλουν προσοχή.
Ο περίφημος «δρόμος του μεταξιού» δεν είναι πάντα ανθόσπαρτος. Ιδού γιατί.
Η κινεζική Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI), ένα τεράστιο διεθνές επενδυτικό πρόγραμμα διαλαλημένο από τον Κινέζο πρόεδρο ΧΙ Jinping, υποτίθεται ότι θα καθιέρωνε την κινεζική ήπια ισχύ.
Από τα τέλη του 2013, το Πεκίνο έχει εγχύσει κινεζικά χρήματα αξίας περίπου 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε περισσότερες από εξήντα χώρες (σύμφωνα με έρευνα της RWR Advisory), μεγάλο μέρος των οποίων είναι υπό μορφή έργων υποδομής μεγάλης κλίμακας και δανείων προς κυβερνήσεις που διαφορετικά θα αγωνίζονταν για να πληρώσουν για αυτά.
Η ιδέα ήταν να προσελκύσουν αυτές τις χώρες πιο κοντά στο Πεκίνο, ενώ ταυτόχρονα να ενισχύουν την κινεζική ήπια ισχύ στο εξωτερικό.
Σήμερα, ωστόσο, η Κίνα αντιμετωπίζει μια αντίδραση σχετικά με την BRI στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Πολλοί Κινέζοι διαμαρτύρονται για τις αθρόες δαπάνες της πρωτοβουλίας.
Σε διεθνές επίπεδο, μερικές από τις αντιδράσεις είναι γεωπολιτικές, καθώς οι χώρες ανησυχούν για την αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου. Αλλά ένα μεγάλο μέρος είναι απλώς πολιτικό.
Σε αντίθεση με τους Δυτικούς δανειστές, η Κίνα δεν απαιτεί από τους εταίρους της να ανταποκριθούν σε αυστηρές προϋποθέσεις που σχετίζονται με την διαφθορά, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή την οικονομική βιωσιμότητα.
Αυτή η χωρίς προϋποθέσεις επενδυτική προσέγγιση έχει τροφοδοτήσει την διαφθορά, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να επιβαρύνουν τις χώρες τους με μη πληρωτέα χρέη. Και οι πολίτες πολλών χωρών της BRI αντιδρούν με οργή προς την Κίνα –ένας θυμός που τώρα γίνεται αισθητός σε εκλογές.
Μακράν του να επεκτείνει την κινεζική ήπια ισχύ, η BRI φαίνεται να επιτυγχάνει το αντίθετο.
Η αντίδραση στην BRI
Οι εκλογές στη Μαλαισία τον Μάιο του 2018 αποκρυστάλλωσαν τις ανησυχίες για την κινεζική ισχύ που συσσωρεύονται στις χώρες-πελάτες της BRI. Ο Mahathir Mohamad κατάφερε να νικήσει τον πρωθυπουργό Najib Razak, κάνοντας μια [προεκλογική] εκστρατεία ανοικτά εναντίον της κινεζικής επιρροής.
Επέκρινε τον Razak για το ότι ενέκρινε δαπανηρά έργα υποδομής BRI που απαιτούν σημαντικό δανεισμό από την Κίνα, τα οποία ο Razak χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανάπτυξης, ενώ αυτός και οι συνεργάτες του λεηλατούσαν τα κρατικά ταμεία.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάιο, ο Mohamad ακύρωσε δύο από τα μεγαλύτερα κινεζικά έργα στη Μαλαισία –μια σιδηροδρομική γραμμή αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έναν αγωγό φυσικού αερίου αξίας 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων- επικαλούμενος την αδυναμίας της χώρας του να πληρώσει.
Η αντίδραση δεν περιορίστηκε στη Μαλαισία. Το Πακιστάν έχει λάβει περίπου 62 δις δολάρια με κινεζικές εντολές δανειοδότησης για την χρηματοδότηση έργων, συμπεριλαμβανομένων υποδομών σιδηροδρομικών και οδικών αξόνων, και ενός λιμένα στο Gwadar και έχει επανειλημμένα διασωθεί από κινεζικές τράπεζες σε διάφορες περιπτώσεις.
Η αυξανόμενη ανικανότητα του Πακιστάν να εξυπηρετήσει το διεθνές του χρέος, η οποία έχει διογκωθεί χάρη στον κινεζικό δανεισμό, έχει προκαλέσει κάποιο αίσθημα κατά της BRI στην χώρα –αν και αυτό απεφεύχθη να γίνει ένα σημαντικό θέμα [προεκλογικής] εκστρατείας κατά τις πακιστανικές εκλογές τον Ιούλιο.
Η νέα κυβέρνηση του λαϊκιστή πρωθυπουργού Imran Khan δεν ακολούθησε τη Μαλαισία στην διακοπή των οικονομικών δεσμών με την Κίνα, αλλά αξιολογεί όλες τις επιλογές για την εξόφληση του χρέους της, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης αναστολής ή καθυστέρησης της αποπληρωμής.
Χάρη στο χρέος του για την BRI το Πακιστάν προτίθεται μα αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για μια διάσωση, παρά την αρχική αντίθεσή του.
Οι Μαλδίβες, επίσης, εφάρμοσαν πρόσφατα σοβαρότερο έλεγχο στα έργα της BRI. Τον Σεπτέμβριο, οι ψηφοφόροι απέπεμψαν τον πρόεδρο της χώρας, Abdulla Yameen, υπέρ του δημοκρατικού μεταρρυθμιστή Ibrahim Solih.
Η εκλογή του Solih επέφερε την επανεξέταση του βάρος δανεισμού του Yameen από την Κίνα, για τον οποίο πολλοί ανησυχούσαν ότι είχε υποκινήσει την επίσημη διαφθορά και θα άφηνε τη χώρα ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του Πεκίνου.
Ο Solih έχει υποσχεθεί να επανεξετάσει ορισμένα από τα έργα της BRI στις Μαλδίβες και παρότι είναι απίθανο να αποσυρθεί από τις μεγάλες κινεζικές συμφωνίες συνολικού ύψους 1,3 δις δολαρίων –συμπεριλαμβανομένης μιας γέφυρας μήκους ενός χιλιομέτρου προς το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Male- επαναπροσδιορίζει ξεκάθαρα τους δεσμούς της χώρας με το Πεκίνο.
Ακόμη και όταν οι κυβερνήσεις δεν απομακρύνονται από την εξουσία, έχουν γίνει πιο επιφυλακτικές σχετικά με τον δανεισμό της BRI.
Τον Αύγουστο, η Κένυα άρχισε να πατάσσει την διαφθορά που σχετίζεται με τον κινεζικό σιδηρόδρομο που συνδέει το Ναϊρόμπι με τη Μομπάσα, συλλαμβάνοντας τοπικούς αξιωματούχους οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει το έργο για να γεμίσουν τις τσέπες τους. Άλλες χώρες, όπως η Ουγκάντα και η Ζάμπια αρχίζουν να ανησυχούν επίσης.
Τι δεν πάει καλά
Πώς οι μεγάλες επενδύσεις ήπιας ισχύος της Κίνας κατέληξαν να αποξενώνουν τις χώρες που υποτίθεται ότι έπρεπε να βοηθούν;
Ένας λόγος είναι ότι οι χώρες έχουν γίνει πιο σοφές σχετικά με τους οικονομικούς όρους που συνδέονται με την BRI. Στα πρώτα στάδια της πρωτοβουλίας, πολλές χώρες εξέλαβαν το κινεζικό κεφάλαιο ως δωρεάν –ή τουλάχιστον χαμηλού κόστους- χρήμα.
Στην πραγματικότητα, η Κίνα συχνά δανείζει πάνω από τα επιτόκια της αγοράς από δανειστές [που κάνουν χρήση] ευνοϊκών όρων, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, οι οποίοι έχουν επιβραδύνει τις δανειοδοτήσεις λόγω των ανησυχιών τους σχετικά με την αύξηση των επιπέδων χρέους.
Στο Πακιστάν, τα επίσημα επιτόκια (όπως καθορίζονται από την κεντρική τράπεζα) είναι ανοδικά στο 5% του χρέους, ενώ ορισμένα έργα της BRI έχουν εγγυημένη απόδοση τουλάχιστον 30%.
Οι χώρες της BRI ανησυχούν επίσης για το πώς συμπεριφέρεται η Κίνα ως επενδυτικός εταίρος. Το 2017, η Σρι Λάνκα προσέφερε στους Κινέζους μια μίσθωση 99 ετών ενός από τους λιμένες της, προκειμένου να αποφύγει την αδυναμία της να πληρώσει τα δάνειά της για την BRI.
Έκτοτε, οι χώρες ανησυχούν για τις πιθανές συνέπειες του να αποτύχουν να αποπληρώσουν το Πεκίνο.
Έχουν επίσης απογοητευτεί από την έλλειψη δέουσας επιμέλειας (due diligence) εκ μέρους των τοπικών κυβερνήσεων και από την σκληρή επιμονή της Κίνας για συμβάσεις ανάθεσης (single-bid contracts), οι οποίες υποχρεώνουν τις χώρες να συνεργαστούν με τις κινεζικές επιχειρήσεις, και [να δίνουν] κρατικές εγγυήσεις, κάτι που μετατοπίζει τον κίνδυνο στις χώρες εταίρους παρά στις κινεζικές επιχειρήσεις.
Μια από τις πρωταρχικές αδυναμίες της BRI ήταν το αρχικό νόημα της προώθησής της: Η περίφημη χωρίς προϋποθέσεις προσέγγιση της Κίνας για να συνεργαστεί με κυβερνήσεις.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες γκρίνιαζαν εδώ και πολύ καιρό για τη δυσκολία να κάνουν τα έργα να εγκριθούν και να χρηματοδοτηθούν από μεγάλους Δυτικούς δανειστές –συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των διμερών αναπτυξιακών φορέων όπως η USAID- λόγω διασφαλίσεων όπως οι προϋποθέσεις χρηματοοικονομικής βιωσιμότητας, οι εκθέσεις περιβαλλοντικής αξιολόγησης και οι έλεγχοι κατά της διαφθοράς.
Η BRI προσέφερε έναν τρόπο παράκαμψης αυτών των προϋποθέσεων. Αλλά οι απαιτήσεις υπήρχαν για κάποιο λόγο: Οι Δυτικές υπηρεσίες που συνεισέφεραν, τις είχαν συνδέσει με την πάροδο του χρόνου, βασισμένες στην εμπειρία, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος αποτυχίας.
Αντίθετα, η άρνηση της Κίνας να απαιτήσει εύλογες διασφαλίσεις για τα έργα της BRI, τροφοδότησε τον αυταρχισμό, την διαφθορά, το χρέος και την επιδίωξη οικονομικά μη βιώσιμων ή λειτουργικών έργων.
Καθώς προέκυψαν ισχυρά στοιχεία για την διαφθορά σε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα, οι πολίτες σε χώρες της BRI κατέληξαν να βλέπουν ότι η Κίνα και επωφελείται από, και διευκολύνει αυτή τη διαφθορά.
Σε χώρες όπου υπάρχει τουλάχιστον κάποια δημοκρατική εποπτεία της κυβέρνησης, όπως η Κένυα, η Μαλαισία, το Πακιστάν και η Ζάμπια, οι ψηφοφόροι καθιστούν υπόλογους τους ηγέτες.
Οι κυβερνήσεις που παραμένουν στην εξουσία εξετάζουν προσεκτικότερα τα έργα, τις χρεώσεις και τα συνολικά επίπεδα χρέους. Με άλλα λόγια, με τους Κινέζους δανειστές απρόθυμους να απαιτήσουν λογοδοσία, το κάνουν οι ψηφοφόροι αντί γι’ αυτούς.
Αυτοί είναι που υποχρεώνουν τελικά το Πεκίνο να δέχεται δημοκρατική κριτική και να προσαρμόζεται σε κανόνες που πεισματικά αρνείται να εφαρμόσει μέσα στην Κίνα.
*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Φουλμπράϊτ του Βιετνάμ.