Στους τρεις Έλληνες, οι δύο, τουλάχιστον, «τρώνε» από το εισόδημα εκείνων που εργάζονται, άλλοι έχουν πάρει στα σοβαρά τη δουλειά τους, άλλοι έχουν την εντύπωση ότι αδικούνται από την «παλιοζωή» και τις καταστάσεις
Του
Δημήτρη Στεργίου
Στο τελευταίο πολύ σημαντικό, όπως πάντα, σε ενημέρωση, διαπιστώσεις και προτάσεις, Εβδομαδιαίο Δελτίο για την ελληνική οικονομία - Οικονομία & Επιχειρήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και υπό τον τίτλο «Η αύξηση του εργατικού δυναμικού μονόδρομος για τη βιώσιμη μείωση της ανεργίας» ( 8 Νοεμβρίου 2018) διάβασα, μεταξύ πολλών άλλων, ότι «πρακτικά ένας Έλληνας παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις!» και ότι «από αυτό το εισόδημα πληρώνονται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους και φυσικά η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού».
Ο συντάκτης του άρθρου στηρίζει τη διαπίστωση αυτή στα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2018, σύμφωνα με τα οποία «σε επίπεδο γενικού πληθυσμού σήμερα εργάζεται μόλις το 35%, ενώ σε επίπεδο ενεργού πληθυσμού, δηλαδή στις παραγωγικές ηλικίες 15 έως 64 ετών, το 55,3%».
Στη συνέχεια, ο συντάκτης του ίδιου άρθρου αποδίδει αυτή την εξωφρενική κοινωνικά και οικονομικά, εξέλιξη «στο στρεβλό αναπτυξιακό μοντέλο που μας οδήγησε στην κρίση και τη βαθιά ύφεση» και στην περίπτωση που, όπως επισημαίνει, η Ελλάς, δυστυχώς, δεν ανήκει στην κατηγορία χωρών όπου έχει ολοκληρωθεί μια «επώδυνη διόρθωση η οποία επιδιώκει την αναγκαία μεταφορά επενδύσεων και εργαζομένων προς τους κλάδους της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, είτε για εξαγωγές είτε για να ανταγωνίζονται τις εισαγωγές», διότι, όπως τονίζεται, «μόνο οι οικονομίες με ισχυρή παραγωγική και εξαγωγική βάση αντέχουν στους υφεσιακούς κύκλους, προσφέροντας σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
Και θυμήθηκα μιαν έρευνά μου, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 25 Μαϊου 1977 και η οποία είχε ως συμπέρασμα την ίδια περίπου … σημερινή διαπίστωση, ότι, δηλαδή, «στους τρεις Έλληνες, οι δύο, τουλάχιστον, «τρώνε» από αυτούς που εργάζονται». Επίσης, θυμήθηκα ότι και τότε, πριν από 41 χρόνια, όταν η ανεργία ήταν μόλις 1,9%, κυριαρχούσε, όπως και σήμερα, η … αεργία, αφού όλοι, όπως και σήμερα, επιδιώκουν μιαν απασχόληση «ίνα εσθίωσι χωρίς να σκάπτωσιν», όπως έλεγε πριν από 160 χρόνια ο Εμμανουήλ Ροίδης.
Γράφαμε, λοιπόν, στην έρευνά μας πριν από 41 χρόνια: «Στους τρεις Έλληνες, οι δύο, τουλάχιστον, «τρώνε» από το εισόδημα εκείνων που εργάζονται, άλλοι έχουν πάρει στα σοβαρά τη δουλειά τους, άλλοι έχουν την εντύπωση ότι αδικούνται από την «παλιοζωή» και τις καταστάσεις, άλλοι καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που δεν έμαθαν γράμματα για να πληρώνονται και να κάθονται» και άλλοι προσπαθούν με διάφορες γνωριμίες και με κανένα «μπάρμπα» να βρουν μια καλύτερη θέση. Και καλύτερη θέση στην Ελλάδα πάει να πει να βρούνε μια δουλειά, η οποία να συνδυάζει σωρευτικά σταθερό εισόδημα, ξεκούραστη απασχόληση, δουλειά καθαρή, δουλειά με λίγες ώρες κλπ, κλπ».
Και η μεγάλη αυτή έρευνα κατέληγε στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Το όνειρο και η επιθυμία κάθε Έλληνα πατέρα είναι βολέψει τα παιδιά του σε μια Τράπεζα. Ξέρεις, είναι μια δουλειά που δεν πρόκειται να βρεθείς μια μέρα στο … δρόμο. Κράτος, σού λένε. Μισθοί μεγάλοι, δουλειά καθαρή. Έστω και κλητήρας. Μπορείς ύστερα και να σπουδάσεις. Αλλά και να μην σπουδάσεις μπορείς να φτάσεις και ως τον βαθμό του διευθυντή…» (σημείωση: σήμερα έχουν φτάσει να γίνονται από το διορισμό τους στην Υπηρεσία Σκουπιδιών Δήμου, χωρίς να προσφέρουν τη σχετική υπηρεσία, όπως επί Περικλή, σε … υφυπουργό!!!)
Δηλαδή, πρόκειται για μιαν επιλεκτική ανεργία, η οποία φουντώνει την αεργία, όπως και πριν από 2.500 χρόνια στη, Αθηναϊκή «Δημοκρατία» του Περικλέους, ο οποίος, όπως επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Ανδρέας Μ. Ανδρεάδης στο μνημειώδες έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Δημόσιας Οικονομίας» (Τόμος Α΄, Εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα, 1992), εφάρμοσε τον πρώτο διεθνώς «Πολιτειακό Σοσιαλισμό» με τη «χιλιοτάλαντη» μισθοδοσία όλων σχεδόν των Αθηναίων πολιτών ως … δημόσιων υπαλλήλων και με ένα μεγαλοπρεπές πρόγραμμα δημόσιων έργων, τα οποία σκοπούσαν όχι μόνο στον καλλωπισμό της πόλης, αλλά και στην προσφορά παραγωγικής ή μη εργασίας στον λαό!
Συγκεκριμένα, ο Ανδρεάδης στη σελίδα 291 του παραπάνω ογκώδους Πρώτου Τόμου αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής (είναι στην «καθαρεύουσα» και πιθανόν μόνο κατανοητά από τους … ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν «παραμορφώθηκαν» από τις αλλεπάλληλες «εκπεδεφτικές» μεταρρυθμίσεις!):«Τοιαύται δαπάναι μη αμέσως παραγωγικαί και υπερβαίνουσαι το εξαπλάσιον του τακτικού προϋπολογισμού μόνον εν απολύτω μοναρχία θα ηδύναντο να πραγματοποιώνται άνευ αντιδράσεως.
Όντως δ΄απετέλεσαν το έδαφος όπερ οι διαδεχθέντες τον Κίμωνα ολιγαρχικοί εξέλεξαν όπως πολεμήσωσι τον Περικλέα. Περιττόν να υπομνήσωμεν ενταύθα τας περιπετείας πάλης βιαιοτάτης, ης θύματα έπεσαν καί τινες των περί τον Περικλέα νηκητών (σημείωση: αναφέρει σε υποσημείωση τη γνωστή περιπέτεια του Φειδία που κατηγορήθηκε για κατάχρηση!). Από δημοσιονομικής απόψεως δύο τινά κυρίως προσάπτονται εις τον Περικλέα.
1ον) ότι χρήματα καταβαλλόμενα υπό των συμμάχων προς εθνικούς αγώνας κατηνάλισκεν εις δαπάνας πολυτελείας και εις το καλλωπίζειν το Άστυ «ώσπερ αλαζόνα γυναίκα», και 2ον) ότι υπήρξεν εισηγητής του πολιτειακού σοσιαλισμού, επιχειρών έργα ουχί διότι έκρινε ταύτα χρήσιμα, αλλ΄ όπως παράσχη εργασίαν εις πολίτας, ων άλλοι μεν εγκατέλειπον τους αγρούς, άλλοι δε, κακώς εθισθέντες, έπαυσαν όντες «σώφρονες και αυτουργοί» και ηξίωσαν του λοιπού να ζώσιν εις βάρος της πολιτείας.
Αρχόμενος από του δευτέρου τούτου σημείου, παρατηρούμεν, ως προς μεν την εκ των αγρών μετανάστευσιν, ότι αύτη ωφείλετο εν μέρει τουλάχιστον εις άλλους γενικωτέρους λόγους, ως προς δε τους εν τη πόλει θήτας, τους προλεταρίους, του ε΄αιώνος , ότι η περί συντηρήσεως αυτών μέριμνα επεβάλλετο, διότι η τάξις αύτη είχεν από την εν Σαλαμίνι μάχης επιδοθή εις τα όπλα και ετρέφετο από των πολέμων. Όθεν, κλειομένης οριστικής ειρήνης τη ήτο αδύνατον να εξεύρη μόνη και αμέσως τα προς το ζην. Αφετέρου, αν συν τω χρόνω οι φιλόπονοι και υπερήφανοι Σαλαμινομάχοι μετεβλήθησαν εις όχλον πολυπράγμονα και αργόν, τούτο οφείλεται εις τας μισθοφορίας και τας διανομάς, αίτινες είθισαν αυτούς να ζώσιν εν αργία.
Το μόνον, λοιπόν, υπολειπόμενον εκ της δευτέρας κατηγορίας είναι ότι η εγκαινισθείσα πολιτική εξωκείωσε τους Αθηναίους προς την αντίληψιν ότι η πολιτεία ώφειλε να μη αφήση αυτούς να λιμώττωσιν, αλλά και η γνώμη αύτη φαίνεται χρονολογομένη από αρχαιοτέρας εποχής, ούσα δε συμφυής προς την κρατούσαν δόξαν περί των καθηκόντων της πολιτείας, δύναται να θεωρηθή ως αντιστάθμισμα των υπερόγκων αυτής δικαιωμάτων…».
Ο Ανδρεάδης σε αντίστοιχη υποσημείωση για τη φράση «ώσπερ αλαζόνα γυναίκα» αναφέρει ότι την έχει εντοπίσει στο βιβλίο «Περικλής» του Πλουτάρχου και συγκεκριμένα στο ακόλουθο σημείο: «Και δοκεί δεινήν ύβριν η Ελλάς υβρίζεσθαι και τυραννείσθαι περιφανώς, ορώσα τοις εισφερομένοις υπ΄ αυτής αναγκαίως προς τον πόλεμον ημάς την πόλιν καταχρυσούντας και καλλωπίζοντας ώσπερ αλαζόνα γυναίκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελείς και αγάλματα και ναούς χιλιοταλάντους».
Πάντως, ο Πλούταρχος δεν αναφέρει ότι, για την εξασφάλιση των χρημάτων για τις διανομές, τις παροχές προς τον λαόν, προέβη φορομπηχτικές παρεμβάσεις, σε … περικοπές μισθών και συντάξεων και σε «κούρεμα» της ιδιωτικής περιουσίας, όπως κατά την περίοδο των Μνημονίων!!!
Επίσης, η επισήμανση του Ανδρεάδη ότι «τοιαύται δαπάναι μη αμέσως παραγωγικαί και υπερβαίνουσαι το εξαπλάσιον του τακτικού προϋπολογισμού μόνον εν απολύτω μοναρχία θα ηδύναντο να πραγματοποιώνται άνευ αντιδράσεως», επιβεβαιώνεται από επισημάνσεις ομιλίας στη Βουλή (2 Σεπτεμβρίου 1989), επί κυβερνήσεως Τζαννή Τζαννετάκη, του τότε πρόεδρου της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος απευθυνόμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου εκμυστηρεύθηκε κάτι πού ήταν σύνηθες για τον κακόμοιρο κρατικό προϋπολογισμό, τους Έλληνες φορολογούμενους δηλαδή. Συγκεκριμένα, είπε μεταξύ άλλων, τα εξής: «Δεν πόνεσε ποτέ το ΠΑΣΟΚ τον ελληνικό λαό.
Δεν νοιάστηκε για το δημόσιο χρήμα. Το σπαταλούσε σα να ήταν σουλτάνοι ή τσάροι ή μεγιστάνες ή δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής ….Κάποτε πήγα στον «Αστέρα» και δεν με άφηναν να πληρώσω. Και κάποιος κύριος, προφανώς κομματικός παράγοντας που διηύθυνε , μού είπε: «Μα, επιτέλους, θα σας προσφέρω εγώ το γεύμα». Κι εγώ του είπα «από πού και ως πού θα μού προσφέρετε το γεύμα; Δώσ’ μου να πληρώσω να σηκωθώ να φύγω». Και δεν ξαναπάτησα στον « Αστέρα «… Το «Τσοβόλα δώστ΄ όλα» θα σας καταδιώκει, κύριε Παπανδρέου και μετά θάνατον και θα παραμείνει σήμα κατατεθέν της ΠΑΣΟΚικής ανευθυνότητας…».
Τότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρατήρησε: «Μιλάτε για ελλείμματα ασφαλιστικών ταμείων. Και βέβαια. Αλλά εμείς δώσαμε συντάξεις, δωρεάν υγεία. Γι΄ αυτό υπάρχουν ελλείμματα…». Από … άδεια δημόσια ταμεία, βεβαίως, βεβαίως!Σε παρέμβασή, ο τότε πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου Χαρίλαος Φλωράκης, είπε: «Κύριοι συνάδελφοι του ΠΑΣΟΚ, παραλάβατε καμένη γη και νομίζουμε ότι παραδώσατε όχι μόνο καμένη γη, αλλά και γεμάτη από αγκάθια…».Πρόκειται για τον πολιτειακό σοσιαλισμό για τον οποίο θα γράψουμε λίγο πιο κάτω.
Ο πολιτειακός σοσιαλισμός μετά τη μεταπολίτευση
Αυτός, λοιπόν, ο υπερδισχιλιετής πολιτειακός σοσιαλισμός «ζωντάνεψε» στην νεώτερη ελληνική ιστορία με τον πρώτο ολέθριο δικομματισμό, ο οποίος άρχισε το 1883, όταν, μετά την ουσιαστική μεταβολή του λαϊκού φρονήματος στις δημοτικές εκλογές της 3ης Ιουλίου, το σύνολο σχεδόν των αντιφρονούντων προς τον Τρικούπη συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο πρώτος αυτός δικομματισμός κράτησε 15 χρόνια, με τη σύγκρουση του «Νεωτερικού» κόμματος (Τρικούπης) και του «Εθνικού» κόμματος (Δηλιγιάννης), όπως ονομάζονταν.
Ο πολιτειακός αυτός σοσιαλισμός συνεχίσθηκε μετά τη μεταπολίτευση με διάφορες μορφές, όπως:
-Με τη μορφή ενός ολέθριου «τοξικού» καραμανλικού και παπανδρεϊκού κρατισμού (ίδρυση δεκάδων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών και εξαγορά από το κράτος δεκάδων ζημιογόνων ή υπερχρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες δίδονταν και δίδονται ως «λάφυρο» στους εκάστοτε κομματικούς «νικητές»). Αλλά, φευ!
-Με τη μορφή ενός ολέθριου «μακροοικονομικού λαϊκισμού», όπως χαρακτηρίζει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Χριστουδουλάκης την οικονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε την δεκαπενταετία 1980-1994. Αλλά, φευ!
-Με τη χαρακτηριστική γνωστή δημαγωγική προεκλογική ιαχή «Τσοβόλα δώστ΄ όλα» τον Ιούνιο του 1989. Αλλά, φευ!
-Με τη χαρακτηριστική γνωστή σοσιαλιστική ιαχή το 2008 και 2009 «Λεφτά υπάρχουν, η οποία οδήγησε στην παράδοση της χώρας στην τρόικα, σε ευρύτατους νέους δανεισμούς για να πληρώνονται οι δανειστές και στην εφιαλτική λεηλασία της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με τις γνωστές δημοσιονομικές «παρεμβάσεις». Αλλά, φευ!
-Με τις φιλελεύθερες «Ζαππειάδες» του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος οδήγησε τη χώρα στο δεύτερο Μνημόνιο με τον κρατισμό να κάνει θραύση με τις γνωστές ανά τρίμηνο εμπλοκές κατά τους ελέγχους της οικονομίας από την τρόικα και τη μεγαλύτερη λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας με το «κούρεμά» της και με τις περικοπές μισθών και συντάξεων! Αλλά, φευ!
-Με τη γνωστή αριστερή ιαχή την περίοδο 2014-2015 για «κατάργηση των μνημονίων», για «σκίσιμο των Μνημονίων» και για «κούρεμα» του χρέους, η οποία οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και σε μιαν εφιαλτική τάχα «έξοδο». Αλλά, φευ! Ο πολιτειακός σοσιαλισμός συνεχώς θεριεύει ολοένα και περισσότερο…
-Με την «επικύρωση» του κρατισμού από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Κατρούγκαλο, ο οποίος αναφερόμενος στις προσλήψεις δημόσιων υπαλλήλων τόνισε στο ραδιόφωνο «Θέμα 104,6» στις 9 Νοεμβρίου 2018 ότι «για καλούς σκοπούς λεφτά πρέπει να υπάρχουν, αλλιώς δεν κάνει καλά τη δουλειά του το κράτος», συμπορευόμενος πλήρως με τον πολιτειακό σοσιαλισμό του Περικλέους!
Έχει προηγηθεί, βεβαίως, βεβαίως, η ίδρυση από την αριστεροδεξιά κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεκάδων οργανισμών και υπηρεσιών για το βόλεμα ημετέρων. Αλλά, φευ! Ο πολιτειακός σοσιαλισμός θα βάλει, τελικά, μια λιτή ταφόπλακα στην πορεία της χώρας μας, βοηθούντος και του εφιαλτικού δημογραφικού προβλήματος.
Σημειώνεται ότι τα ίδια «σοσιαλιστικά» είχε πει ο Δημήτρης Τσοβόλας, ως υπουργός Οικονομικών, στις 29 Μαϊου του 1988, δηλαδή πριν από «ηρωική» ιαχή του 1989, στο ραδιοφωνικό σταθμό TOP FM σε συζήτηση με τους Γιάννη Μαρίνο και Παντελή Καψή. Τότε, λοιπόν, σε αυτή τη μαραθώνια συνέντευξη ο τότε διαχειριστής εθνικών, δανειακών και κοινοτικών πόρων είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής εξωφρενικά:
-«Η κυβέρνηση αύξησε τα ελλείμματα για λόγους κοινωνικής πολιτικής…»!
-«Δίδονται παροχές από άδεια δημόσια ταμεία, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, δεν κινδυνεύει εν πάση περιπτώσει η οικονομία…»!
-«Η αύξηση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού από 668 δις. δραχμές που είχαν προβλεφθεί στα 915 δις. δραχμές που έφθασαν, είναι φυσιολογική…»!
Τα ολέθρια αποτελέσματα του πολιτειακού σοσιαλισμού
Έτσι, με τον πολιτειακό αυτό σοσιαλισμό έγινε σφόδρα προσφιλής στους Έλληνες ο κρατισμός και λοιδορείται η κατά τον Μαρξ «εκμετάλλευση του ανθρώου από τον άνθρωπο» α λα ελληνικά!. Ήδη, σε λίγα χρόνια μετά την «Αλλαγή», και συγκεκριμένα το 1988, όπως προκύπτει από στατιστικά στοιχεία έρευνας που δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ( 7 Ιουλίου 1988), είχε αποθεωθεί ο πολιτειακός σοσιαλισμός με ένα κυρίαρχο κρατισμό.
Στην έρευνα αυτή επισημαίνονταν, μεταξύ άλλων, με αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία τα εξής:
-Η γρήγορη αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα μετά το 1981 έγινε εις βάρος της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
-Ο μέσος ετήσιος μισθός χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές και παρεπόμενες οφειλές υπαλλήλων βιομηχανίας το 1986 ήταν 1.185.086 δραχμών, έναντι 2.730.000 δραχμών στην Ολυμπιακή Αεροπορία.
-Ο μέσος ετήσιος μισθός εργατών στη βιομηχανία το 1986 ήταν 777.056 δραχμών, έναντι 1.238.400 των εργαζόμενων στην κεντρική δημόσια διοίκηση (δημόσιοι υπάλληλοι).
-Ο μέσος ετήσιος μισθός των υπαλλήλων του λιανικού εμπορίου (πωλήτριες κλπ) το 1986 ήταν 763.574 δραχμών, έναντι 1.374.142 των τραπεζοϋπαλλήλων.
-Ο μέσος μισθός των υπαλλήλων της ΔΕΗ το 1986 ήταν 1.540.000 δραχμών, του ΟΤΕ ήταν 1.380.000 δραχμών και των αστικών συγκοινωνιών ήταν 1.500.000 δραχμών.
-Τα ελλείμματα των δημόσιων, συνεταιριστικών ή προβληματικών επιχειρήσεων καλύπτονται από έσοδα που αντλούνται από το προϊόν της κοινωνίας που παρήγαγε κάποιος άλλος και έτσι επιβεβαιώνεται το υπό του Μαρξ ρηθέν (αλλά σκοπίμως μη λεγόμενον από τους σύγχρονους μαρξιστές!) ότι το κόστος της ανάπτυξης του μη παραγωγικού τμήματος του δημόσιου τομέα πληρώνεται από την υπεραξία των παραγωγικών εργατών, που μεταβιβάζεται με τους φόρους στο κράτος…
-Για τους παραγωγικούς εργαζόμενους , κάθε αύξηση της φορολογίας για τη χρηματοδότηση του μη παραγωγικού τμήματος του δημόσιου τομέα τουλάχιστον μακροχρόνια και σε συνθήκες στασιμότητας, σημαίνει μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος…
-Οι υψηλότερες αμοιβές δεν αποτελούν κατάκτηση, αλλά προνόμια των εργαζομένων αυτών που στηρίζονται στη μείωση του πραγματικού εισοδήματος των άλλων εργαζομένων και, κυρίως, της παραγωγικής εργασίας, αφού οι προνομιακές αμοιβές τους προέρχονται από την υπόλοιπη εργατική τάξη…
Ω, Μαρξ, τι θα΄βλεπες, αν ζούσες, τι έκαναν και κάνουν τα … «παιδιά» σου…
Η ερήμωση της υπαίθρου με τα ρουσφέτια
Επειδή, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω, ο Ανδρέας Ανδρεάδης επισημαίνει την «εκ των αγρών μετανάστευσιν» εξ αιτίας της πολιτικής «διανομών» του Περικλέους, η οποία στην πραγματικότητα οδήγησε στην «αργίαν», επιτρέψτε μου να παραθέσω από την έρευνά μου στο «Βήμα» το 1997 ένα σχετικό με το πώς έγινε η ερήμωση της υπαίθρου κυρίως μετά τη μεταπολίτευση απόσπασμα , σε επίρρωση της ρήσης του Μαρξ ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα»:
«Όπως μας λένε τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μας ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Λίγοι όμως θέλουν να μείνουν στο χωριό και να ασχοληθούν με τα χωράφια τους και τα πρόβατά τους, παρόλο που, όπως λένε οι ίδιοι, σήμερα τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, με τις επιδοτήσεις και τις υψηλότερες από κάθε άλλη φορά τιμές τους, μπορούν να εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα στις συστηματικά εργαζόμενες ελληνικές αγροτικές οικογένειες.
Να όμως που διάφοροι λόγοι έχουν κάνει σήμερα πολλούς αγρότες μας να έχουν πάρει των ομματιών τους από το χωριό και να τα φορτώνουν για την πόλη, όπου η ζωή παρουσιάζεται από κάποιο άσπρο και με κοιλίτσα (από καλοπέραση!) «Αθηναίο» συγχωριανό τους «ρόδινη». Ότι, δηλαδή, έχει μισθό, βρέξει – χιονίσει, ότι πηγαίνει στη δημόσια υπηρεσία και … κάθεται, ότι παίρνει δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, ότι, ότι, ότι… Ακούγοντας όλα αυτά ο ηλιοκαμένος και ξερακιανός χωρικός όλα αυτά που είπε περιχαρής στο καφενείο το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα ή το καλοκαίρι ο «Αθηναίος», πηγαίνει αμέσως στο σπίτι του ξεσηκωμένος και ή θα σφάξει τα πρόβατά του ή θα παροτρύνει τον ήδη γεωργό ή κτηνοτρόφο γιό του ή γιούς του να φύγουν από το χωριό για να … σωθούν!
Έτσι, η καρδιά των κατοίκων των χωριών και των κεφαλοχωριών χτυπούσε δυνατά στα πολιτικά ή βουλευτικά γραφεία, όπου έσπευδαν για ρουσφετολογικούς διορισμούς και, φυσικά, όχι όπου κι όπου, αλλά μόνο σε τράπεζα ή υπουργείο ή δημόσιο οργανισμό ή σε δημόσια επιχείρηση…».
Πάντως, υπάρχει και μία διαφορά μεταξύ του πολιτειακού σοσιαλισμού του Περικλέους και εκείνου των πολιτικών της νεώτερης Ελλάδος. Για την εποχή του ο μεν Περικλής αναδείχθηκε καλός προφήτης όταν έλεγε ότι «δόξα αίδιος» θα προκύψει από τα οικοδομήματα στην πόλη (Παρθενών κλπ), για δε τη σημερινή έχει προκύψει το «μνημείον … αήδειον» στο προαύλιο της ΕΡΤ…