Οι δυσκολίες σε σχέση με την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την κλιματική αλλαγή και τα μέτρα, που πρέπει να ληφθούν ή τις προσαρμογές της ζωής των ανθρώπων στις νέες συνθήκες, γίνονται ακόμη πιο μεγάλες, όταν άπτονται της καθημερινότητας
Του
Χρίστου Αλεξόπουλου*
Ένα από τα πιο αντιφατικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης πραγματικότητας σε πλανητικό επίπεδο είναι η ανάληψη της ευθύνης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της από το πολιτικό σύστημα, αν και αυτό το φαινόμενο προκλήθηκε από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την χρονικά οριακή συνειδητοποίηση των παρενέργειων της κυρίως στο επιστημονικό πεδίο, αλλά και στο πολιτικό, το οποίο είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον, αλλά λειτουργεί με πολύ αργούς ρυθμούς.
Ακόμη χειρότερη είναι η απάθεια και η έλλειψη αίσθησης της μεγάλης σημασίας της δυναμικής της εξέλιξης στην διαμόρφωση των συνθηκών ζωής, τα οποία χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα, σε σχέση με την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και την άμεση λήψη αποφάσεων για την άμβλυνση των καταστροφικών επιπτώσεων των κλιματικών ανισορροπιών, ακόμη και αν απαιτούνται δυσάρεστες μεν αλλά σωτήριες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, που όμως μπορεί να έχουν πολιτικό κόστος.
Η εμπειρική προσέγγιση της πολιτικής πραγματικότητας βέβαια δείχνει, ότι το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο κινείται σε άλλο «μήκος κύματος». Βασική προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της λειτουργικότητας και της οικονομικής απόδοσης των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης κ.λ.π.), στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Ακόμη και οι κίνδυνοι, που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή σε σχέση με την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος, δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ η αλληλεξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών και οι παρενέργειες, που έχουν μεταξύ τους οι δραστηριότητες τους στους διάφορους τομείς,όπως είναι η ρύπανση της ατμόσφαιρας, εκλαμβάνονται ως «ψηλά γράμματα».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής αποτελεί η απόφαση του υπουργού Συγκοινωνιών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, τον Σεπτέμβριο του 2018, να καταργήσει νόμο του προηγούμενου προέδρου Barack Obama, ο οποίος έθετε όρια στις αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ σε σχέση με την εκπομπή αερίων.
Σύμφωνα με τον υπουργό, μερικές χιλιάδες μεγατόννοι αμερικανικού διοξειδίου του άνθρακα περισσότερο ή λιγότερο το χρόνο δεν αλλάζουν τίποτα, αφού η θερμοκρασία στον πλανήτη θα αυξηθεί 3 έως 4 βαθμούς.
Δυστυχώς το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην ανεπαρκή έως ανεύθυνη στάση των κυβερνήσεων, αλλά εκτείνεται και στην άγνοια των πολιτών και στην αδυναμία τους να προσεγγίσουν την πραγματικότητα σε βάθος χρόνου, ώστε να συνειδητοποιήσουν και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των επιλογών και αποφάσεων, που λαμβάνονται σε πραγματικό χρόνο. Αυτό είναι τώρα εφικτό σε ικανοποιητικό βαθμό με την συμβολή της επιστημονικής κοινότητας, η οποία πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της απέναντι στις κοινωνίες.
Οι δυσκολίες σε σχέση με την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την κλιματική αλλαγή και τα μέτρα, που πρέπει να ληφθούν ή τις προσαρμογές της ζωής των ανθρώπων στις νέες συνθήκες, γίνονται ακόμη πιο μεγάλες, όταν άπτονται της καθημερινότητας.
Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature και αναφέρεται στις επιπτώσεις των διατροφικών επιλογών στο περιβάλλον, η ανθρωπότητα πρέπει να μειώσει την κατανάλωση κρέατος έως και 90%.
Η εκτροφή ζώων παράγει μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου (μεθάνιο), επίσης αποψιλώνει τεράστιες εκτάσεις πρασίνου, οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν διοξείδιο του άνθρακα ή να καλλιεργηθούν, ενώ χρησιμοποιεί πολύ υψηλές ποσότητες νερού με αποτέλεσμα την αύξηση της λειψυδρίας. Υπολογίζεται, ότι μισό κιλό μοσχαρίσιου κρέατος χρειάζεται περίπου 7.000 λίτρα νερό για να παραχθεί και να καταλήξει στο γεύμα του πολίτη.
Ουσιαστικά η κλιματική αλλαγή θέτει «επί τάπητος» την αναγκαιότητα αλλαγής του τρόπου ζωής των πολιτών και οργάνωσης των κοινωνιών, διότι οι παρενέργειες της σταδιακής όξυνσης αυτού του φαινομένου εκτείνονται σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης τους.
Δεν προκαλεί μόνο ξηρασίες και γενικότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά ανεβάζει και την θερμοκρασία των ωκεανών, με αποτέλεσμα τα τελευταία 50 χρόνια να μετακινούνται τα ψάρια βορειότερα από την περιοχή, που ζούσαν. Η πιο μαζική φυγή παρατηρήθηκε την 15ετία μετά το 2000. Αυτή την περίοδο απειλείται με μετακίνηση η σαρδέλα στην Πορτογαλία (Nadia Riaz, «Fische schwimmen um ihr Leben» Zeit online, 2.11.2018).
Οι επιπτώσεις εκτός από τον οικολογικό θα φανούν και στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Διατροφή και την Αγροτική Παραγωγή των Ηνωμένων Εθνών η αλιεία σε παγκόσμιο επίπεδο αποδίδει 120 έως 130 δισεκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει, ότι σε αυτό τον τομέα θα απειληθεί ένας αρκετά σημαντικός αριθμός θέσεων εργασίας, ενώ θα υπάρξει έλλειψη θαλασσινής τροφής.
Από το ένα μέρος πληθαίνουν οι δυσοίωνες προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο στο απώτερο αλλά και στο εγγύτερο μέλλον (πολλές από αυτές είναι ήδη ορατές) και από το άλλο το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται ανεπαρκές για τον σχεδιασμό μιας βιώσιμης πορείας, ενώ οι κοινωνίες ακόμη δεν συνειδητοποιούν το μέγεθος των επερχόμενων αρνητικών εξελίξεων και τις ριζικές αλλαγές, που πρέπει να γίνουν στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Περιθώρια και άλλων καθυστερήσεων δεν υπάρχουν. Ιδιαιτέρως στο κοινωνικό επίπεδο πρέπει άμεσα να δρομολογηθούν διαδικασίες, οι οποίες θα δώσουν την ευκαιρία στους πολίτες να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες, που έχουν, όχι μόνο σε σχέση με την συμμετοχή τους στην πρόκληση των κλιματικών ανισορροπιών, αλλά και σε σχέση με την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τους.
Βασικό ρόλο σε αυτή την πρασπάθεια μπορεί και πρέπει να αναλάβειο η κοινωνία πολιτών. Βέβαια σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι δεν υπάρχουν ισχυρές δομές της κοινωνίας πολιτών, ενώ ταυτοχρόνως ευδοκιμούν ο κομματισμός σε συνδυασμό με το πελατειακό σύστημα και την ανάλογη νοοτροπία στο ατομικό επίπεδο,με αποτέλεσμα να ανθεί η λογική της συναλλαγής για την προσωπική ανέλιξη.
Αυτή την περίοδο της κρίσης και της ανάδειξης των ανεπαρκειών του πολιτικού συστήματος με επακόλουθο την μείωση της κοινωνικής του αποδοχής, ίσως είναι ευκαιρία τώρα για την γρήγορη ωρίμανση των συνθηκών, ώστε να ενεργοποιηθούν οι πολίτες και να λειτουργήσουν ως μοχλός για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σχετικά με τον υψηλό βαθμό διακινδύνευσης, που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή.
Παράλληλα με την δικτύωση των δομών της κοινωνίας πολιτών και ιδιαιτέρως των περιβαλλοντικών οργανώσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση ενός αντιπροσωπευτικού συλλογικού υποκειμένου, το οποίο θα διαθέτει κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση για να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον και να κάνει διάλογο με το πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση της χώρας.
Προτεραιότητα στον διάλογο πρέπει να δοθεί στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή λειτουργικής εκπαιδευτικής πολιτικής για το περιβάλλον, ώστε να διευκολυνθούν οι μελλοντικές γενιές στην διαχείριση του και στην ανάληψη από το πολιτικό σύστημα της ευθύνης να κυβερνά με σημείο αναφοράς την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος και την ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών και όχι να ασκεί μονοδιάστατη πολιτική, η οποία υπηρετεί μόνο την λειτουργικότητα και την οικονομική απόδοση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, ακόμη και αν με την ακολουθούμενη πολιτική διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Τέλος η αλληλεξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών σε όλους τους τομείς (π.χ. οικονομία, εργασία, πολιτισμός, περιβάλλον) επιβάλλει την αποστασιοποίηση από τον εθνικισμό και την εσωστρέφεια και την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία βασίζεται στην ισόρροπη ανάπτυξη και στην ευημερία σε πλανητικό επίπεδο.
Ειδάλλως ο βαθμός διακινδύνευσης θα αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις. Γι` αυτό πρέπει να πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση και οι δομές της κοινωνίας πολιτών.
*ερευνητής-Κοινωνιολόγος