Η μεγαλύτερη αντίφαση και ταυτοχρόνως τεράστιος κίνδυνος για την πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον είναι η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας με βραχυπρόθεσμη και μονοδιάστατη λογική
Κόμματα και πολιτικό προσωπικό, στο κυβερνητικό ή στο αντιπολιτευτικό επίπεδο, δεν σκέπτονται, ότι η σωματική άσκηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής λειτουργίας σχετίζεται άμεσα με την διαμόρφωση θετικών συνθηκών σε σχέση με την υγεία των πολιτών στην προοπτική του χρόνου. Γι’ αυτό στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό η γυμναστική αποτελεί ένα «μάθημα» και μάλιστα χωρίς προεκτάσεις στην ζωή των μαθητών, αφού δεν οριοθετείται από την παιδαγωγική διάσταση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, ώστε να αναχθεί σε δομικό στοιχείο της ζωής των αυριανών πολιτών.
Του
Χρίστου Αλεξόπουλου*
Η μεγαλύτερη αντίφαση και ταυτοχρόνως τεράστιος κίνδυνος για την πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον είναι η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας με βραχυπρόθεσμη και μονοδιάστατη λογική, η οποία περιορίζει την οπτική της σε κάθε μεμονωμένο κοινωνικό σύστημα (π.χ. εκπαίδευση, υγεία, οικονομία, περιβάλλον κ.λ.π.), χωρίς να συνδέει τις επιμέρους δραστηριότητες ανά σύστημα και να αντιμετωπίζει λειτουργικά τις επιπτώσεις τους στον ανθρώπινο παράγοντα.
Η αντίφαση γίνεται ορατή στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των πολιτικών αποφάσεων, τα οποία δεν συμβαδίζουν με τις προθέσεις, που κοινοποιούνται, όταν αρχίζει η εφαρμογή των συγκεκριμένων πολιτικών σχεδιασμών.
Ο κίνδυνος για τις κοινωνίες διαπιστώνεται στις μη ελεγχόμενες εξελίξεις και τις αρνητικές επιπτώσεις στους πολίτες σε διάφορους τομείς (από την υγεία και το περιβάλλον μέχρι την οικονομία).
Οι αιτίες για την διαμόρφωση αυτών των συνθηκών έχουν σχέση τόσο με το πολιτικό σύστημα όσο και με τους πολίτες και διαπερνούν το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Κατ’ αρχήν ο συστημικός πραγματισμός με σημείο αναφοράς την λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση του κάθε κοινωνικού συστήματος ως αυτόνομου μορφώματος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αλληλεξαρτήσεις με άλλους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης και οι επιπτώσεις σε αυτούς, οδηγεί σε αδιέξοδες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι διαχειρίσιμες.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη με την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα στο πλαίσιο της άκριτης αξιοποίησης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, που είναι δύσκολο να ελεγχθεί.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Επιτροπή για το Κλίμα (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) μέχρι το 2030 η μείωση της εκπομπής αερίων πρέπει να κυμανθεί στο 45% σε σύγκριση με το 2010. Το αργότερο το 2050 το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα πρέπει να μηδενισθεί. Αυτό είναι ανέφικτο, εκτός και αναπτυχθεί εγκαίρως τεχνολογία αφαίρεσης διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Ο παραλογισμός δεν έχει όρια, αν ληφθεί υπόψη, ότι στο πλαίσιο της ικανοποίησης οικονομικών συμφερόντων η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων συνεχίζεται και διευρύνεται με την αναζήτηση και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων.
Πολύ καλό παράδειγμα είναι η στάση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η παθητική αντιμετώπιση της κοινωνίας. Στο όνομα της φαντασίωσης για «άμεση» επίτευξη ευημερίας δεν ευαισθητοποιείται καμμία πλευρά, ακόμη και αν επιβαρύνονται η υγεία των πολιτών και κατ’ επέκταση το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης οικονομικά.
Η μακροπρόθεσμη και συνδυαστική οπτική της πολιτικής (με την έννοια της πολυδιάστατης και με κοινούς στόχους στους κυβερνητικούς ή πολιτικούς φορείς διαχείρισης της πραγματικότητας) είναι απούσα.
Σε αυτό βέβαια συμβάλλει και η επιδίωξη από το πολιτικό σύστημα της ανά 4ετία έγκρισης των αποφάσεων του στην εκλογική διαδικασία στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, σε συνδυασμό με την βραχυπρόθεσμη οπτική των πολιτών σε σχέση με την απόδοση της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία δεν υπερβαίνει την μία θητεία.
Το αποτέλεσμα συνήθως είναι η εύκολη λύση του περιορισμού του πολιτικού σχεδιασμού σε επιλογές βραχυπρόθεσμης απόδοσης, ως εάν η ροή της εξέλιξης μπορεί να βασίζεται σε ευκαιριακές αποφάσεις, οι οποίες στηρίζονται σε ανάλογη διαχείριση του χρόνου. Όμως αυτό οδηγεί σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, οι οποίες συνήθως δεν επανορθώνονται στην σύγχρονη εποχή της πολυπλοκότητας και της ταχύτατης ροής του χρόνου.
Γι’ αυτό και τα λάθη πλέον «πληρώνονται» πολύ ακριβά. Οι διαστάσεις τους έχουν γενικευμένο χαρακτήρα και επηρεάζουν ανάλογα την κοινωνική πραγματικότητα, διότι διαπερνώνται από την λογική της εμπορευματοποίησης ακόμη και των βασικών ανθρώπινων αναγκών, όπως είναι η εκπαίδευση και η υγεία και αντιμετωπίζονται στο πολιτικό πεδίο ως δύο συστήματα, τα οποία συμπορεύονται μόνο στο επίπεδο της κατάρτισης για την διεκπεραίωση επαγγελματικών ρόλων, όπως είναι του ιατρού.
Κόμματα και πολιτικό προσωπικό, στο κυβερνητικό ή στο αντιπολιτευτικό επίπεδο, δεν σκέπτονται, ότι η σωματική άσκηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής λειτουργίας σχετίζεται άμεσα με την διαμόρφωση θετικών συνθηκών σε σχέση με την υγεία των πολιτών στην προοπτική του χρόνου.
Γι’ αυτό στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό η γυμναστική αποτελεί ένα «μάθημα» και μάλιστα χωρίς προεκτάσεις στην ζωή των μαθητών, αφού δεν οριοθετείται από την παιδαγωγική διάσταση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, ώστε να αναχθεί σε δομικό στοιχείο της ζωής των αυριανών πολιτών.
Αυτό πιστοποιείται από την μη σύνδεση της σωματικής άσκησης με την υγεία σε βάθος χρόνου και ιδιαιτέρως κατά την διάρκεια της «τρίτης ηλικίας», που ο οργανισμός υφίσταται τις επιπτώσεις της γήρανσης και ενός τρόπου ζωής, ο οποίος δεν βασίζεται στην κίνηση.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα, διότι ο άνθρωπος, αν δεν κινείται στα όρια της υγιούς διαβίωσης, επιβαρύνει οικονομικά και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ιατρική και φαρμακευτική κάλυψη).
Παρά ταύτα όμως ο πολιτικός σχεδιασμός δεν είναι ούτε μακροπρόθεσμος ούτε συνδυαστικός σε σχέση με την κυβερνητική λειτουργία. Γι’ αυτό η γυμναστική δεν εντάσσεται στον τομέα της αγωγής, ώστε να αποτελεί σημείο αναφοράς κατά την διάρκεια του ανθρώπινου βίου, ούτε γίνεται κοινός σχεδιασμός από τους εμπλεκόμενους κυβερνητικούς φορείς ( στην προκειμένη περίπτωση τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας).
Περιττό να αναφερθεί ότι εκτός από την εκπαίδευση και την υγεία εμπλέκονται και άλλοι τομείς, όπως είναι η εργασία, η οικονομία και το περιβάλλον, οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελούν βασικές παραμέτρους του σχεδιασμού της πολιτικής στην παιδεία και στην υγεία.
Το θέμα είναι, αν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό πληρούν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική σύγχρονη προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία στηρίζεται στην μακροπρόθεσμη συνδυαστική πολιτική και στην ανάλογη μεταρρυθμιστική λογική, η οποία θα επαναπροσδιορίσει τους βασικούς πυλώνες του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Παράλληλα τίθεται ένα ζωτικής σημασίας ερωτηματικό ως προς την στάση των μεμονωμένων ατόμων και των δομών της κοινωνίας πολιτών σε αλλαγές, οι οποίες απαιτούν την λειτουργία τους ως υποκειμένων, τα οποία αναλαμβάνουν τις ευθύνες, που τους αναλογούν, για τέτοιας έκτασης μεταρρυθμίσεις.
Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, η διεκπεραίωση κοινωνικών ρόλων στο πλαίσιο των κοινωνικών συστημάτων θα συνεχίσει να κινείται με λογική εμπορευματοποίησης, η οποία παράγει «καλούς ασθενείς» ή ακόμα καλύτερους ιατρούς με κριτήριο την οικονομική διάσταση.
Όποιος μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά, έχει την δυνατότητα να ελπίζει. Ειδάλλως θα ακολουθήσει την φθίνουσα πορεία, που του επιφυλάσσει το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, για όσο χρόνο είναι ακόμη βιώσιμο.
Η κλιματική αλλαγή δείχνει ήδη τον δρόμο προς το «κενό». Το ίδιο κάνουν επίσης οι συνεχώς αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες και η μεγάλη ρευστότητα στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας με την έξαρση του εθνικιστικού λαϊκισμού.
*Ερευνητής-Κοινωνιολόγος