Του Γιάννη Μαρίνου*
Για πολλοστή φορά ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πρόσκληση για παραγωγικές επενδύσεις. Δυστυχώς δεν το εννοεί. Πρόκειται για ένα ακόμη ψέμα στην ατέλειωτη αλυσίδα εκείνων με τα οποία ανήλθε στην εξουσία και έτσι έκτοτε την ασκεί με την άνεση που τον χαρακτηρίζει και η οποία φαίνεται να πείθει κάποιους ξένους σχολιαστές αλλά κανέναν επενδυτή.
Όσοι άλλωστε εκδήλωσαν σχετικό ενδιαφέρον διαπιστώνουν αργά ή γρήγορα την πλάνη τους.
Από τις 19 επενδύσεις που χαρακτηριστήκαν και εντάχθηκαν στο καθεστώς ταχείας αδειοδότησης το 2010, μόνο δύο έχουν ξεκινήσει να πραγματοποιούνται το 2019. Οι υπόλοιπες 17 είτε δεν έχουν πάρει ακόμη αναγκαίες άδειες και τελούν σε εκκρεμότητα επί 10 χρ4όνια, είτε τα σχέδιά τους σαπίζουν σε δικαστικές αίθουσες, ενώ ορισμένες δεν θα γίνουν ποτέ αφού οι επενδυτές αποσύρθηκαν.
Κάποιοι από αυτούς καθυστερημένα θυμήθηκαν ότι ο κ. Τσίπρας ως μείζων αντιπολίτευση είχε προειδοποιήσει τους ξένους κεφαλαιούχους να μην επενδύουν στην Ελλάδα τα λεφτά τους γιατί θα τα χάσουν.
Σήμερα, ύστερα από τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης από την Αριστερά, ζούμε ίσως τον επίλογο μιας σειράς επενδυτικών σχεδίων που ενώ ανακοινώθηκαν με πανηγυρισμούς, οδηγήθηκαν στο περιθώριο μεθοδικά και με την αυστηρή αποτελεσματικότητα διώξεως του παραγωγικού κεφαλαίου.
Ακόμη και η ενθουσιωδώς ανακοινωθείσα και δρομολογηθείσα επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά κινδυνεύει να ακρωτηριαστεί αν δεν ματαιωθεί. Για μια ακόμη φορά το ολέθριο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έβγαλε «κόκκινη κάρτα» σε συμφωνημένες και σε εξέλιξη κινεζικές επενδύσεις κηρύσσοντας τον μισό Πειραιά χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και θέτοντας υπό την εχθρική παρέμβαση του μια επένδυση ύψους 600 εκατ. Ευρώ.
Και οι ευφυείς κινέζοι επενδυτές, καθώς από καιρό διαπίστωσαν την εχθρική διάθεση και την κωλυσιεργία των Ελλήνων αρμοδίων, προετοιμάζουν τη συρρίκνωση ή και εγκατάλειψη του σχεδίου τους να καταστήσουν τον λιμένα του Πειραιά, κύριο κόμβο διοχέτευσης των προϊόντων τους στην Ευρώπη.
Προ ημερών ο κινέζος πρόεδρος Σι επισκεπτόμενος επισήμως την Ιταλία εξεδήλωσε ενδιαφέρον για να προτιμηθεί τελικά κάποιο από τα μεγάλα παλιά λιμάνια αντί του Πειραιά.
Και ενώ ελάχιστα απασχόλησε τους πολιτικούς μας αυτό το εν εξελίξει έγκλημα, ακολούθησαν και άλλα αλλεπάλληλα πλήγματα σε δρομολογημένα επενδυτικά σχέδια μεγάλης κλίμακας.
Εν πρώτης κηρύχθηκε άγονος ο διαγωνισμός για την αποκρατικοποίηση του 50,1 % των ελληνικών πετρελαίων, καθώς οι δυο μεγάλες διεθνείς κοινοπραξίες που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον αρνούνται τελικά να αποδεχθούν άνιση εκπροσώπηση της μειοψηφίας των μετόχων και δικαίωμα ασκήσεως βέτο σε αποφάσεις της πλειοψηφίας.
Στον μακρύ κατάλογο των υπό κυβερνητική υπονόμευση μεγάλων επενδύσεων έχει προ πολλού προστεθεί και η άγονη προσπάθεια πωλήσεως των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ όπως και της ΔΕΠΑ. Ας μην ξεχνάμε επίσης την αναμονή στην έναρξη της επένδυσης στο Ελληνικό, που θα άλλαζε τη μορφή της παραθαλάσσιας πρωτεύουσας και θα έδινε απασχόληση σε δεκάδας χιλιάδες ανέργους. Ακόμα και στις υποτίθεται επιθυμητές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προβάλλονται ανεξήγητα εμπόδια.
Φαίνεται ότι οι μόνες επενδύσεις που τελικά στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκείνες που θα γίνουν με ελληνικά κεφάλαια στην προσφιλή του Βόρεια Μακεδονία.
*Πρώην διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου και νυν αρθρογράφος στο «Βήμα της Κυριακής»