Του Πέτρου Ι. Παραρά*
Αφορμή για το κείμενο αυτό ήταν, αφενός το σχόλιο της Μαρίας Κατσουνάκη «Ραντεβού το 2030» (Καθημερινή, 16.3.2019) που σχολιάζει αρνητικά τη θέση του Σύριζα που δεν πρότεινε στην παρούσα αναθεώρηση την τροποποίηση και του άρθρου 16 Σ για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων με συνέπεια να χαθεί η προσεχής δεκαετία.
Αφετέρου δε η αποστροφή του Προέδρου της ΝΔ ότι, στην επόμενη Βουλή, πλην της ψήφισης των άρθρων που πέρασαν στην παρούσα Βουλή με περισσότερες από 180 ψήφους, «θα προχωρήσει τη συνταγματική αναθεώρηση καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η χώρα θα μείνει άλλα δέκα χρόνια χωρίς καμία αλλαγή» (Καθημερινή, 16.3.2019, σελ. 5).
Υπονοείται εδώ ότι, μετά την περάτωση της αναθεωρητικής διαδικασίας κατά την πρώτη σύνοδο της επόμενης (αναθεωρητικής) Βουλής, δεν θα υπάρχει κώλυμα η Βουλή αυτή, από τη δεύτερη σύνοδό της, να κινήσει νέα διαδικασία αναθεώρησης άλλων άρθρων του Συντάγματος, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσης αναθεώρησης, όπως είναι και το άρθρο 16 Σ.
Η θέση αυτή είναι νομικά στέρεη, διότι υπαγορεύεται από τη λογική ερμηνεία της παραγρ. 6 του άρθρου 110 Σ, όπου ορίζεται ότι : «Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης».
Για ορισμένους, το όλον άρθρο 110 Σ πρέπει να αναθεωρηθεί, κυρίως λόγω της στενής ερμηνείας που κάνουν της παραγρ. 6 αυτού, αφού θεωρούν ότι η διαδικασία κάθε νέας αναθεώρησης έχει ως αφετηρία τη λήξη της πενταετίας μετά τη δημοσίευση στο ΦΕΚ του Ψηφίσματος με τις αναθεωρηθείσες διατάξεις, οπότε πράγματι χρειάζεται η συμπλήρωση περίπου δεκαετίας για την ολοκλήρωση της επόμενης αναθεώρησης.
Όμως, αυτό το εκ πρώτης όψεως μειονέκτημα της ισχυούσης παραγρ. 6 του άρθρου 110 Σ (κατά τους περισσότερους ομότεχνους, μεταξύ τους και ο Ευάγγ. Βενιζέλος, το άρθρο αυτό δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, άρα ούτε και η παράγρ. 6) κάμπτεται εφόσον η παράγρ. αυτή ερμηνευθεί ότι η δεσμευτική προθεσμία της πενταετίας εφαρμόζεται μόνον για τις διατάξεις εκείνες που τώρα αναθεωρήθηκαν, όχι όμως και για όλες τις άλλες διατάξεις, είτε αυτές δεν τέθηκαν καν προς συζήτηση ή τέθηκαν μεν αλλά δεν συγκέντρωσαν τις απαιτούμενες πλειοψηφίες στην προτείνουσα και στην αναθεωρητική Βουλή και, άρα, εξακολουθούν να ισχύουν, οι περισσότερες από το 1975, χωρίς καμία αλλαγή.
Την άποψη αυτή έχω ήδη υποστηρίξει στην Καθημερινή (15.1.2014, 16.3.2018, 29.12.2018, βλ. και Σπ. Βλαχόπουλου, Καθημερινή 13.3.2018), ερμηνεύοντας με κανόνες λογικής τη διάταξη της παρ. 6. Ειδικότερα, όταν το 1975 τέθηκε και η παράγρ. αυτή, το νόημα ήταν ότι όλες οι νέες διατάξεις του Συντάγματος δεν μπορούν να αναθεωρηθούν παρά μόνο μετά τη λήξη της πενταετίας, αφότου όλες αυτές οι διατάξεις τέθηκαν σε ισχύ, ακριβώς διότι έπρεπε να δοκιμασθεί η εφαρμογή τους στην πολιτική πράξη, σε συνδυασμό και με τις κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές.
Συνεπώς, μετά τη λήξη, το 1980, της πρώτης αυτής πενταετίας, όλες οι δυνάμενες να αναθεωρηθούν διατάξεις του νέου Συντάγματος απελευθερώθησαν και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης κατά πάντα χρόνο, αφού γι αυτές έχει προ πολλού συμπληρωθεί η πενταετία από την έναρξη ισχύος τους. Και εξαιρούνται του κανόνα αυτού μόνον οι διατάξεις που αναθεωρήθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο και για τις οποίες ισχύει βέβαια η δέσμευση της πενταετίας.
Με άλλες λέξεις, δεν μπορεί να ερμηνεύεται η παράγρ. 6 ότι ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 εννοούσε ότι, ύστερα από κάθε μεταγενέστερη αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων, αναβιώνει η δεσμευτική πενταετία και για όλες τις υπόλοιπες, για τις οποίες το αναθεωρητικό όργανο δεν έχει αρμοδιότητα να επέμβει μέσα στην προθεσμία αυτή. Όμως ό,τι συνάγεται ευχερώς με λογική ερμηνεία μιας διάταξης, δεν απαιτεί την αναδιατύπωσή της για λόγους σαφήνειας.
Δεν αντέχει λοιπόν στη λογική η αντίληψη, που φαίνεται κρατούσα, ότι ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 απαγορεύει, μετά σαράντα χρόνια και για μία ακόμη πενταετία, την αναθεώρηση διατάξεων που έκτοτε ισχύουν αμετάβλητες, απλώς για τον λόγο ότι το 2019 περατώθηκε επιτυχώς η αναθεώρηση ορισμένων εξ αυτών.
Η ερμηνεία δε αυτή αφαιρεί το πιο σημαντικό όπλο από τους υποστηρίζοντες την ανάγκη για αναθεώρηση όλου του άρθρου 110 Σ, ώστε και η παράγρ. 6 να αναδιατυπωθεί κατά τον τρόπο που ερμηνευτικά έχω ήδη υποδείξει.
Όπως δε τονίζεται «οι κανόνες της λογικής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης, ώστε δεν πρέπει να παραβιάζονται κατά την εφαρμογή του δικαίου» (Pescatore, Introduction a la science du droit, 1960, σελ. 359-360). Άλλωστε, το δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται η σύμπλευσή του με τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως δέχεται και ο «νομικός ρεαλισμός».
Δεν πρέπει λοιπόν να χάσουμε την αισιοδοξία μας ότι προσεχώς θα ενταχθούν στην έννομη τάξη νέοι θεσμοί που θα συμβάλουν στην πρόοδο, την ευταξία και την ανάπτυξη της χώρας από το ηθελημένο τέλμα που βρίσκεται τώρα. Το rendez-vous λοιπόν και με το άρθρο 16 Σ δεν θα αργήσει, σε πείσμα της κυβερνητικής ιδεοληψίας και συντήρησης που σύντομα εκπνέει.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Επίτιμος Αντιπρόεδρος ΣτΕ