Του Κωνσταντίνου Γκίνη*
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα χώρο (Βαλκάνια – Μ. Ανατολή – Β. Αφρική) όπου κυριαρχεί η αστάθεια και η ανασφάλεια και σε μια μακροχρόνια παρατεταμένη αντιπαράθεση με την Τουρκία, τα οποία παράγουν διαρκώς ζητήματα Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.
Επίσης υπάρχει επιτακτική ανάγκη υποστήριξης των εθνικών συμφερόντων. Αυτά για την αντιμετώπιση τους απαιτούν μακροπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά και ικανότητα ταχείας και ποιοτικής λήψεως αποφάσεως για την αντιμετώπιση των καταστάσεων εντάσεως και κρίσεως, οι οποίες είναι δυνατόν να ανακύψουν εντελώς αιφνιδιαστικά και να κλιμακωθούν με έντονο ρυθμό και να οδηγήσουν ακόμη και στη σύγκρουση.
Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ), το κορυφαίο συλλογικό κυβερνητικό όργανο, σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας, δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχει ανταποκριθεί αποτελεσματικά, στις στρατηγικές απαιτήσεις της Χώρας. Ενδεικτικά αναφέρονται, ο χειρισμός της κρίσεως των Ιμίων, η διαφθορά που προέκυψε από το χειρισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων της περιόδου 1996-2004.
Η πραγματικότητα αυτή έχει αναγνωρισθεί από πολιτικούς, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, ακαδημαϊκή κοινότητα και αναλυτές. Η κοινή συνισταμένη σχεδόν όλων αυτών είναι η δημιουργία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), ενός οργάνου που λειτουργεί αρκετά αποτελεσματικά στις δυτικές δημοκρατίες, χωρίς φυσικά να συμφωνούν ακριβώς στο μοντέλο που θα υιοθετηθεί.
Η Κυβέρνηση αναγνωρίζοντας το υπάρχον κενό, ανέλαβε τη νομοθετική πρωτοβουλία στο πλαίσιο του νέου οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών να συγκροτήσει το ΣΕΑ. Η επιλογή της, είναι αυτή του ειδικού συλλογικού συμβουλευτικού οργάνου, υπό τον Πρωθυπουργό, διατηρώντας παράλληλα το ΚΥΣΕΑ, προς λήψη αποφάσεως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας, χωρίς βεβαίως καμία βελτίωση της λειτουργικότητάς του.
Έχουμε λοιπόν το συνδυασμό ενός οργάνου συμβουλευτικού (ΣΕΑ), δηλαδή ανευθυνουπεύθυνου και ενός λήψεως αποφάσεως (ΚΥΣΕΑ), αποδεδειγμένα αναποτελεσματικού. Το συγκεκριμένο δυαδικό σχήμα, ΣΕΑ – ΚΥΣΕΑ, οδηγεί με οποιαδήποτε κριτήρια και αν το αξιολογήσεις, σε μία γραφειοκρατική, χρονοβόρο και δύσκαμπτη σύνθεση, η οποία δύσκολα θα ανταποκριθεί στο επιτακτικό της έργο. Δυστυχώς, το συγκεκριμένο μοντέλο εμπεριέχει εγγενώς και υψηλό βαθμό κινδύνου αποτυχίας.
Πέραν αυτών, στο προτεινόμενο από σχέδιο νόμου ΣΕΑ, ανακύπτουν προβλήματα και δυσλειτουργίες, συνθέσεως και οργανώσεως του οργάνου, λήψεως αποφάσεως, διαδικασιών αλληλεπιδράσεως κάθετου και οριζοντίου με τα επιμέρους όργανα των φορέων Εθνικής Ασφαλείας και το σημαντικότερο όλων εκπονήσεως στρατηγικής μακράς πνοής για τη Χώρα, με τη μορφή της Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας.
Επιπλέον είναι καταφανές, ότι δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και συνεκτική αρχιτεκτονική ασφαλείας, η οποία να αντικατοπτρισθεί με σαφή ιεραρχική σχέση οργάνων, παραγωγής στρατηγικής, διαδικασιών Εθνικής Ασφαλείας και το πλέον ζωτικό λήψεως αποφάσεως.
Αποδεικνύεται ότι, παρά τις καλές προθέσεις και την αναγνώριση του ελλείμματος στο συγκεκριμένο πεδίο δεν επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα εκείνο που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις τους κινδύνους και τις απειλές ασφαλείας του περιφερειακού αλλά και του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος.
Τελειώνοντας, κρίνεται απαραίτητο να επαναπροσεγγισθεί η μορφή του ΣΕΑ. Ως προσφορότερη λύση, συγκεντρώνουσα τα περισσότερα πλεονεκτήματα, φαίνεται αυτή της μετεξελίξεως του ΚΥΣΕΑ σε ΣΕΑ.
Δηλαδή ενός κυβερνητικού οργάνου, με δυνατότητες σχεδιάσεως τόσο μακροπρόθεσμης στρατηγικής, όσο και με αντανακλαστικά αντιδράσεως στην καθημερινότητα, αλλά και σε έκτακτες και αιφνιδιαστικές καταστάσεις εσωτερικής αλλά και εξωτερικής ασφάλειας οι οποίες είναι δυνατόν να ανακύψουν. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη και λειτουργική αρχιτεκτονική ασφάλειας, στην οποία να ενταχθεί και το ΣΕΑ, με την τελική του μορφή.
*Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ, Μέλος ΙΔΙΣ / Πάντειο Πανεπιστήμιο