Tου Gerry Adams*
Όταν τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1945, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν 51 κράτη-μέλη. Σήμερα έχουν 193. Πολλά από τα νέα κράτη ήταν αποτέλεσμα των αγώνων και των συγκρούσεων που οδήγησαν στην κατάρρευση των παλιών αυτοκρατοριών.
Αυτός ο κύκλος των πολιτικών αγώνων συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Στην Ιρλανδία, η κρίση του Brexit μπορεί να προκαλέσει τεράστιες ζημίες στην οικονομία ή ακόμη και να απειλήσει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Η Καταλονία και η Χώρα των Βάσκων επιδιώκουν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία. Στο Χονγκ Κονγκ και στην Παλαιστίνη, οι άνθρωποι έχουν αγωνιστεί, ή αγωνίζονται ακόμα, για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Ο κόσμος κυριαρχείται από τους αγώνες των εθνών, τα οποία μάχονται για να θεσπίσουν τους δικούς τους νόμους και να αποφασίσουν τις σχέσεις τους με τα υπόλοιπα έθνη. Αλλά για να μπορούν να ελέγχουν τις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους, πρέπει να τους το επιτρέψουμε μέσω της διπλωματίας, της συνεργασίας και του διαλόγου.
Όταν οι κυβερνήσεις, στις διαπραγματεύσεις τους για τις συγκρούσεις στον κόσμο, θέτουν σε προτεραιότητα την απλή ανθρώπινη ευπρέπεια και τα δικαιώματα των λαών τους, το φυσικό επακόλουθο είναι η δημοκρατία.
Αυτό, ωστόσο, είναι εύκολο στη θεωρία, αλλά δύσκολο στην πράξη -ειδικά όταν οι υπεύθυνοι για την τήρηση του νόμου βάζουν, όπως γίνεται συχνά, τη δική τους εξουσία πάνω από το κοινό καλό.
Όταν ήμουν έφηβος στο Μπέλφαστ, συνειδητοποίησα ότι οι συνομήλικοί μου κι εγώ δεν αντιμετωπιζόμασταν ισότιμα. Η Βόρεια Ιρλανδία δημιουργήθηκε όταν η βρετανική κυβέρνηση διαμέλισε την Ιρλανδία. Οι άνθρωποι χωρίστηκαν με κριτήρια θρησκευτικά και οι Καθολικοί θεωρήθηκαν άπιστοι. Μας στέρησαν βασικά δικαιώματα σε αυτό που ουσιαστικά ήταν ένα κρατίδιο-απαρτχάιντ.
Η ανισότητα που βιώσαμε άγγιζε κάθε κοινωνική πτυχή, σε βαθμό τέτοιο που έγινε πολιτικό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, σκεφτόμουν πως το πρόβλημα θα λυνόταν μόλις το αντιλαμβάνονταν οι αρχές. Πως, όταν το συνειδητοποιούσαν, θα το διόρθωναν.
Σύντομα, όμως, κατάλαβα πως οι αρχές βάσιζαν τη δύναμή τους ακριβώς σ’ αυτή την ανισότητα. Ήταν απίθανο να την εξαλείψουν, αν αυτό θα τους κόστιζε σε επιρροή -η όποια λύση θα προσαρμοζόταν ώστε να μη χάσουν την κυριαρχία τους. Όσοι έχουν εξουσία, ή έστω την ψευδαίσθηση της εξουσίας, είναι απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν.
Πολλοί από εκείνους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά αυτής της εξίσωσης, οι μειονεκτούντες, πιστεύουν πως δεν μπορούν να αλλάξουν την κατάστασή τους. Ορισμένοι διστάζουν ακόμη και να σκεφτούν ότι η αλλαγή είναι δυνατή. Μερικοί πάλι τη φοβούνται. Κάποιοι έχουν συνηθίσει την κοινωνία οργανωμένη με συγκεκριμένο τρόπο, ακόμα κι αν αυτή η κοινωνία κάνει διακρίσεις σε βάρος τους. Τέλος, υπάρχουν κι αυτοί που είναι πολύ απασχολημένοι με το να επιβιώνουν ή να ζουν τη ζωή τους, για να σκεφτούν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
Δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς πολιτικό αγώνα. Για να πετύχει, όμως, αυτός ο αγώνας, πρέπει οι άνθρωποι να εμψυχώνονται να δρουν πολιτικά. Πρέπει να συμμετέχουν στα κοινά, τόσο της κοινωνίας όσο και των κοινοτήτων τους. Πρέπει να δείχνουν ενδιαφέρον και ο ανθρωπισμός τους να είναι άξιος σεβασμού και υπεράσπισης. Να ζουν με την πεποίθηση πως έχουν περισσότερα δικαιώματα, τα οποία πρέπει να είναι σεβαστά και να προάγονται. Η κοινωνία πρέπει να έχει επίκεντρο τον πολίτη, παίρνοντας σχήμα από αυτά ακριβώς τα δικαιώματα.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι εξελικτικές αλλαγές στην κοινωνία σπανίως έρχονται από μόνες τους. Πρέπει να σχεδιαστούν. Να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Η βία γεννάται όταν οι άνθρωποι πιστεύουν πως έχουν μείνει χωρίς εναλλακτική λύση. Και αυτή η πεποίθηση ενδέχεται να εδραιωθεί περισσότερο όσο τα κράτη παρακάμπτουν τους διεθνείς οργανισμούς και χρησιμοποιούν βία για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.
Σήμερα, οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως υπολογίζονται σε πάνω από 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη και οι σχετικές υπηρεσίες τους δαπανούν περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Η παγκόσμια αναταραχή τροφοδοτείται από τη φτώχεια, την οικονομική εκμετάλλευση και τον αγώνα για τον έλεγχο των υδάτων, των αποθεμάτων πετρελαίου και άλλων φυσικών πόρων.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε καταστείλει δεκάδες αντιπολεμικές εξεγέρσεις προτού στείλει τους στρατιώτες της στους δρόμους της Ιρλανδίας το 1969.
Είχε μια καλά εδραιωμένη πολιτική που έβλεπε τον νόμο, σύμφωνα με τον Ταξίαρχο Frank Kitson (που τιμήθηκε με ανώτατη βρετανική διάκριση για τη δράση του στη Β. Ιρλανδία), ως «ακόμα ένα όπλο στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης... κάτι παραπάνω από μία προπαγανδιστική κάλυψη στη διάθεση των ανεπιθύμητων μελών της κοινωνίας».
Ισραηλινοί αστυνομικοί καταδιώκουν Παλαιστίνιους σε διαδήλωση στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.
Ιρλανδοί δημοκράτες -και όχι μόνο- κατάφεραν να μεταπηδήσουν σε πιο ειρηνικές μορφές δράσης με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, δημιουργώντας μια εναλλακτική λύση, σε σχέση με τον ένοπλο αγώνα. Εξασφάλισαν ορισμένα δικαιώματα για τη Βόρεια Ιρλανδία, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος για δημοψήφισμα για το αν θα παραμείνει μέρος της Μ. Βρετανίας ή αν θα τερματίσει αυτή τη σχέση και θα δημιουργήσει ένα ενιαίο κράτος.
Για να συναφθεί η συμφωνία, χρειάστηκε πολύς καιρός και σκληρή δουλειά. Με την παρότρυνση της διεθνούς κοινότητας, τα κόμματα και οι κυβερνήσεις αποφάσισαν τελικά να προετοιμαστούν για να αναλάβουν μεγαλύτερα ρίσκα. Η συμφωνία, πάντως, εξακολουθεί να έχει αρκετά ανοιχτά θέματα.
Στη σύγκρουση μεταξύ του ισπανικού κράτους και των αγωνιστών της βασκικής ανεξαρτησίας, μια παρόμοια διαδικασία, πολύ κοντά στο μοντέλο που σχεδιάστηκε για την Ιρλανδία, κατάφερε να δώσει τέλος στις ένοπλες συγκρούσεις, παρότι η ισπανική κυβέρνηση δεν έχει ασχοληθεί ολοκληρωτικά με το θέμα.
Οι ηγέτες του ιρλανδικού κόμματος Sinn Fein ταξίδευαν συχνά σε άλλες ζώνες συγκρούσεων, μεταξύ των οποίων το Αφγανιστάν και η Κολομβία, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα του διαλόγου, των διαπραγματεύσεων και των ειρηνευτικών διαδικασιών.
Έχω ταξιδέψει στη Μέση Ανατολή επανειλημμένα και έχω μιλήσει με Παλαιστίνιους στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, όπως και με αξιωματούχους του Ισραήλ και της Παλαιστίνης.
Δυστυχώς, η αποτυχία των κυβερνήσεων να τηρήσουν τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά και η άρνηση της ισραηλινής κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα δημοκρατικά πρότυπα και να βρει εύλογους και δίκαιους συμβιβασμούς, άφησε πολλούς Παλαιστίνιους να ζουν σε απελπιστικές συνθήκες, χωρίς ελπίδα για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον. Ως αποτέλεσμα, η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση σύγκρουσης.
Για να αλλάξει αυτό, απαιτείται μια ουσιαστική προσπάθεια να κατανοήσουμε τι ωθεί, τι εμπνέει και τι οδηγεί τους ανθρώπους στις επιλογές τους. Ο διάλογος που προάγει αυτή την κατανόηση, είναι τελικά αυτός που δίνει κίνητρα στις αντιμαχόμενες πλευρές να προσεγγίσουν η μία την άλλη.
Όποιος περιέγραψε την πολιτική ως την τέχνη του εφικτού, την υποβάθμισε σε μέτρια εμπορική συναλλαγή. Οι προσδοκίες των ανθρώπων για το πόσο αξίζουν, πρέπει να αυξηθούν -όχι να μειωθούν. Όταν γίνει αυτό, η δημοκρατία θα αντέχει ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.
*Μέλος του ιρλανδικού κόμματος Sinn Fein από τη δεκαετία του 1960, νυν μέλος του ιρλανδικού κοινοβουλίου. Αρχιτέκτονας της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία βοήθησε να τερματιστούν οι ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία