του Γεδεόν Ράιχμαν*
Όσοι από εμάς σπαταλάμε μέρος του χρόνου μας παρακολουθώντας βίντεο στο YouTube έχουμε δει ένα κλασσικό βίντεο από τον αμερικανικό ιππόδρομο, στο οποίο δίνουν μάχη δύο άλογα που ονομάζονται «η γυναίκα μου ξέρει τα πάντα» και «η γυναίκα δεν ξέρει τίποτα».
Οι πρώτες ερμηνείες των ευρωεκλογών μου υπενθύμισαν το βίντεο αυτό, μόνο που στην περίπτωση αυτή τα άλογα λέγονται «αυτό τα αλλάζει όλα» και «αυτό δεν αλλάζει τίποτα».
Όσοι υποστηρίζουν ότι «αυτό δεν αλλάζει τίποτα» έχουν κάποια ισχυρά επιχειρήματα. Συνολικά, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα αντιευρωπαϊκά κόμματα αντιστοιχούν περίπου στο ένα τέταρτο των εδρών του κοινοβουλίου, από 20% περίπου. Αλλά κάποια από τα αστέρια της εθνικιστικής δεξιάς είχαν απογοητευτικά αποτελέσματα – συμπεριλαμβανομένου και του κόμματος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), το Δανικό Λαϊκό Κόμμα και το Φόρουμ για τη Δημοκρατία στην Ολλανδία.
Ωστόσο, όσοι πιστεύουν ότι «αυτό αλλάζει τα πάντα» έχουν επίσης στοιχεία να επικαλεστούν. Ευρωσκεπτικιστικά κόμματα κέρδισαν την πρώτη θέση σε τέσσερις από τις έξι μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε.: στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βρετανία και την Πολωνία.
Ένας λόγος πίσω από αυτή τη σύγκρουση ερμηνειών είναι η επικέντρωση σε ένα συγκεκριμένο ερώτημα: τι σημαίνει αυτό για τη μάχη ανάμεσα στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και τους αντιευρωπαίους αντάρτες; Αλλά αν θέσουμε ένα διαφορετικό ερώτημα -τι συμβαίνει στα κόμματα τα οποία έχουν κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή πολιτική- τότε αποκαλύπτεται μια πιο ξεκάθαρη τάση.
H παραδοσιακή κεντροαριστερά και κεντροδεξιά βρίσκονται σε πτωτική τροχιά. Χάνουν έδαφος όχι μόνο από τους εθνικιστές λαϊκιστές, αλλά και από κόμματα που απευθύνονται στην αστικοποιημένη μεσαία τάξη, όπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι. Στη Γαλλία, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά (οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Σοσιαλιστές) έλαβαν κάτω από 15%, ενώ η ακροδεξιά, οι φιλελεύθεροι και οι πράσινοι συγκέντρωσαν σχεδόν 60%. Στην Ιταλία, η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά κέρδισαν περίπου το 31% της ψήφου. Τα λαϊκιστικά κόμματα έλαβαν το 58%.
Στη Βρετανία, οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί κέρδισαν συνολικά μόλις το 23,2% των ψήφων. Η τάση ενάντια στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις εξαπλώθηκε ακόμα και στη σταθερή, λογική Γερμανία, όπου οι κεντροδεξιοί Χριστιανοδημοκράτες και οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες υποχώρησαν αρκετά κάτω από το 50%. Οι Πράσινοι ήρθαν δεύτεροι με λίγο πάνω από 20%, με την ακροδεξιά να καρπώνεται το 11%.
Κατά πως φαίνεται, τα πολιτικά κόμματα που βασίστηκαν στις ταξικές και οικονομικές δομές του 19ου και του 20ου αιώνα έχουν πάψει να είναι επίκαιρα.
Οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται για διαφορετικά ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ταυτότητα και η μετανάστευση. Η συνέπεια θα είναι πιθανότατα μια περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας και ρευστότητας, η οποία θα περιορίσει την ευχέρεια της Ε.Ε. να δράσει. Το γεγονός ότι η Κεντροδεξιά, οι Σοσιαλιστές, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι είναι όλοι σε γενικές γραμμές φιλοευρωπαϊστές δεν μπορεί να κρύψει τη διάσταση απόψεων σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.
Ένα σοβαρό ζήτημα είναι το πολιτικό μέλλον της Άγκελα Μέρκελ, της Γερμανίδας καγκελάριου. Ένα ακόμα αρνητικό αποτέλεσμα για το SPD μπορεί να πείσει το κόμμα να αποσυρθεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό, προκαλώντας την κατάρρευση της κυβέρνησης. H κα Μέρεκλ θα δεχθεί πιέσεις και εντός του CDU. Η αδύναμη επίδοση του κόμματος μπορεί να δώσει στην Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, τη διάδοχο της καγκελάριου στην ηγεσία του CDU, τη δυνατότητα να πιέσει την κα Μέρκελ να αποχωρήσει από την καγκελαρία πριν τη λήξη της θητείας της. Εν τω μεταξύ, ορισμένοι στο CDU θα ταχθούν υπέρ μιας μετατόπισης προς τα δεξιά σε ζητήματα όπως το ευρώ και η ενεργειακή πολιτική.
Αν η κα Μέρκελ αναγκαστεί να αποχωρήσει νωρίτερα, η Ε.Ε. θα έχει χάσει την πιο κυρίαρχη πολιτική της φιγούρα. Αλλά ακόμα και αν παραμείνει στη θέση της για άλλα δύο χρόνια, ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής, όπως αντανακλάται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο κοινοβούλιο, μπορεί να εμποδίσει την Ε.Ε. να καταλήξει σε αποφάσεις για κρίσιμα ζητήματα, όπως το ευρώ, η μετανάστευση, το Brexit και η πολιτική για την Κίνα.
Ένα πρώτο τεστ θα γίνει με τη συζήτηση για τους νέους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στη θεωρία, τούτο θα ολοκληρωθεί σχετικά σύντομα, με την πρώτη σοβαρή συζήτηση να λαμβάνει χώρα αυτή την εβδομάδα. Αλλά η συγκεχυμένη εικόνα από το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί να οδηγήσει σε μια παρατεταμένη διαδικασία. Ορισμένα ζητήματα ωστόσο δεν μπορούν να αναβάλλονται για πάντα. Ως τον Οκτώβριο, η Βρετανία και η Ε.Ε. θα πρέπει να εξετάσουν αν θα παρατείνουν τη διαδικασία του Brexit ή θα αποδεχτούν μια έξοδο χωρίς συμφωνία.Οι πιθανότητες μιας αποχώρησης χωρίς συμφωνία έχουν αυξηθεί μετά τις δημοσκοπήσεις.
Τα φιλόδοξα σχέδια του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για μια μεταρρύθμιση της ευρωζώνης φαίνεται να συγκεντρώνουν ακόμα λιγότερες πιθανότητες να προχωρήσουν, δεδομένης της δικής του σχετικά αδύναμης επίδοσης και της τρέχουσας πολιτικής σύγχυση στη Γερμανία. Ωστόσο, οι εξελίξεις στις αγορές -συγκεκριμένα, η νέα πίεση στο ευρώ- μπορεί να φέρει την Ε.Ε. προ τετελεσμένων γεγονότων.
Το μεγάλο ερώτημα πίσω από όλα αυτά είναι κατά πόσον η Ε.Ε. αποσυντίθεται σταδιακά ή κινείται σταδιακά προς μια πιο στενή ένωση που θα μπορέσει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Ευρώπης. Τούτο έχει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία σε έναν κόσμο ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα κυριαρχείται από δύο δυνητικά εχθρικές υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την Κίνα, με τη Ρωσία να παίζει και αυτή έναν κακόβουλο ρόλο.
Οι απαρχές ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου σημαίνουν ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό ερώτημα για την Ε.Ε. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή ενότητα θα δοκιμαστεί επανειλημμένα από γεγονότα παγκόσμιες εμβέλειας τους ερχόμενους μήνες και χρόνια.
Η πολιτική παράλυση και ο κατακερματισμός είναι μια πολυτέλεια την οποία η Ε.Ε. μπορεί να μην μπορεί να αντέξει.
* Aρθρογράφος των Financial Times