Tου Πασχάλη Αποστολίδη*
Η Ελλάδα σε δύο χρόνια θα γιορτάζει τα 200 χρόνια της νεότερης ιστορίας της. Το ορόσημο αυτό μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο, αν το αξιοποιήσουμε για να διδαχθούμε από το παρελθόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον, ειδικά σε περιόδους όπως η τρέχουσα, όπου διανύουμε την ιστορική καμπή μετάβασης από την 3η στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Το οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο που κυριάρχησε τον 20ό αιώνα έδωσε στην ανθρωπότητα δυνατότητες που στο παρελθόν έμοιαζαν βγαλμένες από ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Ποιος θα φανταζόταν κάποτε ότι θα ταξιδεύαμε στο φεγγάρι ή ότι θα εργαζόμασταν μέσω internet; Αντίστοιχα, στον κλάδο της υγείας, ποιος θα φανταζόταν ότι η φαρμακευτική καινοτομία θα κατάφερνε να μετατρέψει θανατηφόρα μέχρι χθες νοσήματα -όπως το AIDS και ο διαβήτης- σε χρόνιες ασθένειες, πόσο μάλλον ότι θα ήταν σε θέση να εκριζώσει ιούς, όπως τον ιό της ηπατίτιδας C;
Στον αντίποδα, αυτό που δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα η παγκόσμια οικονομία είναι να εξασφαλίσει μια ανάπτυξη που θα αφορά το σύνολο του πλανήτη, μια ανάπτυξη που θα κατανέμει ισόρροπα τις οικονομικές και κοινωνικές υπεραξίες που παράγονται καθημερινά. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας το βλέπουμε στις σημαντικές αποκλίσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΠ όχι μόνο μεταξύ των κρατών Ανατολής και Δύσης, αλλά ακόμα και μεταξύ των κρατών της ίδιας της ευρωζώνης.
Το βλέπουμε στη διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο πολιτικό και το οικονομικό σύστημα, στη διαφαινόμενη αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην αίσθηση που κυριεύει τους πολίτες ότι η ανάπτυξη -ακόμα κι αν έρθει- είναι κάτι που δεν τους αφορά γιατί δεν πιστεύουν ότι θα επηρεάσει θετικά τη ζωή, το εισόδημα και την καθημερινότητά τους.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται επιτακτικά από πολίτες και επιχειρήσεις δεν είναι αν θα υπάρξει ανάπτυξη, αλλά ποιους θα αφορά η ανάπτυξη που σχεδιάζουν και οραματίζονται οι εκπρόσωποι του πολιτικού μας συστήματος. Στην Ελλάδα, για τον κλάδο του φαρμάκου -ίσως τον πιο αυστηρά νομοθετικά ρυθμισμένο τομέα οικονομικής δραστηριότητας- η ανάπτυξη είναι μια έννοια συνδεδεμένη με τιμωρία, την τιμωρία των υποχρεωτικών επιστροφών (claw back) προς τα κρατικά ταμεία, την ώρα που τα κίνητρα για επενδύσεις σε Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D) και παραγωγή παραμένουν πενιχρά. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα ένα-ένα.
Η παραγωγή νέου πλούτου σε μια χώρα που έχασε το 25% του ΑΕΠ της εν καιρώ ειρήνης, θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα, αν θέλουμε να αναστραφεί το brain drain, να ενισχυθεί το εισόδημα των εργαζομένων, να στηριχθεί το ασφαλιστικό σύστημα και να επιστρέψει σύντομα το βιοτικό μας επίπεδο στα προ κρίσης επίπεδα.
Νέος πλούτος, όμως, δεν πρόκειται να έρθει όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος με τα εργαλεία και τις πρακτικές του παρελθόντος. Και μία από τις βασικές πρακτικές του παρελθόντος που πρέπει να αλλάξει, είναι η ανταγωνιστική σχέση πολιτείας και επιχειρηματικότητας. Αν δεν σηκώσουμε και οι δυο πλευρές τα μανίκια, αν δεν δουλέψουμε ως συνεργάτες και όχι ως αντίπαλοι, κανένα καλύτερο μέλλον δεν βρίσκεται μπροστά μας.
Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε και δεν θα μας περιμένει για πολύ ακόμα. Αν η Ελλάδα θέλει να πάρει τη θέση που της αξίζει στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα, πρέπει να οικοδομήσει άμεσα μια Εθνική Στρατηγική για την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, μια στρατηγική που θα χτιστεί με πολιτική και κοινωνική συναίνεση, ώστε να αντέχει στον χρόνο και να διασφαλίζει ότι η απόσταση που μας χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες της Δύσης θα μειώνεται αντί να αυξάνεται.
Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι ταχύτητες με τις οποίες θα τρέξουν οι εξελίξεις τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ υψηλότερες από τις σημερινές, γεγονός που καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε περίπτωση να χάσουμε ως χώρα και αυτό το τρένο.
Στο πλαίσιο αυτό, η φαρμακευτική καινοτομία μπορεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις που εστιάζουν στην παραγωγή νέων καινοτόμων θεραπειών, επανεπενδύουν κατά μέσο όρο το 15% του τζίρου τους σε Έρευνα και Ανάπτυξη, κάτι που για την Ευρώπη μεταφράζεται σε περίπου 34 δισ. ευρώ επενδύσεων σε ετήσια βάση, εκ των οποίων η χώρα μας καταφέρνει να προσελκύσει μόλις τα 42 εκατ. ευρώ.
Αν, μάλιστα συνυπολογίσει κανείς τα ευρήματα μελετών του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που δείχνουν ότι για κάθε επιπλέον επένδυση κλινικής έρευνας ύψους 10 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα υπάρχει συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 22 εκατ. ευρώ, επιπλέον αύξηση κατά 5,18 εκατ. ευρώ στα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές και δημιουργία 436 νέων θέσεων εργασίας, τότε είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι κλινικές μελέτες αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές ευκαιρίες για τη χώρα.
Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι σαφές. Θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την καινοτομία στην Ελλάδα ως πολυτέλεια ή θα την αξιοποιήσουμε ως βασικό πυλώνα ανάπτυξης στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση;
*Γενικός Διευθυντής της βιοφαρμακευτικής εταιρείας AbbVie, τέως Πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) 2015-2018. Εργάζεται στον ιατροφαρμακευτικό χώρο εδώ και 32 χρόνια, έχοντας θητεύσει σε όλες τις θέσεις ευθύνης. Έχει σπουδάσει Χημεία (B.Sc), Οικονομική Γεωγραφία (B.A.) και Φαρμακευτική Χημεία (Grad. Diploma) στον Καναδά, με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της Περιβαλλοντολογικής Χημείας (MSc) στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Stratchlyde της Γλασκόβης.
*Αναδημοσίευση από euro2day.gr