Του Μιλτιάδη Νεκτάριου*
Με τις επερχόμενες εθνικές εκλογές ολοκληρώνεται η περίοδος της Μεταπολίτευσης, με την πολιτική καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Η διακυβέρνηση της Αριστεράς ήταν η μεγάλη εκκρεμότητα της Μεταπολίτευσης. Η Αριστερά οδηγήθηκε στην εξουσία από τα διαδοχικά λάθη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μετά την κρίση του 2008.
Ένας λαός που μέσα σε πέντε χρόνια είχε υποστεί πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική καταστροφή εστράφη προς τον ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα της ανακούφισης και της ανάταξης. Μετά από πέντε χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, η απογοήτευση είναι πλήρης σε όλα τα επίπεδα και εκφράστηκε στις Ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου.
Η καθολική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη και ανάλογη της αποτυχίας όλων των αριστερών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη στα τελευταία 30 χρόνια. Η αποτυχία των αριστερών κυβερνήσεων οφείλεται στην έλλειψη «θεωρίας παραγωγής» για την αύξηση του εθνικού πλούτου, με αποτέλεσμα την επικέντρωση στις πολιτικές αναδιανομής του υφιστάμενου πλούτου. Στην Ελλάδα αυτό το πολιτικό έλλειμα της Αριστεράς συνδυάστηκε με παροιμιώδη ανικανότητα στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, στον έλεγχο της πληροφόρησης, στην ανοιχτή παρέμβαση στη δικαιοσύνη, στην ουσιαστική διάλυση του εκπαιδευτικού συστήματος, στην διάχυτη παραβατικότητα και ανομία.
Επιπλέον, η αριστερή «επαναστατικότητα» υπέκυψε ευσχήμως στις πρωτοφανείς απαιτήσεις των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης για το 3Ο Μνημόνιο, τα θηριώδη «πλεονάσματα» μέχρι το 2060, και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας μέχρι το 2090.
Η ανώμαλη προσγείωση και η οικτρή διάψευση των προσδοκιών των πολιτών οδήγησαν στη πλήρη αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα με την συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτών, όπως ισχυρίζονται πολλοί κοινωνιολόγοι και πολιτικοί αναλυτές. Οι πολίτες αντιδρούν στις εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις που τους κάνουν τα πολιτικά κόμματα και, στη συνέχεια, τα ανταμείβουν κατάλληλα.
Τώρα, λοιπόν, οι επιλογές για το μέλλον της χώρας είναι δύο: η αριστερή στρατηγική του αιώνιου τέλματος και η κεντροδεξιά στρατηγική της ραγδαίας ανάπτυξης.
Το ποσοστό του πληθυσμού που προτιμά την πρώτη στρατηγική, είναι οι οπαδοί της ήσσονος προσπάθειας και του σιτισμού στο κρατικό πρυτανείο, οι αφελείς που γνωρίζουν αλλά προτάσσουν την εμμονή σε ξεπερασμένες ιδεολογίες, και οι αδιάφοροι που ούτε γνωρίζουν ούτε τους απασχολεί το αύριο. Αδιαφορούν για το πατριωτικό κεκτημένο και τις εθνικές παραδόσεις και υιοθετούν μια πολιτική ανοιχτών θυρών για τους πάσης φύσεως μετανάστες. Τα τμήματα αυτά του πληθυσμού συγκροτούν την παράταξη των λαϊκιστών της Αριστεράς.
Η επιλογή αυτή ουσιαστικά αναπαράγει όλες τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης και θα οδηγήσει την χώρα σε ένα αιώνιο τέλμα, μέσα από το εργαλείο της εξοντωτικής φορολογίας για την δημιουργία των εγκληματικών πλεονασμάτων που αποτελούν τον κύριο παράγοντα της οικονομικής στασιμότητας. Βασικό εργαλείο της αριστερής διακυβέρνησης για την ισοπέδωση της κοινωνίας αποτελεί η συστηματική υπονόμευση της παιδείας, με την δραματική υποβάθμιση της εκπαίδευσης στο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, καθώς και την πλήρη διάλυση των Πανεπιστημίων.
Η άλλη επιλογή που έχουν οι πολίτες είναι η αναπτυξιακή στρατηγική των φιλελεύθερων δημοκρατικών δυνάμεων, που βρίσκονται σε τμήματα της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ. Η στρατηγική αυτή έχει ως κεντρικό δόγμα την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που θα βασίζεται σε μεγάλες επενδύσεις στους τομείς των «διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών» που θα χρηματοδοτηθούν με μέρος των ετήσιων πλεονασμάτων (που έχει ήδη συμφωνήσει η τρέχουσα διακυβέρνηση μέχρι το 2060), σε συνδυασμό με την σημαντική μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η στρατηγική αυτή θα δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος. Το κυριότερο όφελος, όμως, από την στρατηγική της ανάπτυξης θα είναι η επανένταξη της χώρας στην ομάδα των πρωτοπόρων δυνάμεων της ΕΕ.
Η στρατηγική της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης είναι η μόνη ενδεδειγμένη για την Ελλάδα του 21ου Αιώνα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (που έχει ήδη περάσει στη δεύτερη φάση της, ιδιαίτερα μετά την εκλογή Τράμπ) οι χώρες είναι υποχρεωμένες να επιλέξουν μεταξύ ανοικτών και κλειστών οικονομιών.
Οι ανοικτές οικονομίες αυξάνουν την απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που λειτουργούν αποτελεσματικά στον ενοποιημένο κόσμο της κυκλοφορίας προσώπων, ιδεών και πληροφοριών και τους «λοιπούς» άλλους οι οποίοι δεν έχουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο να ακολουθήσουν και να απολαύσουν τα οφέλη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και περιθωριοποιούνται συνεχώς.
Η κυριότερη προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στις καινοτόμες χώρες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι η δραστική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, με την μετατροπή των Ελληνικών πανεπιστημίων σε διεθνή κέντρα εκπαίδευσης τόσο στις θεωρητικές όσο και στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Η προσέλκυση ξένων φοιτητών και η διενέργεια διεθνών διαπανεπιστημιακών ερευνών θα δημιουργήσει στην Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα εκπαίδευσης στην Ευρώπη.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα έχει μόνο μια επιλογή για την εθνική επιβίωση και την ένταξη στις πρωτοπόρες χώρες της Ευρώπης: την διενέργεια μεγάλης κλίμακας επενδύσεων για την ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας και την, ταυτόχρονη, επένδυση στη δημιουργία κορυφαίου πνευματικού κεφαλαίου στην παιδεία. Έτσι, θα ανοίξει ο δρόμος για την δημιουργία της Νέας Ελλάδας του 21ου Αιώνα.
*Καθηγητή Πανεπιστημίου Πειραιώς