Του Τάκη Θωμόπουλου*
Αντίθετα από τα πλείστα ευρωπαϊκά κράτη, η γεωπολιτική μας θέση δεν μας αφήνει περιθώρια επιλογών. Ή η Ελλάδα πετυχαίνει διατηρήσιμη ανάπτυξη με υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγή, αύξηση του πληθυσμού και ισχυρή πολιτικοστρατιωτική θέση, ώστε να είναι υπολογίσιμη στην Ε.Ε., ή περιθωριοποιείται, με όλους τους μεγάλους κινδύνους που ενέχει η γειτνίασή μας σε μια ευρύτερη περιοχή με συχνές αναφλέξεις και με αυταρχικά κράτη με εθνικιστικές εξάρσεις, οι οποίες έχουν ενταθεί τελευταία με τις ανακατατάξεις των διεθνών συμμαχιών.
Οι θετικοί δείκτες των τελευταίων ετών (1,5%-2% αύξηση του ΑΕΠ, μείωση της ανεργίας, υψηλό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα κ.λπ.) δεν πρέπει να μας καθησυχάζουν. Συγχρόνως παρατηρείται συρρίκνωση της παραγωγικής δυναμικότητας (το δυνητικό ΑΕΠ), που καθορίζει τις μεσομακροπρόθεσμες οικονομικές εξελίξεις.
Αυτές εξαρτώνται από την τεχνογνωσία και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, την επιχειρηματικότητα, τον μηχανολογικό εξοπλισμό, τις υποδομές, τη λειτουργικότητα των θεσμών (Δικαιοσύνη, Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ.), τη γραφειοκρατία, αλλά και την κυβερνητική πολιτική που ενεργοποιεί ή αποδυναμώνει τους ανωτέρω παράγοντες. Η διαφορά μεταξύ ΑΕΠ και δυνητικού ΑΕΠ ονομάζεται παραγωγικό κενό (Π.Κ.). Μεγάλο Π.Κ. καταδεικνύει έλλειψη των 3 Σ «συνεκτική αναπτυξιακή πολιτική, συντονισμός, συνέχεια».
Το 2013 το Π.Κ. ήταν -15,8% (Ισπανία -8,8%, Σλοβενία -6,5% και Πορτογαλία -4%) και το 2018 -6% (στα άλλα κράτη γύρισε θετικό υποδηλώνοντας ανάπτυξη). Η κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μείωσή του στην Ελλάδα οφείλεται μόνο κατά το 1/3 στην αύξηση του ΑΕΠ και 2/3 στη μείωση του δυνητικού ΑΕΠ, δηλ. και με τα αναπτυξιακά μας αποθέματα που θα εξασφάλιζαν υψηλό (περί 3,5%) ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ώστε και το βιοτικό επίπεδο να βελτιωθεί και τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους εταίρους (Ε.Ε. κ.λπ.) να ικανοποιούμε.
Η απαισιόδοξη πρόβλεψη των εταίρων μας για μεσομακροπρόθεσμο χαμηλό ρυθμό (1%) αύξησης του ΑΕΠ συνδέεται με την έλλειψη θαρραλέων μεταρρυθμίσεων που θα ανέστρεφαν τη μετανάστευση πεπαιδευμένων Ελλήνων και την αποεπένδυση (οι ακαθάριστες επενδύσεις, που προσμετρούνται στο ΑΕΠ, είναι χαμηλότερες από την απομείωση – φθορά, ξεπερασμένη τεχνολογία κ.λ.π.– του κεφαλαιακού δυναμικού που δεν προσμετρείται επαρκώς). Έτσι η αύξηση του ΑΕΠ, βασικά κατανάλωση, δίνει εσφαλμένη εικόνα διότι υπερισχύει η δομική συρρίκνωση της οικονομίας.
Η ανεπαρκής συντήρηση δρόμων, σχολείων, νοσοκομείων, η έλλειψη φαρμάκων προσωρινά περιορίζουν τις δαπάνες, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική υπεραπόδοση να είναι εν μέρει πλασματική. Τελικά ο λογαριασμός είναι πολύ μεγαλύτερος όταν η κατάσταση φθάσει στα άκρα και θα απαιτηθούν εκτεταμένες επισκευές για να μην καταρρεύσουν κτίρια, δρόμοι κ.λπ. και να μη διαλυθούν δημόσιες υπηρεσίες λόγω έλλειψης σύγχρονων πληροφοριακών συστημάτων.
Με φόβο το «πολιτικό κόστος» ή για την επιδίωξη διεύρυνσης της εκλογικής πελατείας, η μετάθεση θαρραλέων διαρθρωτικών μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση επιτείνει την κρίση, με υψηλό ποσοστό του πληθυσμού (35%) να παραμένει κάτω από ή στα όρια της φτώχειας και να διευρύνει τον κοινωνικό αποκλεισμό, ιδίως όσον αφορά τους ανέργους.
Η βαθιά κρίση επηρεάζει κοινωνικές συμπεριφορές και την ψυχολογία, με τον μέσο Έλληνα να έχει μεταμορφωθεί σε μοιρολάτρη, αποδεχόμενος ένα ζοφερό, εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο, μέλλον, με το φάσμα της ανεργίας και ανεπαρκούς σύνταξης για αξιοπρεπή διαβίωση. Συνεχώς λιγότεροι εργαζόμενοι θα πληρώνουν για τη συντήρηση και υγειονομική περίθαλψη περισσότερων συνταξιούχων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Τα ελληνικά στατιστικά της ανεργίας εξωραΐζουν την πραγματικότητα: ακόμη και με την αδήλωτη εργασία σε συγκρίσιμη βάση με το 8% της Ευρωζώνης, το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα είναι 21%-23% του εργατικού δυναμικού, υψηλότερο από το επίσημο 18%, και αυτό παρά τη μείωση των τελευταίων ετών. Διότι η συμμετοχή (67%) του εργατικού δυναμικού στον πληθυσμό 15-64 ετών στην Ελλάδα είναι χαμηλή (Ζώνη του Ευρώ 72%). Η δυσκολία εύρεσης εργασίας αποθαρρύνει πολλούς να ψάξουν για εργασία (discouraged worker effect) και προστίθενται στο μη ενεργό δυναμικό.
Επίσης, οι (εκτός γεωργίας) αυτοαπασχολούμενοι και μικροεπιχειρηματίες είναι διπλάσιοι στην Ελλάδα από ό,τι στην Ευρωζώνη (11% του εργατικού δυναμικού), και παρότι πολλοί, που μόλις τα βγάζουν πέρα ή για να επιζήσουν αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους, δεν δηλώνουν άνεργοι. Η αποεπένδυση σχετίζεται και με την ισχνή εθνική ακαθάριστη αποταμίευση +12% του ΑΕΠ και καθαρή -5% (Ευρωζώνη +25% και +7%). Μόνο το 11%-14% των νοικοκυρών αποταμιεύει και ανάλογο ποσοστό ζει αντλώντας από τη συσσωρευμένη αποταμίευσή του.
Η βασιζόμενη στον χαμηλόμισθο τουρισμό αύξηση του ΑΕΠ δείχνει ότι η Ελλάδα ανακάμπτει αλλά απέχει πολύ η ανάπτυξη όσο η αποεπένδυση συνεχίζεται λόγω των ανεπαρκών ακαθάριστων επενδύσεων (11%-12% του ΑΕΠ). Λόγω της χαμηλής αποταμίευσης, μόνο νέες άμεσες ξένες επενδύσεις (ΝΑΞΕ) θα ανεβάσουν τις ακαθάριστες επενδύσεις στο 18%-20% (Ευρωζώνη 20%-21%), προϋπόθεση για υψηλό ρυθμό ανάπτυξης.
Κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά και η Ισπανία και η Πορτογαλία, προσελκύουν ΝΑΞΕ (Ισπανία 45% του ΑΕΠ οι συσσωρευμένες ΝΑΞΕ και Πορτογαλία 60%, Ελλάδα μόνο 20%) που μεταφέρουν τεχνογνωσία (εξασφαλίζοντας υψηλούς μισθούς) και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας επιταχύνοντας έτσι την ανάπτυξη.
Χάρη σε αυτές η Ρουμανία σύντομα θα έχει υψηλότερο πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα. Τα εμπόδια για τις ΝΑΞΕ, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, είναι: πολυνομία και αργή απονομή της δικαιοσύνης, δαιδαλώδης γραφειοκρατία, αντιεπιχειρηματικές ιδεοληψίες και η υπερφορολόγηση η οποία οδηγεί σε δομική συρρίκνωση (hysteresis) της οικονομίας (ΕΚΤ Απρίλιος 2014). Εάν δεν ληφθούν άμεσα ριζικά διαρθρωτικά μέτρα, δεν θα σταθεροποιηθεί ούτε ο αδύναμος (1,5%-2 %) ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα θα παραμείνει οικονομικοκοινωνικά και πολιτικά ευάλωτη, με τον κίνδυνο κάθε μικρό εξωγενές η ενδογενές σοκ να εκκινήσει πάλι τον φαύλο κύκλο «ύφεση, μείωση μισθών και συντάξεων, μετανάστευση, γήρανση πληθυσμού, αύξηση του φορολογικού βάρους, αύξηση χρεών προς εφορία και τράπεζες, υποχώρηση νέων επιχειρηματικών επενδύσεων», με την Ελλάδα να περιθωριοποιείται στην Ε.Ε. αλλά και στα Βαλκάνια, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική της θέσης για τα εθνικά θέματα.
*Πρώην Senior Economist OECD-ΟΟΣΑ, υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ΤΧΣ, πρόεδρος της Eurobank, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.