Του Γιώργου Παγουλάτου
Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τη μεσαία τάξη συνιστά παραδοξότητα. Ως κόμμα ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε πάντα υπερηφάνως το «ταξικό πρόσημο» των καταβολών του, που τον τοποθετούσαν απέναντι στα αστικά στρώματα.
Η άνοδός του στην εξουσία στηρίχθηκε στην ενοποιητική δυναμική μιας ακραίας αντιμνημονιακής δημαγωγίας, παρά σε κάποιον ευρύ διαταξικό συνασπισμό. Η μεσαία αυτή τάξη, από την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προήλθε και τα συμφέροντα της οποίας οι πολιτικές του δεν υπηρέτησαν, ήταν εκείνη που τιμώρησε την κυβέρνηση στις τελευταίες διπλές εκλογές. Τη μεσαία τάξη τώρα, επ’ εσχάτων, θυμήθηκε η κυβέρνηση σε μια απέλπιδα τελική προσπάθεια προεκλογικού εξευμενισμού.
Σε κοινωνίες κοινωνικής κινητικότητας (στην περίπτωσή μας καθοδικής), η «μεσαία τάξη» φαίνεται πάντα μεγαλύτερη από ό,τι είναι. Τα φτωχότερα στρώματα ταυτίζονται με τη μεσαία τάξη από προσδοκία, τα πλουσιότερα από υποτίμηση της ευημερίας τους.
Η κρίση άφησε μεγάλο ρήγμα. Ανθρωποι που είχαν συνηθίσει σε συνθήκες μεσαίας τάξης (σπουδές, ταξίδια, αύξηση εισοδημάτων) υπέστησαν ξαφνικά μια μαζικής κλίμακας βίαιη καθίζηση.
Το χάσμα μεταξύ συνηθειών/προσδοκιών και πραγματικότητας τροφοδότησε τα κύματα της τυφλής οργής και των υπερφίαλων προσδοκιών που καβάλησε η σανίδα του Αλέξη Τσίπρα στην ταχεία εκτόξευσή της προς την εξουσία, για να τα διαψεύσει με την ίδια ταχύτητα, την ίδια χρονιά. Η ένταξη στη μεσαία τάξη παρέμεινε ζωτική επιλογή ταυτότητας ακόμα και για τα στρώματα εκείνα που η βιοτική τους πραγματικότητα έχει κατρακυλήσει κάτω από τα στατιστικά όρια του μεσαίου εισοδήματος.
Ο υπουργός Τσακαλώτος το 2017 είχε ορίσει στις 18.000 ευρώ ετήσιου εισοδήματος το τυπικό νοικοκυριό της μεσαίας τάξης, συμπληρώνοντας ότι εισόδημα 12.000-18.000 δεν βρίσκεις στα κατώτερα στρώματα. Ομως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ, έξι στις δέκα φορολογικές δηλώσεις αφορούν ετήσιο εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ. Τα στοιχεία τεκμηριώνουν μια μαζική μετατόπιση εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια κάτω από τις 10.000, παρά την αύξηση του ΑΕΠ.
«Για να εισπράττει ένας μισθωτός 18.000 ευρώ σε ετήσια βάση, πρέπει ο εργοδότης του να πληρώνει περισσότερα από 31.300 ευρώ. Για να βγάζει το ίδιο καθαρό ποσό ένας ελεύθερος επαγγελματίας, πρέπει να τιμολογεί και να εισπράττει τουλάχιστον 50.000 ευρώ σε ετήσια βάση» (Θ. Τσίρος, «Καθημερινή» 7.5.2018).
Προφανώς, υπό τα δεδομένα αυτά, οι ελεύθεροι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν, φεύγουν, ή κλείνουν τα βιβλία, οι δε εργοδότες προτιμούν, όπου μπορούν, να προσλάβουν πέντε ημιαπασχολούμενους στην τιμή ενός πλήρους απασχόλησης.
Δεν ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ για τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, ούτε για την έλευση της κρίσης. Ευθύνεται όμως βαριά για τα δύο αχρείαστα χρόνια ύφεσης 2015-16, όταν όλη η Ευρωζώνη κάλπαζε στην ανάπτυξη, ευθύνεται για την αδύναμη ανάκαμψη του 2017-19, την εγκαθίδρυση μιζέριας και ισοπεδωτισμού που διώχνει μακριά τις παραγωγικές δυνάμεις. Κι ευθύνεται για ένα μείγμα πολιτικής που στοχοποίησε τη μεσαία τάξη, συρρικνώνοντας μια ήδη ισχνή παραγωγική βάση.
Η πολιτική των υπερπλεονασμάτων, που επιτάχυνε την καθίζηση, είχε τρία ορατά συστατικά. Πρώτον, τα υπέρμετρα πλεονάσματα. Δεύτερον, την επίτευξή τους με υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης – όχι με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, όχι με σημαντική αύξηση εσόδων από τη φοροδιαφυγή. Τρίτον, τη διαρκή συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων για να εξασφαλιστούν τα υπερπλεονάσματα.
Η δικαιολόγηση της κυβέρνησης είναι ότι έπρεπε να στοχεύει ψηλότερα για να διασφαλίσει τον στόχο, καθώς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει με ασφάλεια την απόδοση των μέτρων. Ομως, το επιχείρημα αποδυναμώνεται από δύο επιπλέον στοιχεία.
Πρώτον, βασική αιτία των υπερπλεονασμάτων ήταν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ+ ξεκίνησε την πολιτεία της με ένα θηριώδες έλλειμμα αξιοπιστίας, που έπρεπε να υπερκαλυφθεί με πλειοδοσία λιτότητας. Κατέφυγε έτσι στο δημοσιονομικό αντίστοιχο της (κατά ψυχολογία) «υπεραναπλήρωσης»: ο κακός μαθητής υπερβάλλει με τρόπο γκροτέσκο σε επίδειξη υποδειγματικής επιμέλειας και νομιμοφροσύνης. Σας θυμίζει κάτι;
Το δεύτερο στοιχείο είναι η πολιτική ιδιοτέλεια. Ενώ τα φορολογικά βάρη και το επενδυτικό κενό επιβαρύνουν αδιακρίτως την παραγωγική δυνατότητα και τους φορολογουμένους, το «κοινωνικό μέρισμα» μπορεί να στοχευθεί ως άμεσα επιδόματα προς τις ομάδες που συγκροτούν τον κορμό της εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αποκορύφωμα αυτής της ωμής εξαγοράς ψηφοφόρων ήταν οι κραυγαλέες προεκλογικές παροχές, που μια θυμωμένη πια από τον μακροχρόνιο εμπαιγμό μεσαία τάξη επέλεξε να τιμωρήσει στις τελευταίες εκλογές.
Η Αριστερά εξέτρεφε πάντοτε ιδεολογική απέχθεια προς τους «νοικοκυραίους» των αστικών στρωμάτων, που αδυνατούν να αρθούν πέρα από την ιδιωτική τους σφαίρα και να κατανοήσουν τα προτάγματα του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Τα εκλογικά και δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν τα αστικά μεσοστρώματα έτοιμα να ανταποδώσουν την τιμή.
*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης
** Αναδημοσίευση από kathimerini.gr