Του Π.Κ Ιωακειμίδη*
Τελικά το συνολικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών μπορεί να θεωρηθεί νίκη για την Ευρώπη. Οι εθνολαϊκιστές, ακροδεξιοί δεν άλωσαν το Ευρωκοινοβούλιο όπως ήθελαν και όπως αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν. Ενίσχυσαν βέβαια τη θέση τους με τον έλεγχο του 23% περίπου των εδρών με τις νίκες που σημείωσαν ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, κ.α.).
Αλλά οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις (λαϊκό/ συντηρητικό κόμμα, σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, πράσινοι) θα έχουν από κοινού τη συντριπτική πλειοψηφία. Και αυτό συνιστά νίκη για την Ευρώπη, όπως νίκη συνιστά και η αυξημένη συμμετοχή στις εκλογές (περίπου 51%) ανακόπτοντας μια σταθερή τάση εδώ και σαράντα χρόνια για συρρίκνωσή της (42,6% το 2014).
Από την άλλη, η οριακή πρωτιά της Λεπέν στη Γαλλία καθώς και οι πρωτιές των ακροδεξιών, εθνολαϊκιστών σε Ιταλία Πολωνία και ΗΒ. Αλλά και και η σημαντική υποχώρηση χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία συνιστούν οπωσδήποτε μια δυσάρεστη εξέλιξη.
Το νέο Ευρωκοινοβούλιο θα είναι βέβαια περισσότερο κατακερματισμένο με τις δύο κύριες πολιτικές οικογένειες (ΕΛΚ και PES) να χάνουν την απόλυτη πλειοψηφία.
Η σύμπραξη Φιλελευθέρων( ALDE) και Πρασίνων( οι πραγματικοί νικητές των εκλογών) θα είναι τώρα αναγκαία για τη λήψη αποφάσεων αλλά αυτό ίσως προσδώσει και μια νέα δυναμική και ισχυρότερη αντιπροσωπευτικότητα στο Σώμα. Στην Ελλάδα η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, η νίκη των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ να καταλαμβάνει την τρίτη θέση (εκτοπίζοντας το ναζιστικό μόρφωμα) μπορεί επίσης να θεωρηθεί νίκη της Ευρώπης , της κανονικότητας και ήττα του λαϊκισμού.
Και τώρα ανοίγει ως άμεση προτεραιότητα η διαδικασία για την τοποθέτηση των επικεφαλής των θεσμών—Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ( ΕΚΤ), Ύπατου Εκπροσώπου. Η αρχή γίνεται με την Επιτροπή στην οποία συμμετέχει άμεσα το Ευρωκοινοβούλιο καθώς σύμφωνα με τη Συνθήκη «εκλέγει» τον Πρόεδρο της στη βάση σχετική πρότασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφού το τελευταίο «λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών».
Το ΕΚ έχει όμως, ως γνωστόν, προχωρήσει στη θέσπιση των ηγετικών υποψηφίων (Spitzencandidat) για την προεδρία της Επιτροπής . Έτσι ο υποψήφιος του πλειοψηφούντος κόμματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ( ΕΛΚ), Μ. Βέμπερ θα πρέπει να προταθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως νέος πρόεδρος . Αλλά υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις ανάμεσα στις χώρες μέλη( πχ. Γαλλία) τόσο για το θεσμό του Υποψηφίου αυτό καθ’ εαυτό όσο και για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, Μ. Βέμπερ.
Για πολλούς, ο κ. Βέμπερ είναι βαθιά συντηρητικός και συνεπώς πέρα για πέρα ακατάλληλος να αναλάβει τα ηνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής . Οι ιδέες του στα περισσότερα θέματα προκαλούν την αντίδραση όχι μόνο των προοδευτικών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων του Ευρωπαϊκού χώρου αλλά και των περισσότερο ήπιων συντηρητικών.
Έχει π.χ. αντιταχθεί στη δημιουργία ενός Ταμείου Ασφάλισης της Απασχόλησης και κατά της ανεργίας στο πλαίσιο της ευρωζώνης, αν και πρόκειται για πρόταση που μεταξύ άλλων έχει κατατεθεί επίσημα από το Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Ο Σολτς και στηρίζεται από τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και από σειρά κρατών όπως Γαλλία, κ.ά. Είναι επίσης υπέρ και της τυπικής διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Τουρκία κλπ.
Ο κ. Βέμπερ εμφανίζεται κατά βάθος ότι δεν έχει σχέδιο για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ και της ίδιας της ΕΕ και την επιδίωξη μιας περισσότερο ισορροπημένης κοινωνικής Ευρώπης που σήμερα συνιστά σχεδόν καθολικό αίτημα. Όλα αυτά βέβαια και πολλά άλλα δεν καθιστούν τον Μ. Βέμπερ… ανθέλληνα όπως λέγει ο Πρωθυπουργός Α. Τσίπρα Τον καθιστούν στα μάτια πολλών ακατάλληλο για την προεδρία της Επιτροπής, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ένωση και με ελάχιστη ενσυναίσθηση για τα προβλήματα του Ευρωπαϊκού Νότου.
*Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών