Του Tim Bale*
Τον Απρίλιο του 1916, μια ομάδα Ιρλανδών Ρεπουμπλικάνων κατέλαβε μεγάλο μέρος του κέντρου του Δουβλίνου και κήρυξε ανεξαρτησία. Η βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα.
Έστειλε χιλιάδες στρατιώτες για να αποκαταστήσει την τάξη και, όταν η εξέγερση κατεστάλη, εκτέλεσε τους αρχηγούς της. Παρόλο που η Εξέγερση του Πάσχα απέτυχε να τερματίσει την βρετανική κυριαρχία, κατάφερε να αναζωογονήσει το ιρλανδικό κίνημα ανεξαρτησίας, μια προσπάθεια που κορυφώθηκε στο Ελεύθερο Κράτος της Ιρλανδίας έξι χρόνια αργότερα. Λίγους μήνες μετά την εξέγερση, ο ποιητής W. B. Yeats έγραψε ότι τα πράγματα ήταν «Όλα αλλαγμένα, αλλαγμένα τελείως: Μια φοβερή ομορφιά γεννιέται».
Μετά από μερικά από τα χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα που έχει βιώσει ποτέ, το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα, η παλαιότερη και πιο επιτυχημένη πολιτική δύναμη της χώρας, ίσως να αισθάνεται σαν να είναι παγιδευμένο στο ποίημα του Yeats.
Το νεόκοπο κόμμα του Nigel Farage -μια τρομερή ομορφιά, αν υπήρξε ποτέ μια τέτοια- εξευτέλισε τους κυβερνώντες Συντηρητικούς στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον περασμένο μήνα και τώρα βρίσκεται μπροστά από τους Tories στις δημοσκοπήσεις για τις επόμενες γενικές εκλογές. Σε αυτή την πυρετώδη ατμόσφαιρα, οι Συντηρητικοί επιλέγουν τον επόμενο ηγέτη τους και επόμενο πρωθυπουργό της χώρας, προσευχόμενοι ότι μπορεί να γυρίσει τα πράγματα.
ΤΟ ΡΙΞΙΜΟ ΤΗΣ ΖΑΡΙΑΣ
Πριν από τρία χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε, 52% υπέρ έναντι 48%, να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το σοκαριστικό αποτέλεσμα πυροδότησε την παραίτηση του David Cameron, του ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος και πρωθυπουργού που διενήργησε το δημοψήφισμα, στοιχηματίζοντας ότι οι ψήφοι υπέρ της παραμονής [στην ΕΕ] θα επέλυαν τελικά τα επιχειρήματα για την Ευρώπη που είχαν διχάσει το κόμμα του για δεκαετίες.
Ο Μπόρις Τζόνσον, πρώην δήμαρχος του Λονδίνου και ένας από πολλούς υψηλού προφίλ συντηρητικούς πολιτικούς, οι οποίοι βγήκαν εναντίον της γραμμής της κυβέρνησής τους, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκστρατεία υπέρ του «εκτός». Ο Johnson και οι συνάδελφοί του Brexiteers, μαζί με τον μακρόχρονο σύμμαχο του Cameron, Michael Gove, υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους ότι, με το να φύγουν από την ΕΕ, θα μπορούσαν να «αναλάβουν πάλι τον έλεγχο» [της χώρας], κυρίως στα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και στα δισεκατομμύρια λίρες που η χώρα πλήρωνε κάθε χρόνο στις Βρυξέλλες.
Υποβάθμισαν τους οικονομικούς κινδύνους του Brexit, υποδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε γρήγορα να συνάψει συμφωνία με την ΕΕ, η οποία θα επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, διατηρώντας όλα τα πλεονεκτήματα της ιδιότητας του μέλους χωρίς κανένα επακόλουθο κόστος.
Μετά τη νίκη του «εκτός», πολλοί ανέμεναν ότι ο Johnson θα διαδεχόταν τον Cameron αμέσως. Όμως, ο Gove, πρώην σύμμαχος του Johnson, τον μαχαίρωσε πισώπλατα και η Theresa May, η υπουργός Εσωτερικών του Cameron, η οποία είχε αποστασιοποιηθεί με κάθε τρόπο από την εκστρατεία του δημοψηφίσματος, έγινε η νικήτρια σχεδόν εξ ορισμού. Αφότου η Μέι κέρδισε την ψηφοφορία στην κοινοβουλευτική ομάδα, ο εναπομείναν αντίπαλός της εγκατέλειψε, απαλλάσσοντάς την από την ανάγκη να αντιμετωπίσει μια εκλογή μεταξύ των μελών του Συντηρητικού Κόμματος.
Η αποτυχία του κόμματος να δοκιμάσει στην πράξη τον νέο ηγέτη του είχε εξαιρετικά επιζήμιες συνέπειες όταν, την άνοιξη του 2017, η Μέι προκήρυξε πρόωρες γενικές εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι θα κέρδιζε μια μεγάλη πλειοψηφία και έτσι θα μείωνε την εξάρτησή της από τους σκληρούς βουλευτές των Tory για τους οποίους ακόμη και η εκδοχή του Brexit που εκείνη είχε υποσχεθεί -η οποία περιελάμβανε την αποχώρηση από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ- δεν σηματοδοτούσε έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό από τις Βρυξέλλες.
Αλλά η Μέι αποδείχθηκε κακή για προεκλογική εκστρατεία και το μανιφέστο του κόμματος, το οποίο συνέθεσαν οι ανώτεροι σύμβουλοί της με λίγη ή καθόλου διαβούλευση με το υπουργικό συμβούλιό της, φάνηκε να προσφέρει ελάχιστη ή καθόλου ανακούφιση από την οικονομική λιτότητα που είχαν επιβάλλει οι κυβερνητικοί συντηρητικοί από το 2010.
Η καταστροφική εκστρατεία της Μέι κατόρθωσε να κάνει τους Τόρις να χάσουν την πλειοψηφία, αναγκάζοντας το κόμμα να στηριχθεί στο μικροσκοπικό Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας για να παραμείνει στην εξουσία. Επίσης, οι εκλογές ενίσχυσαν, αντί να αποφύγουν, την ανάγκη να γοητευθούν οι Tory που τάσσονταν ακραία υπέρ του Brexit, κυρίως επειδή αντί γι’ αυτό η Μέι παρέμενε αποφασισμένη να μην προσπαθήσει να κερδίσει μια συνεργασία με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η Μέι κατέληξε σε συμφωνία με τα υπόλοιπα 27 μέλη της ΕΕ, αλλά σύντομα έγινε φανερό ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να περάσει την συμφωνία της από το κοινοβούλιο και ότι, ακόμα και αν με κάποιο θαύμα τετραγώνιζε τον κύκλο, η διαδικασία είχε δημιουργήσει τόσες έχθρες που το κόμμα της θα την εξανάγκαζε να φύγει αργά ή γρήγορα.
Δεν υπήρξε θαύμα. Η συνέχιση, έστω και προσωρινά, μιας τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ προκειμένου να αποφευχθεί η αποκατάσταση ενός αυστηρού συνόρου μεταξύ της Ιρλανδίας (κράτους-μέλους της ΕΕ) και της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας αποδείχθηκε απαράδεκτη για μια μικρή αλλά αποφασιστική ομάδα ακραίων υπέρ του Brexit, οι οποίοι ψήφισαν επανειλημμένα εναντίον της συμφωνίας της Μέι. Σύντομα προσχώρησαν αρκετοί υπουργοί που θεωρούσαν ότι η συμφωνία ήταν προδοσία του Brexit, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων (κι ο Johnson μεταξύ τους) που σύντομα θα αμιλλώντο για να την αντικαταστήσουν.
*Kαθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Queen Mary στο Λονδίνο.
** Αναδημοσίευση από foreignaffairs.gr