Του Αντώνη Κεφαλά
Το κρίσιμο ερώτημα για την χώρα εστιάζεται στο μίγμα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί την επομένη των εκλογών από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Το 2004 ακολουθήθηκε η καταστρεπτική επιλογή της «ήπιας προσαρμογής», δηλαδή, ουσιαστικά της απραξίας.
Από την «επανίδρυση του κράτους» και την «μηδενική ανοχή στην διαφθορά», φτάσαμε έτσι με περίσσεια ευκολία στο «λεφτά υπάρχουν» και την χρεοκοπία. Σήμερα, μηδενικά είναι μόνο τα περιθώρια για λάθη.
Το πεδίο είναι ναρκοθετημένο: πασιφανής δημοσιονομική εκτροπή, υποτονική επενδυτική δραστηριότητα, αγορά στραγγαλισμένη από την αφερεγγυότητα του δημοσίου («δεν πληρώνω»), ελλειμματικές δημόσιες επιχειρήσεις (με την ΔΕΗ να αποτελεί συστημικό κίνδυνο και τον ενεργειακό σχεδιασμό στον αέρα), σύστημα υγείας σε πλήρη ανεπάρκεια και συνταξιοδοτικό που παραμένει ουσιαστικά χρεοκοπημένο – καθώς είναι τεράστιες οι μελλοντικές απαιτήσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν τα χρήματα.
Σ’ αυτό το ναρκοπέδιο προστίθενται οι βαθιές πληγές που έχει υποστεί η Δικαιοσύνη --αλλά και ευρύτερα όλο το πλέγμα των ανεξάρτητων αρχών και θεσμών, γεγονός που κάνει την αντιμετώπιση της κρίσης ακόμη πιο δύσκολη.
Σε αυτό το μαύρο περιβάλλον, αχτίδα ελπίδας προσφέρει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Όχι, με την έκβαση της στήριξης της Νέας Δημοκρατίας αλλά με την απόρριψη εκ μέρους των πολιτών της πολιτικής των παροχών και επιδομάτων και της τακτικής του διχασμού.
Για πρώτη φορά στην εποχή της μεταπολίτευσης, η ελληνική κοινωνία δείχνει σημάδια ότι κατανοεί τα προβλήματα της επίπλαστης ευμάρειας και σταδιακά αναγνωρίζει την αξία της δουλειάς και της συνέπειας, την αξία της ανάπτυξης και της επίλυσης των γόρδιων δεσμών που κρατούν την Ελλάδα πίσω.
Η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας δείχνει με σαφήνεια ότι ο εκσυγχρονισμός/μετασχηματισμός της κοινωνίας μας δεν είναι ποτέ ομαλός: είναι σαν να κινούμαστε πάνω σε μία σκάλα που αποτελείται μόνο από πλατύσκαλα. Άλλοτε ανεβαίνουμε ένα σκαλί και μετά μένουμε εκεί, περπατώντας στο ίδιο μέρος.
Άλλοτε ανεβαίνουμε και ένα δεύτερο και άλλοτε πάλι, οπισθοδρομούμε, κατεβαίνοντας σκαλί. Καταφέραμε, έτσι, οι πελατειακές σχέσεις να υπονομεύσουν την εκσυγχρονιστική επίδραση των νεωτερικών κατακτήσεων και να αντιλαμβανόμαστε την Ελλάδα ως μία ιδιόμορφη περίπτωση –τουλάχιστον του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Στον καμβά αυτόν θα πρέπει να δουλέψει η αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. και, μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει πως δεν έχει χρόνο. Οι δυνάμεις που καταβαράθρωσαν την χώρα στο απατηλό διχαστικό δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», όταν η εναλλακτική αυτή δεν υπήρχε, δεν θα αργήσουν να ξεσηκωθούν. Ο μήνας του μέλιτος για το νέο πρωθυπουργό είναι ένα τρίμηνο, το πολύ ένα εξάμηνο.
Στο άρθρο αυτό επιλέγουμε να ασχοληθούμε με δύο από τις νάρκες. Ειδικά, στην οικονομία, δύο είναι τα απόλυτα κρίσιμα θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα: η δημοσιονομική απειθαρχία και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ευτυχώς υπάρχει δίαυλος για να αντιμετωπιστούν ως ένα βαθμό από κοινού.
Η αφετηρία βρίσκεται σ’ ένα χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: την αδυναμία της εγχώριας αποταμίευσης να χρηματοδοτήσει εκείνο το ύψος των επενδύσεων που φέρνει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Για τον λόγο αυτό είναι χίμαιρα να πιστεύουμε πως μπορούμε να πιάσουμε και να συντηρήσουμε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 4% -5% κατ’ ελάχιστον χωρίς την εισροή ξένων άμεσων (greenfield) επενδύσεων.
Ως προς το δημοσιονομικό, το πρόβλημα είναι διττό: (α) η αδυναμία επίτευξης φέτος πρωτογενούς μνημονιακού πρωτογενούς πλεονάσματος ίσο με 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς την επείγουσα λήψη μέτρων που θα δημιουργήσουν πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα και θα οδηγήσουν την οικονομία σε νέα ύφεση, και, (β) η ανάγκη να αναθεωρηθεί αυτός ο στόχος, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας που να έχει περάσει σε φάση ανάπτυξης με μόνιμα τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Μετά την λειτουργική ανικανότητα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και την ιδεολογική τύφλωση του ΣΥΡΙΖΑ, η νέος πρωθυπουργός οφείλει να χρησιμοποιήσει ένα φάσμα επιχειρημάτων προκειμένου να πετύχει για το 2019 την αποδοχή των εταίρων για την απόκλιση από τον στόχο του 3,5%. Το πολιτικό/κοινωνικό επιχείρημα είναι το ισχυρότερο: θα είναι βραχύβια η νέα κυβέρνηση αν ρίξει την χώρα σε νέα ύφεση—πράγμα που θα συμβεί αν ληφθούν περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα προκειμένου να τηρηθεί η μνημονιακή υποχρέωση.
Ταυτόχρονα, η νέα κυβέρνηση οφείλει να ανοίξει ξανά την διαπραγμάτευση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επόμενα χρόνια. Στην συγκεκριμένη προκειμένου να συμφωνήσουν οι εταίροι σε αναθεώρηση του στόχου η νέα κυβέρνηση έχει ένα άλλο λογικά ακαταμάχητο επιχείρημα.
Συγκεκριμένα, την πρόταση να υιοθετηθεί νέος στόχος ύψους 2,5% (αντί για 3,5%) με την βασική προϋπόθεση ότι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων θα εκτελείται χωρίς καμία απόκλιση, προσαυξημένο κάθε φορά κατά την μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ που είναι η διαφορά ανάμεσα στους δύο στόχους—τον μνημονιακό και το νέο του 2,5% του ΑΕΠ.
Ως προς τις ξένες επενδύσεις, η στόχευση σε πρώτο στάδιο δεν είναι η φορολογία ή και η γραφειοκρατία. Και τα δύο αποτελούν βασικά εμπόδια για το ξένο κεφάλαιο και η κυβέρνηση οφείλει να τα αντιμετωπίσει άμεσα και ρηξικέλευθα. Προηγείται, όμως, ένα τρίτο: η απονομή δικαιοσύνης που γίνεται με τεράστια καθυστέρηση και από δικαστές που δεν καταλαβαίνουν ούτε τα βασικά στοιχεία ενός ισολογισμού. Ξένοι επενδυτές υπογραμμίζουν ότι λαμβάνουν υπόψη τους και την φορολογία και την γραφειοκρατία και ενσωματώνουν αμφότερα στα σχέδια τους.
Δεν μπορούν, όμως, να προγραμματίσουν την τεράστια καθυστέρηση στην επίλυση δικαστικών διαφορών σε συνδυασμό με την οικονομική αγραμματοσύνη των Ελλήνων δικαστών. Στην ουσία, οι ξένοι επενδυτές μας εγκαλούν για έλλειμμα στο κράτος δικαίου κι αυτή είναι μομφή που αν δεν αρθεί επενδύσεις στον παραγωγικό ιστό δεν θα δούμε.
Στην καλύτερη περίπτωση να υπάρξει μία ακόμη έξαρση στον τουριστικό τομέα καθώς και άνοδος των επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Δυστυχώς, η εμπειρία έχει δείξει ότι κανένα από τα δυο δεν βελτιώνει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα και δεν εισάγει τεχνολογική πρόοδο.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση θα όφειλε να επιλέξει περίπου 150 δικαστικούς, να τους εκπαιδεύσει ταχύρρυθμα για ένα τρίμηνο στις βασικές αρχές της οικονομίας και της λογιστικής και να δημιουργήσει έτσι τον πυρήνα ενός σώματος που θα αναλαμβάνει την ταχεία και με γνώση δικαστική επίλυση οικονομικών θεμάτων που άπτονται των επενδύσεων και του τραπεζικού συστήματος.
Οι νάρκες που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολλές και επικίνδυνες. Δεν έτυχαν. Τοποθετήθηκαν σκόπιμα και συνάδουν με τις στρατηγικές και τακτικές που ορίζει η ιδεολογία του κόμματος. Θα είναι μέγα λάθος της νέας κυβέρνησης της Ν.Δ. αν θεωρήσει πως η μάχη δεν θα πρέπει τώρα πια να μεταφερθεί και στο πεδίο των ιδεών και των αξιών.