Του Γιάννη Μαρίνου*
Από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους οι πολιτικές ηγεσίες μας επέλεγαν κατά κανόνα την πλέον συμφέρουσα το Έθνος πλευρά στις συμμαχίες τους, με απτό αποτέλεσμα τη βαθμιαία εδαφική μεγιστοποίηση της Ελλάδας στα σημερινά σύνορα.
Όμως υπήρξαν απρόσεκτες έως ενδοτικές σε κάποιες εθνικά ασύμφορες πιέσεις των συμμάχων μας. Χαρακτηριστικότερη είναι η ελληνική αδράνεια στην εδραίωση του Μακεδονικού, την ιμπεριαλιστική διάσταση του οποίου συνέλαβε και επέβαλε ο στρατάρχης Τίτο, πείθοντας τον Στάλιν και τον Δημητρόφ για τη δημιουργία Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στην οποία θα περιλαμβανόταν και η ελληνική Μακεδονία.
Στην υλοποίηση αυτής της επιδίωξης συνέπραξε δυστυχώς και το ημέτερο Κομμουνιστικό Κόμμα, υποτασσόμενο στις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), στις διαταγές της οποίας ήταν υποχρεωμένο να υποκύπτει.
Σε πρώτη φάση η υλοποίηση της επιδίωξης αυτής δρομολογήθηκε με σύμπραξη Τίτο και ΚΚΕ, στις τάξεις του οποίου εντάχθηκαν και οι Σλαβομακεδόνες. Τραγική συνέπεια ήταν ο πολυαίματος εμφύλιος πόλεμος στη Βόρεια Ελλάδα και οι εκτελέσεις των αριστερών ανταρτών ως προδοτών, αφού μάχονταν για απόσπαση εθνικού εδάφους υπέρ άλλης χώρας.
Οι συνθήκες άλλαξαν όταν ο στρατάρχης Τίτο απέκοψε τη Γιουγκοσλαβία από το ηγεμονικό άρμα της Μόσχας, ακολουθώντας ανεξάρτητη πολιτική, την οποία αξιοποίησαν οι δυτικές δυνάμεις και το ΝΑΤΟ παρέχοντάς του στήριξη, μολονότι δεν έπαψε να κυβερνά τη Γιουγκοσλαβία ως κομμουνιστής ηγέτης. Διπλό αποτέλεσμα: σταμάτησε η στήριξη του Τίτο στον Δημοκρατικό Στρατό και έκλεισαν τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας όπου αναζητούσαν καταφύγιο οι Έλληνες αντάρτες και από όπου εξοπλίζονταν.
Όμως αυτή η θετική έκβαση, η οποία συνετέλεσε αποφασιστικά στη νικηφόρα έκβαση του Εμφυλίου υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας μας, είχε και μία αρνητική παρενέργεια, η οποία αφέθηκε να λειτουργεί ως γάγγραινα. Οι δυτικοί σύμμαχοι μας πίεσαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν να μην αντιδρούν στην προσπάθεια υλοποίησης του ονείρου του Τίτο για τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Έτσι ο φιλόδοξος στρατάρχης και οι περί αυτόν Σλαβομακεδόνες οργάνωσαν μεθοδικά τη διάδοση του αλυτρωτισμού των Σλαβομακεδόνων, που σύντομα εξελίχθηκαν σε σκέτους Μακεδόνες, αξιοποιώντας και τους ομογενείς τους ανά την υφήλιο και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Έτσι, χάρη στην ανοχή και στην αδράνεια της ελληνικής πλευράς, κάτω από την πίεση των ατλαντικών συμμάχων μας και προς χάριν του αποστάτη της Κομιντέρν, Τίτο, το πρόβλημα πήρε τις διαστάσεις που το ανέδειξαν τελικά σε μείζονα αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Όμως ήταν πια αρκετά αργά όταν η πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας ανακηρύχτηκε σε ανεξάρτητο κράτος.
Οι εν συνεχεία ατυχείς χειρισμοί από την ελληνική πλευρά επέτρεψαν να παγιωθεί διεθνώς η ύπαρξη του κράτους της Μακεδονίας και της μακεδονικής εθνικότητας και γλώσσας. Και δυστυχώς στις σχετικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση Τσίπρα υπέκυψε και πάλι στην πίεση της δυτικής συμμαχίας για αναγνώριση του κράτους της Μακεδονίας προκειμένου να το αποσπάσει από τις αγκάλες της Ρωσίας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι αποτέλεσμα αυτής της ολέθριας πίεσης των δυτικών συμμάχων μας. Αλλά δεν είναι και η μόνη, όπως θα δούμε σε προσεχές σημείωμα μας και η οποία αφορά την πολύ πιο επικίνδυνη Τουρκία.
*Πρώην ευρωβουλευτής, διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου και νυν αρθρογράφος στο Βήμα της Κυριακής