Του Γιάννη Μαρίνου
Ο επιζήμιος για τα εθνικά μας συμφέροντα επηρεασμός των δυτικών μας συμμάχων σε ό,τι αφορά την κατάληξη του Μακεδονικού στην ενδοτική προς τους Σλαβομακεδόνες Συμφωνία των Πρεσπών, υπήρξε διαχρονικά ακόμα πιο βαθύς και εν πολλοίς ανήκεστος σε ό,τι αφορά τη θέση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης στον εθνικό μας κορμό.
Η μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένταξη της Βουλγαρίας στο κομμουνιστικό μπλοκ την είχε καταστήσει και πάλι ισχυρό παίκτη στην προσπάθεια υλοποίησης του σλαβικού ονείρου για έξοδο στο Αιγαίο. Και σε αυτό επιδιώχθηκε να αξιοποιηθεί η εθνική καταγωγή των Πομάκων της Θράκης, που εθεωρείτο ότι έχει βουλγαρικές ρίζες.
Έτσι, οι ελληνικές κυβερνήσεις αφενός έκλεισαν ουσιαστικά τα προς Βουλγαρία σύνορα προκειμένου να αποτρέψουν τη σχετική βουλγαρική διείσδυση, αφετέρου παρεμπόδισαν με κάθε τρόπο την αναπαραγωγή και διάδοση του πομακικού γλωσσικού ιδιώματος, που συντηρείται μεταδιδόμενο από στόμα σε στόμα.
Για την καταπολέμηση της πομακικής γλώσσας επελέγη ανοήτως ο εκτουρκισμός των Πομάκων. Έτσι, οι μουσουλμάνοι μαθητές υποχρεώθηκαν να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα με το πρόσχημα της ανάγνωσης των μουσουλμανικών ιερών κειμένων (οι Πομάκοι είναι μουσουλμανικού θρησκεύματος), αφέθηκε δε το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής ασύδοτο, με σχετική προπαγάνδα και οικονομικές παροχές, να μετασχηματίσει την πομακική μειονότητα σε τουρκική (λέγεται ότι επί συνόλου 150.000 περίπου μουσουλμάνων της Θράκης οι 100.000 είναι τουρκογενείς, οι 40.000 είναι Πομάκοι και οι 10.000 είναι γύφτοι).
Μάταια προσπάθησε το Γ’ Σώμα Στρατού, μια ομάδα πομάκων εκπαιδευτικών, με γενναία χρηματοδότηση του επιχειρηματία Πρόδρομου Εμφιετζόγλου και τη σθεναρή στήριξη του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» να αναδείξουν την πομακική γλώσσα και ως γραπτή σε μια ανώφελη, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια να αποτρέψουν τον εκτουρκισμό της πομακικής μειονότητας.
Το ημέτερον υπουργείο Εξωτερικών υπό τη Νατοϊκή επιρροή πολέμησε λυσσωδώς αυτή την προσπάθεια στρέφοντας έτσι τους Πομάκους στις αγκάλες της Τουρκίας ως στρατηγικής συμμάχου του ΝΑΤΟ και της Ελλάδας. Προς την κατεύθυνση αυτή αξιοποιήθηκε και η κοινή μουσουλμανική θρησκεία τουρκογενών και πομάκων, οι μουφτήδες της οποίας είναι όλοι τουρκικής καταγωγής. Τη σχετική εξάρτηση των πομάκων από τους μουφτήδες εξασφάλισε και η ισχύς του δικαίου της Σαρίας (υπό το καθεστώς της οι οικογενειακές και κληρονομικές σχέσεις διέπονται από τους μισογυνικούς κανόνες τους Ισλάμ), την οποία αφρόνως επιμέναμε μέχρι πρότινος να επιβάλουμε στη μουσουλμανική μειονότητα, όταν ακόμη και στην Τουρκία έχει προ πολλού καταργηθεί.
Έτσι προέκυψε το 1991 το μειονοτικό κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ), το οποίο βαθμιαία αύξησε αλματωδώς την επιρροή του και στις πρόσφατες ευρωεκλογές σάρωσε στη Ροδόπη και στην Ξάνθη. Ήλθε πρώτο εξ όλων των άλλων κομμάτων, ενισχύοντας έτσι ακόμη περισσότερο τη διεκδίκηση από τον Ερντογάν της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής με την προοπτική μελλοντικής αποσχιστικής πρωτοβουλίας στην οποία θα βρεθούμε αμυνόμενοι.
Θύματα και πάλι της ολέθριας μυωπικής μας πολιτικής και του μικροκομματισμού στην περιοχή, που άφησε να περιέλθει σχεδόν όλη η μουσουλμανική μειονότητα στην τουρκική επιρροή. Απώτερος στόχος θα είναι η επιδίωξη της αυτονομίας της ενιαίας πια μουσουλμανικής μειονότητας που θα μεταβάλει την ελληνική Θράκη σε τουρκικό προτεκτοράτο.