Οι εκλογές έγιναν και η χώρα γυρίζει σελίδα, με μια νέα κυβέρνηση που θα οριστεί πιθανώς και αύριο. Οι ρόλοι αλλάζουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει την εξουσία και πρέπει τώρα να κάνει πράξη τα όσα υποσχέθηκε και να καλύψει προσδοκίες που, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των εκλογών αλλά και τη συμπεριφορά των αγορών που προεξόφλησαν την άνετη νίκη του, είναι μεγάλες.
Προφανώς, μέριμνα της κυβέρνησής του θα πρέπει να είναι από την αρχή κιόλας η περαιτέρω τόνωση του επενδυτικού κλίματος, κατά πάσα πιθανότητα και με την κατά το δυνατόν επίσπευση των εκκρεμών θεμάτων, για τη μεγάλη επένδυση του Ελληνικού, που πολλοί θεωρούν ότι είναι η πλέον κατάλληλη για να δώσει πραγματικά ισχυρό σήμα στους επενδυτές του εξωτερικού.
Πολλά θα κριθούν από την αποφασιστικότητα που θα επιδείξει ο κ. Μητσοτάκης όσον αφορά τη συγκρότηση μιας αποτελεσματικής κυβέρνησης με πρόσωπα ικανά, που να έχουν διάθεση για ανατροπές και καινοτομίες. Μετά το ισχυρό αποτέλεσμα που κατέγραψε η Νέα Δημοκρατία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό την επίδραση της «τήρησης ισορροπιών», που ούτως ή άλλως υποχρεωτικά πρέπει να προσέχει ο αρχηγός ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος.
Ελπίζουμε ότι θα το τολμήσει, επιλέγοντας ανθρώπους που να ασπάζονται πράγματι μια πιο σύγχρονη αντίληψη για την επιχειρηματικότητα και τη λειτουργία του κράτους. Διότι, κακά τα ψέματα, ως τώρα ο περίφημος «κρατισμός» αποτελεί κοινό σημείο της πρακτικής όλων των ελληνικών κομμάτων εξουσίας, για ευνόητους… ρουσφετολογικούς και εξουσιαστικούς λόγους.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του κράτους, όμως, σπουδαίες αλλαγές δεν πρόκειται να υπάρξουν, αν δεν αλλάξει το καθεστώς που επικρατεί στις μεσαίες βαθμίδες της Δημόσιας Διοίκησης, εκεί δηλαδή που οι μηχανισμοί διαιωνίζονται ανεξαρτήτως των εναλλαγών στην κορυφή της πυραμίδας.
Πολλά λοιπόν θα κριθούν από την αποφασιστικότητα του κ. Μητσοτάκη και στο εσωτερικό ενός κόμματος, που χαρακτηρίζεται από ισχυρές «βαρονίες», αλλά και από τη διπλωματικότητά του στην προώθηση αλλαγών που δεν μπορούν να περάσουν χωρίς ευρύτερες κοινωνικές (αν όχι πολιτικές) συναινέσεις.
Κι ακόμη περισσότερα, από το αν η ανάπτυξη που όλοι ελπίζουν ότι θα έρθει, θα αφορά την πλειονότητα του ελληνικού λαού, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο.
Θα ήταν ωστόσο άδικο να μη σημειώσουμε ότι πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από το διεθνές περιβάλλον. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα έχει να κάνει με νέα πρόσωπα και συσχετισμούς στην ηγεσία της Ευρώπης, με την εν δυνάμει απειλή της Τουρκίας, αλλά και με ένα γενικότερο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, που διακρίνεται πλέον για την αβεβαιότητά του.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, η επόμενη μέρα αφορά τη δημιουργία του… ΣΥΡΙΖΑ 3.0, τον επόμενο δηλαδή μετασχηματισμό ενός κόμματος που ελάχιστη σχέση έχει πλέον, τουλάχιστον σε επίπεδο κορυφής και πολιτικών επιλογών, με το 2014, το 2015, ακόμη και το 2016. Άλλωστε πρακτικά το προανήγγειλε το βράδυ της Κυριακής, καθιστώντας πλέον ευρύτερα αντιληπτό ότι ως πολυσυλλεκτικό κόμμα, οφείλει να έχει όχι μόνο εκλογική απήχηση αλλά και συνεχή επαφή με τα ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που του προσέφεραν εκλογικές νίκες, κι εχθές την καθιέρωσή του ως ενός από τους δύο μεγάλους πολιτικούς πόλους.
Στην τετραετία της εξουσίας, αποδείχτηκε περίτρανα ότι όσο κι αν θεριέψουν τα ποσοστά ενός κόμματος στην αντιπολίτευση, η εξουσία απαιτεί μηχανισμούς και «δεξαμενές στελεχών» που σπανίως αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς.
Η λειψανδρία ήταν λοιπόν (και παραμένει) από τα κύρια χαρακτηριστικά του κυβερνητικού αλλά και του κομματικού μηχανισμού, με δυσμενή αποτελέσματα στην άσκηση πολιτικής, αλλά και στους εκλογικούς αγώνες στους οποίους κατέβηκε ως κυβέρνηση πλέον, κι όχι ως αντιπολίτευση.
Η ήττα δεν ήταν ασφαλώς αναπάντεχη, μετά από μια 4ετία στην οποία έγιναν πολλές θυσίες από την πλευρά των πολιτών, όσο κι αν έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Οι παροχές του 2019 ήταν απλώς ασπιρίνη. Και η «εκδίκηση» της μεσαίας τάξης, που δεν είδε θετικές αλλαγές, ήταν αναμενόμενη. Το εύρος της διαφοράς με τον νικητή όμως αναδεικνύει τα φαινόμενα που αναφέραμε παραπάνω.
Ως κόμμα προερχόμενο από την περιοχή του 3-4%, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να μην έχει μηχανισμούς που να φτάνουν στη «ρίζα» της κοινωνίας, κάτι που αποδείχτηκε άλλωστε περίτρανα στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι συνθήκες όμως στις οποίες κυβέρνησε, αλλά και η κλειστή, «σεκταριστική» νοοτροπία πολλών στελεχώ του, δεν επέτρεψε ούτε το «μπόλιασμα» με νέο αίμα σε υψηλότερα επίπεδα.
Από την επιτυχία αυτού του μετασχηματισμού, σε όλο το εύρος της πυραμίδας, από τη «βάση» ως την κορυφή, αλλά και από τον εκσυγχρονισμό του σε ιδεολογικό επίπεδο, θα κριθεί εν πολλοίς και το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να καθιερωθεί μεσομακροπρόθεσμα ως ισχυρός πόλος στο πολιτικό σύστημα και ως εν δυνάμει διεκδικητής της εξουσίας, με τη μορφή ενός «νέας κοπής» σοσιαλδημοκρατικού πολυσυλλεκτικού κόμματος.
Την ευκαιρία αυτή του την προσφέρει βεβαίως η πορεία του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ με τη μορφή σήμερα του ΚΙΝΑΛ, η εκλογική επίδραση του οποίου, παρότι αυξημένη σε σχέση με τις εκλογές του 2015, το καθιστά πλέον καθιερωμένο δευτεραγωνιστή, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και βεβαίως πρώτο στόχο για περαιτέρω ενσωμάτωση.
Εάν μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενισχύσει περαιτέρω τη στροφή της Νέας Δημοκρατίας προς το κέντρο (μια στρατηγική απαραίτητη καθώς είναι εμφανές ότι προς τα δεξιά κυοφορούνται συνεχώς νέα σχήματα), δεν αποκλείεται οι συμπληγάδες να αποδειχθούν μοιραίες για την περαιτέρω επιβίωση του ΚΙΝΑΛ.
*Αναδημοσίευση από euro2day.gr