Η Ελλάδα επέστρεψε στις παραδοσιακές πολιτικές νόρμες. Μια χώρα η οποία πριν από τέσσερα χρόνια είχε βυθιστεί σε μια κρίση τόσο βαθιά, που έδειχνε έτοιμη να βγει εκτός ευρωζώνης, έγινε μια από τις πρώτες στην Ευρώπη που γυρίζουν την πλάτη στον λαϊκισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ακροαριστερό κόμμα που επέλεξε τελικά να συμφωνήσει στα μέτρα λιτότητας της Ε.Ε. και να στηρίξει πιο μετριοπαθείς πολιτικές, ηττήθηκε στις εκλογές από την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή δεν κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο. Πρόκειται για μια εκπληκτική μεταλλαγή. Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να κρύψει το μέγεθος των υφιστάμενων προκλήσεων.
Η απόλυτη πλειοψηφία των 158 εδρών που κέρδισε η Νέα Δημοκρατία δίνει στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ελευθερία κινήσεων, τουλάχιστον στα χαρτιά, για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Απόφοιτος του Harvard και πρώην σύμβουλος στη McKinsey, έχει ισχυρά διαπιστευτήρια ως οικονομικός μεταρρυθμιστής. Αλλά ως γιος πρώην πρωθυπουργού και έχοντας διατελέσει ο ίδιος υπουργός σε μνημονιακή κυβέρνηση, αποτελεί τέκνο της παλιάς πολιτικής τάξης και έχει διαδραματίσει ρόλο στα λάθη του παρελθόντος.
Αυτός και η ομάδα του πρέπει να δείξουν πως μπορούν να αδράξουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα καινούργιο μέλλον, μέσα από βαθιές θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η περιφρούρηση της ανεξαρτησίας θεσμών όπως η κεντρική τράπεζα, η στατιστική υπηρεσία και η επιτροπή ανταγωνισμού πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση, μετά από χρόνια παρεμβάσεων και επιθέσεων από προηγούμενες κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας.
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα των δαπανών, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η επανεκκίνηση των στάσιμων έργων υποδομής πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν γρήγορα, ώστε να μειώσει η Ελλάδα την εξάρτησή της από τον τουρισμό και να εκσυγχρονίσει την επιρρεπή στις κρίσεις οικονομία.
Η Νέα Δημοκρατία θα επωφεληθεί από τη σχετική οικονομική σταθερότητα μετά από οκτώ χρόνια προγραμμάτων διάσωσης. Αλλά για να εξασφαλίσει την ευημερία και να οδηγήσει την οικονομία σε τροχιά υψηλότερης ανάπτυξης, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει βαθιά ριζωμένα προβλήματα φορολογικής συμμόρφωσης, ανελαστικότητας στις αγορές εργασίας και προϊόντων, αδύναμης παραγωγικότητας και ενός τραπεζικού τομέα που επιβαρύνεται από το φορτίο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τούτο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την καταπολέμηση του εδραιωμένου νεποτισμού και της διαφθοράς και θα απαιτήσει μεγάλη αποφασιστικότητα από τον εν πολλοίς πρωτόπειρο κ. Μητσοτάκη.
Κάνοντας δυναμικό ξεκίνημα στη θητεία του, ο κ. Μητσοτάκης ακύρωσε τη θερινή διακοπή των εργασιών της βουλής για να ξεκινήσει η ψήφιση των σημαντικότερων μεταρρυθμίσεων. Στην κυβέρνησή του, η σύνθεση της οποίας ανακοινώθηκε την πρώτη κιόλας μέρα, το υπουργείο Οικονομικών ανατέθηκε στον Χρήστο Σταϊκούρα -έναν τεχνοκράτη που στο παρελθόν είχε διατελέσει υφυπουργός Οικονομικών.
Η νέα κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει στην εφαρμογή βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων όπως οι περικοπές φόρων, η μείωση της γραφειοκρατίας και η αύξηση των ξένων επενδύσεων. Αλλά, όπως και ο κ. Tσίπρας πριν από αυτόν, ο νέος πρωθυπουργός θα αντιμετωπίσει σημαντικούς περιορισμούς στη δυνατότητά του να αλλάξει ουσιαστικά την οικονομική πολιτική.
Οι δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν πέρυσι στο πλαίσιο της ελάφρυνσης χρέους αναγκάζουν την Ελλάδα να επιτυγχάνει ένα δυσθεώρητο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022. Ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας ότι ήλπιζε να επαναδιαπραγματευτεί τον στόχο αυτό αλλά διαψεύστηκε από αξιωματούχους της ευρωζώνης την πρώτη μέρα που ανέλαβε καθήκοντα.
Η μείωση των δημοσιονομικών στόχων θα έδινε ώθηση στην ανάπτυξη και θα μείωνε το χρέος, αλλά μια τέτοια ευελιξία από τους πιστωτές είναι κάτι που πρέπει να κατακτηθεί.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη να θέσει προτεραιότητες, προωθώντας πρώτα μέτρα που ενισχύουν την απασχόληση, διευρύνουν τη φορολογική βάση και αυξάνουν τις επενδύσεις υπό τους υφιστάμενους περιορισμούς.
*Αναδημοσίευση από euro2day.gr