του Mark Pierini*
Το βράδυ της 5ης - 6ης Ιουλίου, ο Τούρκος πρόεδρος απέλυσε τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας. Αιτία αποτέλεσε η μακρόχρονη διαμάχη του αρχηγού του κράτους και των κατά σειρά διοικητών, σε θέματα επιτοκίων.
Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία πιθανότατα θα βιώσει μια ακόμη νομισματική κρίση- πέραν αυτής του χρέους, των αντιφατικών επιλογών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας αλλά και των νέων ισχυρών τάσεων στην εσωτερική πολιτική. Παρακολουθώντας το από απόσταση, η τουρκική ηγεσία ζει περισσότερο από ποτέ σε ένα αυτοδημιούργητο ‘φαινόμενο echo-chamber’ και θέτει τη χώρα σε τεράστιο κίνδυνο. Αυτό όμως είναι κάτι που μόνο οι Τούρκοι πολίτες μπορούν να λύσουν.
Η ετυμηγορία του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προς τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Μουράτ Τσετινκαγιά, ήταν ξεκάθαρη: «Στις συνεδριάσεις μας για την οικονομία, αρκετές φορές του είπαμε να μειώσει τα επιτόκια. Είπαμε ότι εάν τα επιτόκια πέσουν θα πέσει και ο πληθωρισμός. Δεν έκανε ότι έπρεπε.» Παρελθόν, λοιπόν, αποτελεί η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας μέσα από μόλις τρεις σύντομες φράσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ετυμηγορία των αγορών ήταν επίσης ξεκάθαρη: Τη Δευτέρα, μετά την ανακοίνωση το βράδυ της Παρασκευής, η αξία της τουρκικής λίρας μειώθηκε κατά 3% έναντι του δολαρίου και ο χρηματιστηριακός δείκτης της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε επίσης κατά 1,5%.
Αυτή η διαμάχη όμως δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Αντιθέτως, υπάρχει εδώ και χρόνια τόσο με τους κατά σειρά διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας όσο και με τους Υπουργούς Οικονομίας. Η σταθερή πεποίθηση του Προέδρου, ότι τα χαμηλά επιτόκια θα μειώσουν τον πληθωρισμό, καθίσταται αναξιόπιστη στις διεθνείς αγορές, και συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατή του κίνησης, τα πράγματα έγιναν χειρότερα.
Η αποχώρηση του Τσετινκαγιά αποτελεί πλήγμα για την ανεξαρτησία της τράπεζας, αφήνοντας την νομισματική πολιτική στα χέρια του Ερντογάν, με τον τελευταίο να τηρεί τις αρχές της ισλαμικής χρηματοδότησης, η οποία απαγορεύει την επιβολή τόκων. Αφήνει λοιπόν τον Υπουργό Οικονομικών - ο οποίος είναι και γαμπρός του - να ‘πλασάρει’ τις συνήθεις θεωρίες του περί συνωμοσίας των υποτιθέμενων εχθρικών δυνάμεων οι οποίες προσπαθούν να γονατίσουν τη χώρα. Οι ισλαμικές ρίζες όμως της πολιτικής αυτής περί μηδενικών επιτοκίων επιδεινώνουν την κατάσταση.
Εντούτοις, τέτοιου είδους αρρωστημένες - οικονομικές θεωρίες καθώς επίσης και μια συμπεριφορά ‘echo- chamber’ προκάλεσε αμηχανία αλλά και σαρκασμό από τους διεθνείς οικονομικούς κύκλους. Είναι πλέον εμφανές ότι ο μέσος πολίτης της Τουρκίας ή μέλος του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει χάσει την εμπιστοσύνη του. Ο Τσετινκαγιά είναι ο πρώτος διοικητής που απολύεται από το 1981, μια εποχή όπου μετά το πραξικόπημα του 1980, η Τουρκία ήταν υπό την ηγεσία του Στρατού.
Οι επιπτώσεις που προκαλούνται από αυτή την αναταραχή ποικίλουν. Στο σημερινό ‘one- man rule’ σύστημα , εναλλακτικές απόψεις ή πολιτικές επιλογές φαίνεται ότι δεν έχουν θέση στην Τουρκία. Όταν, παρά την κρισιμότητα του οικονομικού σκηνικού, η ηγεσία επιμένει σε μια παράλογη πολιτική, η οποία απορρίπτεται σθεναρά τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί πάση θυσία. Υπάρχουν και άλλα παρόμοια παραδείγματα εσφαλμένων πολιτικών, από ένα μεροληπτικό σύστημα δημοσίων συμβάσεων μέχρι την δημιουργία υποδομών και μεγάλων έργων αμφίβολης βιωσιμότητας. Ένα σύστημα, στο οποίο δεν υπάρχει κράτος δικαίου και οι γνώμες διαμαρτυρίας δεν είναι ανεκτές, δεν μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία σε ένα δρόμο σταθερότητας και ευημερίας.
Συμπωματικά (ή όχι), την αποπομπή του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ακολούθησε η παραίτηση του πρώην Τούρκου αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Αλί Μπαμπατζάν από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), με μια έντονα διατυπωμένη δήλωση: «Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Τουρκία χρειάζεται ένα νέο όραμα για το μέλλον της. Υπάρχει ανάγκη για σωστή ανάλυση σε κάθε τομέα, νέες αναπτυσσόμενες στρατηγικές, σχέδια και προγράμματα για τη χώρα μας… Μια νέα προσπάθεια για το παρόν και το μέλλον της Τουρκίας είναι αναπόφευκτη. Πολλοί συνάδελφοι μου όπως και εγώ αισθανόμαστε μεγάλη και ιστορική ευθύνη απέναντι σε αυτή την προσπάθεια».
Ο Αλί Μπαμπατζάν, ένας συντηρητικός πολιτικός με μια άκρως επιτυχημένη οικονομική πορεία, χαίρει διεθνής αξιοπιστίας. Βλέποντας το από απόσταση, η παραίτησή του μεταφέρει κι ένα απλό μήνυμα προς στους συμπολίτες του: η διόρθωση των λαθών της πολιτικής του παρελθόντος τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και σε αυτόν της διακυβέρνησης αλλά και των εξωτερικών σχέσεων, δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί με το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης.
Πολλοί, ειδικά στο ΑΚΡ τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες, έχουν προσπαθήσει να πείσουν την ηγεσία για την αναγκαιότητα ριζικών αλλαγών. Εντούτοις, φαίνεται να μην υπάρχει χώρος για διαφωνίες, αφού οι αντιρρήσεις τους για τις επικρατούσες πολιτικές επιλογές έχουν ούτε λίγο ούτε πολύ αγνοηθεί.
Τα προβλήματα της Τουρκίας όμως ξεπερνούν κατά πολύ τις ανησυχίες για την οικονομική της πολιτική. Μία ‘one-man’ προεδρία της Τουρκίας οδηγεί όλο και πιο συχνά σε ασυνεπείς επιλογές για θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Όσον αφορά την άμυνα: Αυτό το μήνα, η χώρα συμμετέχει στην νατοϊκή στρατιωτική άσκηση Sea Breeze στη Μαύρη Θάλασσα έξω από την Ουκρανία - μια επίδειξη δύναμης με στόχο την Μόσχα. Όμως, την ίδια στιγμή, η Άγκυρα διεξάγει ναυτικές ενέργειες μαζί με το ρωσικό πολεμικό ναυτικό και εγκαθιστά πυραύλους S400 στο έδαφός της.
Και η εξωτερική πολιτική όμως χαρακτηρίζεται από απότομες μεταστροφές. Ο πρόεδρος της Τουρκίας ήταν για πολλά χρόνια ένθερμος υπερασπιστής της Ουιγουρικής μειονότητα της Κίνας. Κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Κίνα όμως εντελώς απροσδόκητα χαρακτήρισε τις ζωές των Ουιγούρων ευτυχισμένες: «Είναι γεγονός ότι οι κάτοικοι όλων των εθνοτήτων στο Σιντσιάνγκ - επαρχία της Κίνας από όπου προέρχονται οι Ουιγούροι - ζουν ευτυχισμένοι υπό την ανάπτυξη και την ευημερία της Κίνας». Η ανάγκη της Τουρκίας τόσο για επενδύσεις όσο και για εμπόριο, καθώς και για να επιδείξει τη δημοτικότητα της ηγεσίας της στις μη-δυτικές χώρες, πιθανότατα εξηγεί αυτή την κίνηση.
Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν ότι η Τουρκία οφείλει να έχει καλές σχέσεις με όλες τις δυνάμεις στον κόσμο. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν θεμιτό αν κάποιες από αυτές τις δυνάμεις - όπως η Κίνα και η Ρωσία - δεν βρισκόντουσαν σε οικονομικό και στρατηγικό πόλεμο με τους συμμάχους της Τουρκίας στο παρελθόν, και εάν η οικονομία της Τουρκίας δεν ήταν τόσο εναρμονισμένη με εκείνη της Ε.Ε.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι ότι οι επιλογές του Ερντογάν μπορεί να επικρατήσουν μόνο εις βάρος μιας συνεχιζόμενης διάλυσης του κράτους δικαίου στη χώρα, ένα ατελείωτο κυνηγητό για τους πρώην συμμάχους του ΑΚΡ οι οποίοι υποστηρίζουν τον αυτοεξόριστο ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν καθώς επίσης και ένα ενισχυμένο αντι-Δυτικό αφήγημα. Όλες αυτές οι επιλογές όμως είναι βλαβερές τόσο για την πολιτική σταθερότητα της χώρας όσο και για την οικονομική και την διπλωματική κατάσταση. Η ηχηρή ήττα του ΑΚΡ στην επαναληπτικές δημαρχιακές εκλογές της Κωνσταντινούπολης στις 23 Ιουνίου δεν ήταν απλά ένας δυσάρεστος λανθασμένος υπολογισμός αλλά μια σαφής ένδειξη μιας βαθιάς επιθυμίας για σημαντικές πολιτικές αλλαγές.
Ομοίως, οι ηγέτες των συμμαχικών χωρών έχουν προσπαθήσει να μεταφέρουν μηνύματα αυτοσυγκράτησης όχι μόνο για την άμυνα αλλά και για την οικονομική πολιτική, τις πολιτικές δίκες και την ελευθερία της έκφρασης. Μονίμως αγνοούνται.
Προς το παρόν, το πολιτικό θρίλερ της Τουρκίας συνεχίζεται αμείωτο. Το πώς θα επιλύσει η ίδια τα προβλήματα της είναι κάτι που θα ειπωθεί από τους πολίτες της. Τα ερωτήματα είναι πόσο ακόμη μπορεί να βλάψει τη χώρα το σημερνό σύστημα διακυβέρνησης καθώς επίσης και πόσο χρονοβόρα και δαπανηρή θα είναι η επιδιόρθωση μιας τέτοιας καταστροφής.
*Επισκέπτης καθηγητής στο Carnegie Europe. Η έρευνα του εστιάζεται στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την Τουρκία από μια ευρωπαϊκή προοπτική.