Των Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Αιμίλου Γαλαριώτη και Μαριάννας Εσκαντάρ*
Η συνεισφορά της βιομηχανίας στη οικονομική ανάπτυξη διαιρέθηκε δια δύο, μερικές φορές δια τρία, μέσα στο σύνολο των πλουσίων χωρών από το 1970.
Για μερικούς, αυτό είναι φυσιολογικό όπως μια πεταλούδα βγαίνει από τη χρυσαλλίδα, έτι και η οικονομία περνά αυθόρμητα από το εργοστάσιο στο γραφείο. Για άλλους, η αποβιομηχανοποίηση εξηγείται από μια πολιτική επιλογή: μετεγκατάσταση των εργαστηρίων των επιχειρήσεων προς τις χώρες του νότου όπου το κόστος είναι πιο φθηνό. Θεωρώντας ότι η βιομηχανία παραμένει μια από τις κυριότερες πηγές απασχόλησης, η επανεκκίνησή της δημιουργεί διάφορα προβλήματα τεχνικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά. Ο νόμος των αγορών μπορεί να επιφέρει αξιόπιστες απαντήσεις;
Βιομηχανία, Υπηρεσίες
Για μεγάλο αριθμό οικονομολόγων, πολιτικών και συνδικαλιστών, είναι επείγον να επαναβιομηχανοποιηθούν τα κράτη. Στη Γαλλία, μεταξύ 1974 και 2017, το βάρος της βιομηχανίας μέσα στο σύνολο της απασχόλησης (ενέργεια, εξόρυξη, εκτός κατασκευές), έπεσε από το 24,4% στο 10,3%. Το μέρος των υπηρεσιών έφθασε το 81% το 2017. Η βιομηχανία παράγει μόνο το 14% της προστιθέμενης αξίας, δηλαδή του παραγόμενου οικονομικού πλούτου κάθε χρόνο.
Η διαπίστωση αυτή ακολουθεί το ρου της ιστορίας. Η βιομηχανία ακολουθεί το δρόμο που έχει πάρει πριν από αυτήν η γεωργία. Η ανάπτυξη πέρασε από τον πρωτογενή στο δευτερογενή και από αυτόν στον τριτογενή. Οι χώρες του Βορρά κατευθύνονται προς μια άυλη οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες και εμπνέεται από «επιχειρήσεις χωρίς εργοστάσια». Πρόκειται για άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως για παράδειγμα έρευνα, λογισμικό, σχεδιασμό και μάρκετινγκ προϊόντων…
Βιομηχανία και υπηρεσίες δεν αντιτίθενται. Πρόκειται για κλάδους δραστηριότητας που διαπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Εδώ και είκοσι χρόνια η εξωτερική ανάθεση λειτουργιών που ήταν μέσα στην επιχείρηση, εξηγεί μερικώς τη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στη βιομηχανία και την αύξησή τους στις υπηρεσίες. Στη Δύση, ολόκληρα τμήματα παραγωγής καταποντίστηκαν, κλωστοϋφαντουργία, βιομηχανία υποδημάτων, ηλεκτρικές συσκευές, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανία ξύλου, πλαστικά, κ.α.
Ανάμεσα στις αιτίες της μείωσης των 2,2 εκατ. θέσεων εργασίας στη Γαλλία μεταξύ 1980 και 2017, η πιο αποφασιστική αντιστοιχεί σε μια διπλή ιστορική τάση. Από τη μια, η ζήτηση των νοικοκυριών αναφέρεται σε όλο και λιγότερο βιομηχανικά αγαθά σε αντίθεση με αυτά των υπηρεσιών. Το μέρος των διαρκών αγαθών (αυτοκίνητα, έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές,…) μέσα στην πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών έπεσε από το 22% το 1960 στο 12,4% το 2017.
Από την άλλη, τα κέρδη παραγωγικότητας ήταν και παραμένουν πιο σημαντικά στη βιομηχανία από ότι στις περισσότερες υπηρεσίες. Αυτή η διαπίστωση ισχύει και σε άλλα δυτικά κράτη και στην ομάδα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική).
Μια άλλη εξήγηση της μείωσης της βιομηχανικής απασχόλησης συνδυάζει τρία χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. (1) εντατικοποίηση της εργασίας, (2) ο ανταγωνισμός των χωρών με χαμηλούς μισθούς και με «αδύνατες» κοινωνικές και οικολογικές νόρμες και (3) η «χρηματοοικονομικοποίηση» των επιχειρήσεων, που τις οδηγεί να κλείνουν εργοστάσια ή να αποεπενδύουν όχι επειδή δεν έχουν αγορές για πωλήσεις, αλλά γιατί η χρηματοοικονομική αποδοτικότητα δεν φθάνει το 10-15% (βλ. Ζοπουνίδης, 2013, Βασικές Αρχές Χρηματοοικονομικούς Μάνατζμεντ, Εκδ. Κλειδάριθμος).
Το μέλλον του βιομηχανικού κλάδου
Οι βιομήχανοι ξεχνούν πως προηγήθηκε η καταστροφή του γεωργικού τομέα. Στη Γαλλία. Από 1,88 εκατ. θέσεις εργασίας έπεσε σε 750.000 το 2017 (60% μείωση). Κύρια αιτία: η βιομηχανοποίηση της γεωργίας, προωθούμενη από αγροτικές πολιτικές παραγωγικότητας και συμφωνίες ελεύθερης ανταλλαγής που εξόντωσαν τους αγρότες. Το ίδιο συμβαίνει κι με τη βιομηχανοποίηση του εμπορίου. Στο εξής. βιομηχανοποίηση που σκοπεύει σε κέρδη παραγωγικότητας σημαίνει το πιο σύνηθες καταστροφή του περιβάλλοντος, του κλίματος και της δραστηριότητας των ανθρώπων.
Για το μέλλον του βιομηχανικού τομέα, προτείνεται να παράγουμε διαφορετικά τα αγαθά λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες με «υλική και ενεργειακή νηφαλιότητα». Συγκεκριμένα και μέχρι το 2050, ο στόχος είναι «καθαρές μηδενικές εκπομπές» ή «ουδετερότητα άνθρακα», η βιοποικιλότητα η μείωση μερικών ρυπάνσεων (αέρα, χημικών, πλαστικών…) και η υγιή διαχείριση μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας οι οποίες «καταβροχθίζονται» από τη «θερμό-βιομηχανία» με ένα ρυθμό μη βιώσιμο (πρόκειται για πηγές ενέργειας από ορυκτά).
Ως συμπεράσματα, πρέπει να κατευθύνουμε την κατανάλωση και τη βιομηχανική παραγωγή σε προϊόντα βιώσιμα, επισκευάσιμα, επαναχρησιμοποιούμενα και, για μερικά από αυτά, σε κοινή χρήση. Αυτό μπορεί να γίνει με κίνητρα αλλά και με νομοθετικό έργο. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα μέλλον συμβατό με τις απαιτήσεις προστασίες του πλανήτη. Αυτό ονομάζεται «low tech», δηλαδή πιο νηφάλιες και απλές τεχνολογίες, αλλά όχι λιγότερο καινοτόμες.
*Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης,Πολυτεχνείο Κρήτης,Επίτιμος Διδάκτορας ΑΠΘ,Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών ,Distinguished Research Professor, Audencia Business School, Γαλλία
*Καθηγητής Αιμίλιος Γαλαριώτης,Διευθυντής Έρευνας Audencia,Business School (EQUIS, AMBA, AACSB), Αντιπρόεδρος της Γαλλικής Εταιρίας Χρηματοοικονομικής (French Finance Association
*Μαριάννα Εσκαντάρ, Mcs,Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια, MBA, Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering,Πολυτεχνείο Κρήτης