Του Κων. Μποτόπουλου*
Στον πρώτο γύρο της νέας φάσης της προγραμματικής και πολιτικής αντιπαράθεσης φάνηκαν καθαρά οι προθέσεις των βασικών παικτών, αλλά και τα προβλήματα για τη συλλογική πορεία. Ο πρωθυπουργός κατάφερε να ξαφνιάσει και αυτό είναι μια θετική κατά τη γνώμη μου, ένδειξη ότι δεν αντιλαμβάνεται την «κανονικότητα» ούτε ως ακινησία, ούτε ως προβλεψιμότητα.
Οι εξαγγελίες που δεν αναμένονταν αφορούσαν κυρίως τις άμεσες φορολογικές ελαφρύνσεις, που αρχικά φαινόταν ότι θα περίμεναν την επόμενη χρονιά, και τα 5 συγκεκριμένα έργα ανάπλασης, που κανείς δεν ήξερε ότι προετοιμάζονταν (αλλά και των οποίων αγνοείται ακόμα ο βαθμός προετοιμασίας και η δυνατότητα υλοποίησης).
Όμως οι κρίσιμες, στα μάτια μου, πολιτικές αλλαγές, ήταν η έμπρακτη ενίσχυση, με πόρους και προσωπικό Υγείας και Παιδείας, δύο θεμελιωδών δημοσίων τομέων στους οποίους η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αρνητικές επιδόσεις, καθώς και η επίσης έμπρακτη απόρριψη της μετωπικής σύγκρουσης και της εχθροπάθειας που είχαν χαρακτηρίσει την προηγούμενη διακυβέρνηση.
Ο αντίλογος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν, όπως όχι μόνο δικαιούται αλλά και οφείλει εκ του ρόλου του, επικεντρωμένος στις διαφωνίες και τις αντιρρήσεις του.
Πιο πειστικός όταν αναφερόταν σε δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης (τρόπος επιλογής γενικών γραμματέων, ασάφειες περί πολιτικής ασάφειας), ο καταγγελτικός λόγος έχανε την αξιοπιστία του όταν προσπαθούσε να προκαταλάβει ενέργειες σε τομείς τους οποίους παρέδωσε σε οριακή κατάσταση (ΔΕΗ, Ασφαλιστικό).
Η μεγαλύτερη αμφισημία, ωστόσο σχετίζεται με το είδος της αντιπολίτευσης που πρόκειται να ασκηθεί: οι καλοδεχούμενες δηλώσεις ότι δεν θα υπονομευθεί η εθνική προσπάθεια και ότι θα στηριχθούν οι χρήσιμες πρωτοβουλίες στο εξωτερικό συμπληρώθηκαν από ευθείες αναφορές σε «κοινωνικούς αγώνες», σε απαγορεύσεις στη νέα κυβέρνηση «να διανοηθεί» διάφορα πράγματα και σε χονδροειδείς, ήδη, διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας (όπως το ότι συνιστά «υποταγή» στους δανειστές να συζητηθούν τα πλεονάσματα, τα οποία μας φόρτωσε η προηγούμενη κυβέρνηση, όχι αμέσως αλλά το 2021, αφού έχει δοθεί προηγουμένως ικανό δείγμα οικονομικής γραφής).
Το μεγάλο στοίχημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να αποφασίσει πόσο σοβαρός θέλει και μπορεί να είναι- και συνδέεται άμεσα με το πόσο σοβαρή είναι η πρόθεση «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του κόμματος του.
Δυο λόγια, τέλος, για δυο ήσσονες πρωταγωνιστές της συζήτησης και της πολιτικής ζωής. Η στάση του ΚΙΝΑΛ έδειξε πόσο στριμωγμένη είναι η σχέση του με τα δύο μεγάλα κόμματα αλλά και με την πραγματικότητα και πόσο καιροφυλακτεί ο κίνδυνος της ενασχόλησης με επουσιώδη. Η δε παρθενική εμφάνιση του αρχηγού του ΜέΡα25 επιβεβαίωσε ότι δύσκολα θα αποφύγει την παγίδα βαρύγδουπων εκφράσεων (ιδιότυπος μνημονικός λαϊκισμός) που αποκαλύπτουν τις δικές του θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες.
*Συνταγματολόγος