Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Η Τουρκία φουλάρει τις μηχανές στην Ανατολική Μεσόγειο. Διαπιστώνοντας ότι η παραβατικότητά της δεν συνεπάγεται προσώρας σοβαρές συνέπειες, εκτιμά ότι έχει ακόμη περιθώρια να τραβήξει το σκοινί. Οσο, μάλιστα, η Λευκωσία δείχνει περιφρονητική, κατοχυρώνοντας περαιτέρω τις θέσεις της (όπως συνέβη με τη συμμετοχή της Total στα τεμάχια της Eni), τόσο η Αγκυρα θα κινητοποιεί διπλωματικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Η ΕΕ κινήθηκε γρήγορα και σχετικά υπερβατικά για τα δεδομένα της, συνυπολογίζοντας όμως τον βαθμό αλληλεξάρτησης και την τεταμένη κατάσταση, δεν θέλησε με τη στάση της να προσθέσει ένα ακόμη αγκάθι στη δύσκολη σχέση με την Αγκυρα.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ, έχοντας μεγαλύτερου ενδιαφέροντος εκκρεμότητες με την Τουρκία (ενδεικτικά: σχέσεις με Ρωσία και Ιράν, Συριακό), αποδοκίμασαν μεν κατηγορηματικά τις ενέργειές της, αλλά η καταδίκη έμεινε στα λόγια, ενώ οι διατυπώσεις τους δεν ήταν ξεκάθαρες ως προς το αν η παραβίαση συντελείται εντός της κυπριακής ΑΟΖ ή σε διαφιλονικούμενη περιοχή.
Συνήθως, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται εν δικαίω και ποιος εν αδίκω, οι ισχυροί δρώντες ενθαρρύνουν τον διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών για να αποτρέψουν μια διολίσθηση της κρίσης σε ένταση διαρκείας και ενώ πλέον καραδοκούν στην περιοχή – σε ευθεία αμφισβήτηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας – Ρωσία και Κίνα.
Η Άγκυρα γνωρίζει καλά από την περίπτωση του Αιγαίου ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αποκατάσταση της τάξης, άρα χάριν της ανάγκης να βρεθεί μια λειτουργική λύση εξισώνεται ο επιτιθέμενος με τον αμυνόμενο. Προκειμένου Ελλάδα και Κύπρος να αποφύγουν επικίνδυνες ατραπούς, οφείλουν να κινηθούν ενεργητικά και με πλάνο, αντί να ολιγωρήσουν, όπως για παράδειγμα η Λευκωσία μετά το Κραν Μοντανά. Μόνο έτσι εξουδετερώνεται το συγκριτικό πλεονέκτημα του κράτους που δρα με όρους ισχύος και επιχειρεί να επιβάλει την ατζέντα του.
Πλέον θα ενταθούν οι πιέσεις προς πάσα κατεύθυνση για να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, με επίκληση, αφενός, της συνεχιζόμενης ανωμαλίας που προκαλεί η Αγκυρα με τις ενέργειές της στην Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου, των επικείμενων εκλογών στην τουρκοκυπριακή πλευρά (Μάρτιος 2020), που βάσει δημοσκοπήσεων θα φέρουν στην ηγεσία έναν πολύ πιο σκληροπυρηνικό ηγέτη από τον Ακιντζί.
Και όσο δύσκολο και αν φαντάζει για μερικούς, η Αγκυρα κάλλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα πλωτά γεωτρύπανα ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους και να τα αποσύρει (σε μία ή δύο φάσεις) ως ένδειξη καλής θέλησης. Αλλωστε, με τόσα χαρτιά που έχει ρίξει στο τραπέζι (βλ. άνοιγμα Βαρωσίων, πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά σκάφη να έχουν περικυκλώσει την Κύπρο, διαρροές για διχοτόμηση και προσάρτηση των Κατεχομένων), έχει μεγάλα περιθώρια φαινομενικής αναδίπλωσης, στοχοποιώντας τη Λευκωσία για απροθυμία συμπερίληψης των Τουρκοκυπρίων στην αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου.
Η επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού στην Κύπρο δεν ήταν εθιμοτυπική αλλά απαραίτητη προκειμένου τα δύο μέρη να συντονιστούν ώστε να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις στο κοντινό μέλλον. Εξάλλου, οι τοποθετήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα της κυρίας Λουτ, ειδικής απεσταλμένης του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, κρίνονται προβληματικές. Εφόσον επανεκκινούσαν οι συνομιλίες ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, το οριοθετημένο πλαίσιο θα κρίνει πολλά ως προς την έκβαση αλλά και το τι θα επακολουθήσει σε περίπτωση αποτυχίας. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, τα ταμπού έχουν «σπάσει» και όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά
*Εκτελεστικός διευθυντής του ΙΔΙΣ
**Αναδημοσίευση από in.gr