Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*
Ένας βασικός στόχος της σημερινής κυβέρνησης είναι ο διπλασιασμός του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας μας. Αντί π.χ. του αρχικά εκτιμώμενου ρυθμού μεγέθυνσης 2,1% το 2020, να πετύχουμε 4%. Μόνο με ένα τέτοιο ρυθμό μεγέθυνσης θα μπορέσουμε να ανακτήσουμε πολύ πιο γρήγορα τα χαμένα εισοδήματα, να αποκλιμακώσουμε την ανεργία δημιουργώντας μόνιμες θέσεις απασχόλησης, να επαναφέρουμε τους νέους μας στην πατρίδα, να μειώσουμε περαιτέρω τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών και να πείσουμε για την αλλαγή του στόχου στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Όμως για να πετύχουμε το 4%, πρέπει όλοι να αυξήσουμε το προσφερόμενο προϊόν. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξουν κίνητρα και επιβράβευση παντού. Να ενεργοποιήσουμε , για παράδειγμα, την Ανώτατη Παιδεία, ώστε να συνεισφέρει σημαντικά στον σχηματισμό νέου προϊόντος, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Για πολλά χρόνια, η συνεισφορά της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην παραγωγή ήταν μικρή είτε επειδή πολλοί έβλεπαν με καχυποψία την συνεργασία της με τον παραγωγικό- ιδιωτικό τομέα είτε γιατί διάφορες ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν άφηναν να αναπτυχθεί η ακαδημαϊκή αριστεία, θεωρώντας την ταξική διάκριση. Σήμερα τα πανεπιστήμια είναι εγκλωβισμένα στη γραφειοκρατία και στους περιορισμούς.
Τα μέλη ΔΕΠ δεν ενδιαφέρονται να δουλέψουν περισσότερο είτε γιατί δεν μπορούν λόγω των διάφορων εισοδηματικών πλαφόν είτε γιατί δεν θέλουν λόγω των περίπλοκων διαδικασιών των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας( ΕΛΚΕ) που πολύ συχνά μοιάζουν με έναν σύγχρονο «Πύργο» του Καύκα. Από την πλευρά τους, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δεν ενδιαφέρονται να μειώσουν τις δαπάνες ή να αυξήσουν τα έσοδα είτε γιατί δεν μπορούν καθώς δεν έχουν τον έλεγχο ή τη θεσμική ελευθερία είτε γιατί δεν θέλουν διότι δεν υπάρχει κάποια επιβράβευση ή αναγνώριση. Έτσι, όλοι εγκλωβίζονται σε μια αέναη διεκδίκηση πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς να ενδιαφέρονται για τη μείωση δαπανών ή την εξεύρεση πρόσθετων πόρων.
Ελλείψει κινήτρων, τα πανεπιστήμια τελικά λιμνάζουν. Κατά την άποψή μου, ο απεγκλωβισμός από αυτές τις νοοτροπίες μπορεί να γίνει ανταλλάσσοντας περισσότερη ελευθερία(μαζί με λογοδοσία) με λιγότερη χρηματοδότηση. Δηλαδή η πολιτεία να δίνει ένα βασικό επίπεδο χρηματοδότησης στα πανεπιστήμια κι από εκεί και πέρα τα πανεπιστήμια να αντλήσουν περισσότερα έσοδα από την ίδια την αγορά (π.χ. μεταπτυχιακά με δίδακτρα, αγγλόφωνα προπτυχιακά με δίδακτρα, διδακτορικά με δίδακτρα, επώνυμες έδρες, spin-off εταιρίες, βιβλιοπωλεία και άλλα καταστήματα μέσα στα πανεπιστήμια κ.ο.κ.).
Παρόμοια, η πολιτεία θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη ελευθερία στους πανεπιστημιακούς να φέρουν χρήματα στα πανεπιστήμια τροποποιώντας ή/ και καταργώντας τα υπάρχοντα- αντιαναπτυξιακά εισοδηματικά πλαφόν( π.χ. το σημερινό πλαφόν 30% του μισθού για διδασκαλία σε Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών).
Φυσικά όλα αυτά θα πρέπει να συνοδεύονται από μια αποτελεσματική ρυθμιστική Αρχή, η οποία θα διασφαλίζει τα συμφέροντα της πολιτείας. Για να υπάρχει διαφάνεια και λογοδοσία, στο τέλος κάθε χρονιάς, η ρυθμιστική αυτή Αρχή θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα University Scoreboard, όπου θα κατατάσσονται τα πανεπιστήμια με βάση την ικανότητα άντλησης πόρων και τις διεθνείς διακρίσεις τους, επιβραβεύοντας ηθικά και υλικά εκείνα τα πανεπιστήμια που διακρίνονται. Το ίδιο μπορεί να γίνεται και εντός των πανεπιστημίων, κατατάσσοντας τους πανεπιστημιακούς με βάση τα παραπάνω δύο κριτήρια. Με τον τρόπο αυτόν θα δημιουργηθούν συνθήκες «οιονεί ανταγωνισμού» μεταξύ των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών, συνεισφέροντας έτσι στον ενάρετο κύκλο ανάπτυξης της χώρας.
*Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων