Του Παναγή Βουρλούμη
Υπεύθυνη ήταν η υπερχρέωση του κράτους που τότε ανακάλυψε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να ξαναβγεί στις διεθνείς αγορές. Ετσι στράφηκε στον εδώ τραπεζικό τομέα αναγκάζοντάς τον να αγοράζει τα ομόλογά του που μετά από λίγο τα «κούρεψε», μειώνοντας την αξία τους κάτω από το μισό. Ετσι σχεδόν εξαφανίστηκε η κεφαλαιακή βάση των συστημικών τραπεζών.
Αν για κάτι πρέπει να κατηγορηθούν οι τότε διοικήσεις τους είναι για υπερβολικό πατριωτισμό, ή για έλλειψη δύναμης αντιστάσεως, όπως το βλέπει ο καθένας. Δεν μπορούν να κατηγορηθούν για έλλειψη επαγγελματικής ικανότητας ούτε για διαφθορά και άλλα τέτοια. Η Ελλάδα διέθετε και συνεχίζει να διαθέτει πλήθος από έμπειρα και τίμια τραπεζικά στελέχη. Αντίθετα από την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία, το τραπεζικό σύστημα εδώ ήταν θύμα και όχι υπαίτιος της κρίσης.
Η κρίση και οι άθλιοι χειρισμοί κυβερνήσεων της εποχής είχαν ως αποτέλεσμα τη φυγή από το σύστημα περίπου του ενός τρίτου των καταθέσεων και την αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων από χιλιάδες οφειλέτες, επίσης το σπορ του δεν πληρώνω έστω και αν μπορώ. Αυτά έχουν οδηγήσει το σύστημα σε νεκροφάνεια και έναν ιδιόμορφο τρόπο λειτουργίας που θυμίζει δημόσια υπηρεσία και όχι επιχείρηση.
Για να ξαναπάρει εμπρός όμως η οικονομία, οι τράπεζες πρέπει να μαζεύουν καταθέσεις και να δίνουν δάνεια. Η επιστροφή των καταθέσεων δεν ζορίζεται, θα ακολουθήσει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και θα πάρει κάποιο χρόνο. Στο μεταξύ όμως πρέπει οι τράπεζες να ξαναρχίσουν να δανείζουν στον βαθμό που μπορούν. Να ξαναμάθουν να παίρνουν ρίσκα. Εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα. Το ένα είναι το μοντέλο διακυβέρνησης που μας επέβαλαν οι δανειστές μας. Μεταξύ άλλων αποκλείει έμπειρους Ελληνες τραπεζικούς από τις διοικήσεις και επιβάλλει ποσοστώσεις αλλοδαπών στα διοικητικά συμβούλια.
Οσο καλός και να είναι ο ξένος, αγνοεί την αγορά, θέλει την ησυχία του και ξέρει ότι κάποτε θα γυρίσει σπίτι του. 100% σιγουριά δεν υπάρχει πουθενά. Είναι και λίγο υποτιμητικό να υπηρετεί ένας Ελληνας, ας πούμε ταξίαρχος, κάτω από έναν αλλοδαπό λοχία. Νομίζω έχει έρθει η ώρα να αναθεωρηθεί το σύστημα της διακυβέρνησης διατηρώντας τα καλά στοιχεία του αλλά χωρίς τις υπερβολές.
Το άλλο πρόβλημα είναι πιο δύσκολο και συνοψίζεται στον φόβο του εισαγγελέα. Ορισμένοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης θεωρούν ότι γνωρίζουν καλύτερα από τον τραπεζικό τα κριτήρια χορήγησης δανείων και συνήθως θεωρούν εκ προοιμίου ύποπτα τα κίνητρα κάθε χορήγησης. Και αλίμονο αν κάτι δεν πάει καλά. Βλέποντας γύρω του άπειρα παραδείγματα συναδέλφων που ταλαιπωρούνται χρόνια, 90% για να αποδοθούν κάποτε άσπιλοι αλλά διασυρμένοι στην κοινωνία, ο τραπεζικός σε κάθε επίπεδο δεν υπογράφει και περνάει το μπαλάκι παραπάνω. Φοβάται.
Έτσι η κύρια δουλειά μιας τράπεζας που είναι να δανείζει παίρνοντας κάποιο ρίσκο βραχυκυκλώνεται. Ιδιαίτερα επηρεάζεται μ’ αυτόν τον τρόπο η διαπραγμάτευση των κόκκινων δανείων, περίπου το μισό του χαρτοφυλακίου των χορηγήσεων. Ποιος θα τολμήσει να χαρίσει το 50% για να εισπράξει το υπόλοιπο; Είναι πιο ασφαλές να πακετάρει το δάνειο μαζί με άλλα και να το πουλήσει στο 10% σε κάποιο fund.
*Αναδημοσίευση από Καθημερινή