Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,Dr Emilios Galariotis,Μιχάλη Δούμπου και Μαριάννας Εσκαντάρ*
Ενώ η ανταγωνιστικότητα επιβάλλεται ως ένας στόχος με προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, δεν υπάρχει πάντοτε, μέσα στην οικονομική σφαίρα, σταθερή συναίνεση ως προς τον ορισμό της.
Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει τις μεγάλες συζητήσεις γύρω από την έννοια της εθνικής ανταγωνιστικότητας και προτείνει ένα ακριβή ορισμό, ο οποίος βασίζεται στην εκτίμηση των κερδών που οφείλονται στο διεθνές άνοιγμα ενός κράτους.
Με βάση ένα θεωρητικό πλαίσιο, πλούσιο και πρόσφατο, των αποτελεσμάτων του διεθνούς ανοίγματος για τον πλούτο των χωρών και μιας ανασκόπησης των διαφόρων δεικτών της ανταγωνιστικότητας, ο τόμος απαντά σε πολλαπλές αναπόφευκτες ερωτήσεις: γιατί η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους πρέπει να είναι διαφορετική από αυτή των επιχειρήσεών του και από αυτή των περιφερειών του; Για ποιους λόγους ένα κράτος μπορεί να είναι ταυτόχρονα πιο παραγωγικό και λιγότερο ανταγωνιστικό από ένα άλλο;
Γιατί η εκτίμηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας πρέπει να πάει πέρα από το μοναδικό κριτήριο των επιδόσεων των εξαγωγών; Μέσα σε ένα πρόσφατο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, πως η κυβέρνηση μιας χώρας πρέπει να σκεφτεί την πολιτική της ανταγωνιστικότητάς της;
Ο όρος “ανταγωνιστικότητα” δέχεται ποικίλες έννοιες, αλλά η κοινή πεποίθηση που κρύβεται είναι ότι η ευημερούσα οικονομία του 21ο αιώνα είναι, πριν από όλα, μια οικονομία που επιτυγχάνει να τοποθετείται καλά μέσα στην παγκοσμιοποίηση.
Οι πρώτες συζητήσεις για την ανταγωνιστικότητα των χωρών πραγματοποιήθηκαν στο τέλος του 1980, κυρίως σε αντίδραση με την ανερχόμενη δύναμη της Ιαπωνικής βιομηχανίας που προκαλούσε φόβο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, να μην απωλέσουν το οικονομικό και τεχνολογικό leadership.
Ένας πρώτος ορισμός της εθνικής ανταγωνιστικότητας δόθηκε το 1985 από τον πρόεδρο της Commission on Industrial Competitiveness, συμφώνα με τον οποίο: “η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους είναι η ικανότητά του, μέσα σε ένα πλαίσιο δίκαιας και ελεύθερης αγοράς, να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες απαντώντας στις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, διατηρώντας ή αυξάνοντας το πραγματικό εισόδημα των πολιτών του”.
Πολλές κριτικές έγιναν ως προς τον ορισμό αυτό από τους P. Krugman (1994), τους οικονομολόγους τους ΟΟΣΑ (1997) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2001).
Οι δύο συγγραφείς επιλέγουν ένα ορισμό μετά και την κρίση του 2008-2009. “Η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους ορίζεται από την ικανότητά του να επωφελείται από τη διεθνή του ολοκλήρωση με στόχο βελτίωσης μακροπρόθεσμα το επίπεδο ζωής του συνόλου των πολιτών του”.
Ο ορισμός αυτός έχει τρείς ιδιαιτερότητες: (1) ευημερία των πολιτών σε μακροπρόθεσμο πλάνο, (2) το καθαρό κέρδος από τη διεθνή δραστηριότητα πρέπει να αναλύεται σε όλες τις δραστηριότητες της οικονομικής ολοκλήρωσης (παράγοντες κεφαλαίο, εργασία) και (3) δέχεται τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ διεθνούς ολοκλήρωσης και οικονομικής μεγέθυνσης.
Ο τόμος αποτελείται από τα εξής κεφάλαια:
• διευκρίνιση των εννοιών
• θεωρητικές βάσεις της εθνικής ανταγωνιστικότητας
• εκτιμήσεις της ανταγωνιστικότητας των κρατών
• πολιτικές της εθνικής ανταγωνιστικότητας των κρατών
• συμπεράσματα: ένα “εργοτάξιο” ανάλυσης τη εθνικής ανταγωνιστικότητας.
Έννοιες και θεωρητικές βάσεις
Η ανταγωνιστικότητα είναι μια έννοια που μπορεί να ορισθεί σε διάφορα επίπεδα: προϊόντα, επιχειρήσεις, βιομηχανίες, εδάφη. Ως προς τα εδάφη, ορίζεται σε: τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και μερικές φορές υπερεθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι συγγραφείς διακρίνουν την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα:
• σε μια επιχείρηση, σε ένα κλάδο και σε ένα κράτος,
• σε ένα κράτος και αυτή των περιφερειών του.
Η έννοια της ανταγωνιστικότητας είναι πολύ εύκολη να αναληφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, για το λόγο αυτό έγινε εισαγωγή στις επιστήμες του μάνατζμεντ με τις εργασίες του M. Porter (1980). Ο ορισμός είναι: “η ικανότητα να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό και να κερδίσει μερίδια αγοράς σε βάρος των ανταγωνιστών της”. Για την επιχείρηση, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους:
1. χαμηλότερες τιμές σε παρόμοια προϊόντα – ανταγωνιστικότητα τιμών,
2. καλύτερες θέσεις στην αγορά με διαφοροποίηση προϊόντων και / ή καινοτομία – ανταγωνιστικότητα εκτός τιμών.
Περιληπτικά, το διεθνές άνοιγμα, όπως και η καινοτομία μπορεί να είναι πηγή εμπλουτισμού και μεγέθυνσης ενός κράτους, ενώ ταυτόχρονα είναι φορέας μεγάλων περιφερειακών ανισοτήτων στο εσωτερικό της χώρας.
Ο καλύτερος τρόπος να δείξεις ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας είναι κατάλληλη σε επίπεδο κράτους, να εξηγήσεις σε τι διαφέρει από τις έννοιες παραγωγικότητα και ελκυστικότητα.
Περιληπτικά, η ικανότητα των κρατών να προσελκύουν κεφάλαια και ταλέντα στο έδαφός τους (ελκυστικότητα), καθώς και η ικανότητά τους να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά αυτούς τους πόρους (παραγωγικότητα), μπορούν και τα δύο να υποστηρίξουν την ανταγωνιστικότητά τους, δηλαδή την ικανότητά τους να κερδίσουν θετικά καθαρά κέρδη από τη διεθνή δραστηριότητά τους. Ωστόσο, ούτε η μια ούτε η άλλη μπορούν να θεωρηθούν αναγκαία συνθήκη ή επαρκή αυτής της ανταγωνιστικότητας. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να αναρωτηθούμε για τις θεωρητικές βάσεις της ανταγωνιστικότητας.
Οι οικονομολόγοι γενικά, όταν μιλούν δανείζονται στοιχεία από διάφορους κλάδους της οικονομικής ανάλυσης όπως το πιο συχνό, διεθνής οικονομία, οικονομία της μεγέθυνσης, μακροοικονομία.
Αυτή η έλλειψη ενότητας προέρχεται από το γεγονός ότι ο όρος εθνική ανταγωνιστικότητα έχει δυσκολία να επιβληθεί ως ένας όρος ολοκληρωμένος θεωρητικά της οικονομικής ανάλυσης. Ωστόσο, οι συγγραφείς θεωρούν ότι η ανταγωνιστικότητα είναι εύκολο να ορισθεί ως μια θεωρία των κερδών του διεθνούς ανοίγματος για κάθε κράτος. Η δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι αυτά τα κέρδη είναι πολύπλοκα και δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά στο σύνολό τους.
Συμπερασματικά και χωρίς εξαίρεση, τα σύγχρονα μοντέλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει αυτοματισμός στο γεγονός ότι ένα κράτος συλλέγει ένα θετικό καθαρό κέρδος από ένα διεθνές άνοιγμα πιο δυνατό. Η θεωρία των δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων φαίνεται πολύ χρήσιμη στο θέμα αυτό. Είναι σήμερα στο κέντρο των διάφορων συζητήσεων της οικονομικής πολιτικής, όπως η στρατηγική του smart specialization, που περιέχεται στην ατζέντα του 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή ακόμη η νέα στρατηγική της Παγκόσμιας Τράπεζας σε ύλη της ανάπτυξης.
Εκτιμήσεις και πολιτικές της ανταγωνιστικότητας κρατών
Από την αρχή των συζητήσεων για την ανταγωνιστικότητα των κρατών την περίοδο του 1980, προσπάθειες της μέτρησής της φάνηκαν. Εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης ως προς τον ορισμό της, οι εκτιμήσεις της εθνικής ανταγωνιστικότητας πήραν διάφορες διευθύνσεις όπως, δείκτες εμπορικών επιδόσεων των επιχειρήσεων και εθνικών βιομηχανιών, σύνθετοι δείκτες ευημερίας των κρατών.
Παραδοσιακοί δείκτες εμπορικών επιδόσεων
Οι δείκτες του trade competitiveness στηρίζονται στον υπολογισμό των ξένων μεριδίων αγοράς (μερικές φορές εθνικών) των προϊόντων, των επιχειρήσεων και των εθνικών βιομηχανιών. Ένα κράτος, όπως μια επιχείρηση, θα κρίνεται ανταγωνιστική όταν τα μερίδια αγοράς του σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, έχουν τάση αύξησης. Στην κατηγορία της εξέλιξης των παγκόσμιων μεριδίων αγοράς, ενδιαφερόμαστε για την κλαδική και γεωγραφική κατανομή τους.
Οι δείκτες ανταγωνιστικότητας – τιμές στοχεύουν στην εκτίμηση των τιμών ή των κόστων παραγωγής των επιχειρήσεων μιας χώρας σε σχέση με αυτά που εφαρμόζονται σε ξένες επιχειρήσεις ανταγωνιστές. Στην περίπτωση αυτή έχουμε εκτιμήσεις που βασίζονται στο ποσοστό της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Οι δείκτες ανταγωνιστικότητας εκτός τιμών αναφέρονται στους παράγοντες διαφοροποίησης, ποιότητας και καινοτομίας ώστε να αυξήσουν τη ζήτηση που απευθύνεται στα προϊόντα τους με δεδομένη την τιμή ή το κόστος.
Προτείνονται οι έμμεσες εκτιμήσεις ανταγωνιστικότητας εκτός τιμών και η εμπειρική εκτίμηση της ποιότητας των αγορών.
Ολικοί Δείκτες Ανταγωνιστικότητας (ΟΔΑ)
Σε σχέση με τους παραδοσιακούς δείκτες, οι ΟΔΑ φιλοδοξούν να εκτιμούν την επίδοση του συνόλου ενός κράτους. Από το τέλος της δεκαετίες του 1970, ιδιωτικοί οργανισμοί ξεκίνησαν την επεξεργασία τέτοιων σύνθετων δεικτών οι οποίοι στοχεύουν στην ποσοτικοποίηση και το συνδυασμό παραγόντων κρινόμενων θεμελιωδών της οικονομικής ευημερίας των κρατών.
Αυτές οι αναλύσεις, οι οποίες πραγματοποιούν μια προσέγγιση λεγόμενη ex ante της ανταγωνιστικότητας, έχουν ως στόχο να καθιερώσουν μια κατάταξη των χωρών σε συνάρτηση των “σκορ” μέσα σε διάφορους τομείς οι οποίοι, υποτίθεται, προσδιορίζουν πριν από όλα την παραγωγικότητά τους και στην συνέχεια το σχετικό τους πλούτο.
Ο World Competitiveness Yearbook (WCY) ο οποίος δημοσιεύεται από το Institute for Management Development (IMD) και ο Global Competitiveness Index (GCI) από το World Economic Forum (WEF). Τέλος, υπάρχει και ο Ease of Doing Business (EDB) της Παγκόσμιας Τράπεζας (βασίζεται σε νομικές διαδικασίες που συνδέονται σε εμπορικές συναλλαγές). Αν και οι δύο κύριοι δείκτες στηρίζονται σε διαφορετικές μεθοδολογίες, οι χρησιμοποιούμενες μεταβλητές είναι παρόμοιες.
Για το λόγο αυτό οι συγγραφείς αναλύουν στο βιβλίο τους μόνο τον GCI. Συμφώνα με το WEF η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους ορίζεται ως “ένα παιχνίδι θεσμών, πολιτικών και παραγόντων που προσδιορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας”. Από το 1978, το WEF δημοσιεύει ετήσια το GCI, το οποίο μελετά τους παράγοντες που επιτρέπουν τις οικονομίες να επιτυγχάνουν μια σταθερή μεγέθυνση και μια μακροπρόθεσμη ευημερία.
Παρακάτω, παρουσιάζονται οι ταξινομήσεις των τριών δεικτών για τα πιο πρόσφατα έτη. Στον τόμο οι ταξινομήσεις έχουν πιο πρόσφατο έτος το 2014.
Παρά τη μεγάλη τους επιτυχία στα μίντια, οι ΟΔΑ δέχτηκαν μεγάλες κριτικές, λόγω της αυθαίρετης επιλογής των μεταβλητών, της έλλειψης σαφήνειας και της αιτιολόγησης των θεωρητικών ή εμπειρικών υποθέσεων που χαρακτηρίζουν την κατασκευή τους.
Μια άλλη κριτική αφορά επίσης την αξιοπιστία των δεδομένων που επιλέχθηκαν.
Οι νέοι δείκτες ανταγωνιστικότητας κρατών
Η ανάπτυξη της θεωρίας των δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων καθώς και η θεώρηση της διεθνούς διάσπασης της παραγωγής και η ετερογένεια των επιχειρήσεων μέσα και ανάμεσα στα κράτη προκάλεσαν την εμφάνιση των νέων δεικτών. Κανείς από τους νέους δείκτες δεν προτείνει μια ολική εκτίμηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά όλοι έχουν την αξία να είναι καθαρά αφιερωμένοι στην εκτίμηση της συνεισφοράς του διεθνούς ανοίγματος στον πλούτο ή τη μεγέθυνση των κρατών.
Οι συγγραφείς προτείνουν τους ακόλουθους δείκτες.
• Δείκτες εισαγωγής μέσα στις παγκόσμιες αλυσίδες δραστηριότητας.
• Δείκτες πολυπλοκότητας των εξαγωγών και περιπλοκότητας.
Στην κατηγορία αυτή προτείνονται μια λεπτή ανάλυση του χώρου-προϊόν των χωρών και εκτιμήσεις περιπλοκότητας των προϊόντων.
• Δείκτες δυναμικότητας των επιχειρήσεων και διαρθρωτικής αλλαγής.
Στην κατηγορία αυτή προτείνονται τα εμπόδια στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, οι ολικές εκτιμήσεις αναποτελεσματικότητας της κατανομής των πόρων και οι εκτιμήσεις των κερδών από τις συναλλαγές που στηρίζονται στη διαρθρωτική αλλαγή.
Συμπερασματικά, η εκτίμηση της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας με βάση ένα μόνο δείκτη ή μια ταξινόμηση πρέπει να είναι απαγορευτική. Η πρόκληση για κάθε χώρα είναι να διαθέτει ένα σύνολο δεικτών που της επιτρέπουν να προσδιορίσει, στη δίκη της πρότυπη περίπτωση και όχι σε μια γενική, μια καλή στρατηγική τοποθέτησης μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται για τις συζητήσεις που αναφέρονται στις διάφορες πολιτικές της ανταγωνιστικότητας.
Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο εθνική ανταγωνιστικότητα (διεθνής εισαγωγή της εθνικής οικονομίας), με στόχο να προτείνουν τις διάφορες πολιτικές τους.
Διακρίνονται:
• οι εμπορικές πολιτικές και της ολοκλήρωσης,
• οι βιομηχανικές πολιτικές και της καινοτομίας,
• οι λεγόμενες διαθρωτικές πολιτικές.
Οι οικονομική ιστορία φανερώνει ότι εμπορικές στρατηγικές του ανοίγματος και της ολοκλήρωσης ήταν στην καρδιά των δυναμικών βιομηχανοποίησης και μεγέθυνσης όλων των μεγάλων χωρών οι οποίες είναι σήμερα βιομηχανοποιημένες.
Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων αποφάσισε στη διάσκεψη της Breton Woods το εμπορικό άνοιγμα των οικονομιών. Η δημιουργία της GATT από 23 χώρες το 1947 πιστοποιεί αυτή την τάση. Αυτή η οργάνωση αντικαταστάθηκε το 1995 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ο οποίος αριθμούσε το 2015 161 μέλη καλύπτοντας σχεδόν την ολότητα του Παγκόσμιου εμπορίου.
Οι εμπορικές πολιτικές ανοίγματος και ολοκλήρωσης είναι πολυμερείς και διμερείς. Πέρα από την κρίση του 2008- 2009, δύο θεμελιώδεις τάσεις διέπουν την ανανέωση των βιομηχανικών πολιτικών και της καινοτομίας μέσα σε όλα τα κράτη: οι προκλήσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και οι προκλήσεις της ίδιας της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, οι παρούσες συζητήσεις αναφέρονται όχι πλέον στη χρησιμότητα μιας βιομηχανικής και καινοτομικής πολιτικής, αλλά η ερώτηση είναι να γνωρίζουμε ποια πολιτική είναι πιο κατάλληλη σε ένα δεδομένο πλαίσιο.
Τέλος, οι διαρθρωτικές πολιτικές αναφέρονται στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, του χρηματοοικονομικού συστήματος, του βαθμού ανταγωνιστικότητας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Στο παρελθόν, οι μεταρρυθμίσεις αυτές υπακούουν σε ένα οικονομικό κριτήριο, σήμερα προτείνονται ως ένα κλειδί-εργαλείο ώστε ένα κράτος να “πάρει” το μεγαλύτερο δυνατό όφελος του διεθνούς ανοίγματος.
Συμπερασματικά για τα βιομηχανοποιημένα κράτη ο πρώτος στόχος είναι η πλήρης απασχόληση, η πρόοδος του επιπέδου ζωής και η μείωση των ανισοτήτων.
Για τις αναδυόμενες χώρες, η πρώτη πρόκληση είναι να καλύψουν το τεχνολογικό χάντικαπ, και ως εκ τούτου ο έλεγχος του διεθνούς ανοίγματος είναι κρίσιμος.
*Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France
Dr Emilios Galariotis (PhD Dunelm, HDR),
Professor of Finance
Assist. Dean for Research, Audencia
President -French Finance Association Affi
Καθηγητή Μιχάλη Δούμπου,
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης
Μαριάννα Εσκαντάρ, MBA
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης