του Πέτρου Ι. Παραρά*
Η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 32 του Συντ., για την απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την προβλεπόμενη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής του, είχεν ήδη ωριμάσει στα επιτελεία των κομμάτων, με την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει, στην Αιτιολογική Έκθεσή της, επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες επί εξάμηνο, εντέλει δε προσφυγή, σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής, στο εκλογικό σώμα, για την οριστική λύση. Η διαδικασία αυτή είναι περίπλοκη και, στο τελευταίο στάδιο, αντίθετη και με την θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Συντ.
Με τις σκέψεις αυτές, και εν όψει του ότι η αρχική τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας ήταν να μην ψηφίσει καμία διάταξη από τις προτεινόμενες από την τότε κυβέρνηση για αναθεώρηση, υποστήριξα την άποψη, ως εισηγητής σε Ημερίδα που είχε διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Συνταγματολόγων (10.12.2018), με την παρουσία τότε και εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής, ότι η Ν. Δημοκρατία πρέπει να υπερψηφίσει την αναθεώρηση τουλάχιστον της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 4 Σ, δεσμευόμενη μόνον ως προς την κατεύθυνση (της μη διάλυσης της Βουλής), όχι όμως και ως προς το περιεχόμενο της αναθεωρητέας αυτής διάταξης. Είχα δε προτείνει, για την εκλογή ΠτΔ, να αρκούν, απλουστεύοντας τα πράγματα, τρεις διαδοχικές πλειοψηφίες 200, 180 και 151 βουλευτών. Η άποψη δε αυτή έγινε δεκτή από τον βουλευτή Κ. Τασούλα, τότε εισηγητή της Ν. Δημοκρατίας στην Αναθεωρητική Επιτροπή, κατά την τελευταία συνεδρίαση αυτής (30.1.2019). Βλ. και σχετικό ρεπορτάζ της Αριστοτελίας Πελώνη στην «Καθημερινή» (1.2.2019).
Έτσι, η Ν. Δημοκρατία θα αναθεωρήσει, όπως όλα δείχνουν, την επίμαχη διάταξη του άρθρου 32 Σ σύμφωνα με την προταθείσα λύση, αρκούν δε γι’ αυτό οι 158 ψήφοι που διαθέτει στη Βουλή, αφού η προτεινόμενη από την προηγούμενη Βουλή αναθεώρηση για το συγκεκριμένο άρθρο είχε συγκεντρώσει περισσότερες από 180 ψήφους.
Στην Ημερίδα, πάντως, εκείνη διατυπώθηκε και η σκέψη ότι για την εκλογή του ΠτΔ θα πρέπει να υπάρξουν ευρύτερες πλειοψηφίες ώστε τελικά, η εκλογή αυτή να μην επαφίεται μόνον στο πλειοψηφούν κόμμα. Όμως, και η ως άνω ρύθμιση που τώρα προτείνεται εκκινεί από την απαίτηση εξασφάλισης της ευρύτερης πλειοψηφίας των 200 βουλευτών. Αν αυτή δεν επιτευχθεί ούτε και κατά τη δεύτερη ψηφοφορία που αρκούν 180, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καταβλήθηκε προσπάθεια για μια ευρύτερη συναίνεση. Αν τα άλλα κόμματα, κυρίως από αντιπολιτευτική διάθεση, δεν συντάσσονται με την πρόταση της κυβέρνησης, η απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών είναι μονόδρομος.
Άλλωστε, οι αποψιλωμένες αρμοδιότητες του ΠτΔ συνηγορούν υπέρ της απλουστευμένης απόλυτης πλειοψηφίας, αφού, ούτως ή άλλως, μεταξύ των 300 βουλευτών θα πρέπει να σχηματισθεί η όποια πλειοψηφία. Δεν διανοούμαι δε, στην προκειμένη περίπτωση, κάθε μορφή συναλλαγής για την εξασφάλιση κάποιας αυξημένης πλειοψηφίας, ενώ η ονομαστική (φανερή) ψηφοφορία για την εκλογή του ΠτΔ αποτρέπει κάθε ενδεχόμενη τάση απόκλισης από τη δοθείσα κομματική γραμμή.
Εν πάση περιπτώσει, η εκλογή του ΠτΔ μόνον από την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής δεν σημαίνει ότι αυτός παύει να είναι, όπως πρέπει, υπερκομματικός, επειδή τον εξέλεξε μόνον η κυβερνητική πλειοψηφία. Κατά το παρελθόν δεν έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις άμεσης στήριξης και σύμπλευσης του ΠτΔ με την πλειοψηφία που τον ανέδειξε, κάθε άλλο. Αντιθέτως, είναι πρόσφατη η περίπτωση όπου ο ΠτΔ, ασκώντας ελεγκτική αρμοδιότητα, αντιτάχθηκε στην ολοκλήρωση αντισυνταγματικής πρότασης της κυβέρνησης που τον είχε προτείνει.
Τελικά, η εκλογή του ΠτΔ κατά το τελευταίο στάδιο μόνον από την κυβερνητική πλειοψηφία, με την ως άνω προτεινόμενη απλή και ταχεία ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, παρίσταται ως η μόνη ρεαλιστική και εκλογικευμένη λύση.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου-Επίτιμος Αντιπρόεδρος Συμβ. Επικρατείας