του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Κορυφαίος κοινοτικός παράγοντας πριν λίγες ημέρες, μας έλεγε πως είχε εντυπωσιασθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τη συγκρότησή του και την αποφασιστικότητά του να προσφέρει ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό έργο στην Ελλάδα. «Το πρόβλημά του, θα είναι κατά πόσον και οι συνεργάτες του βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο αντίληψης της πραγματικότητας» πρόσθεσε ο συνομιλητής μας.
Και από την άποψη αυτή, στο προσκήνιο βρίσκεται μια μεγάλη αλήθεια. Ο έγκριτος συνάδελφος και οικονομολόγος Αντώνης Κεφαλάς προσφάτως έγραφε ότι «οι 100 ημέρες της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθαν και παρήλθαν αφήνοντας ένα ισχυρό θετικό αποτύπωμα στον ψυχισμό του Έλληνα: μίας κυβέρνησης που ήρθε στην εξουσία με πρωτοφανή για τα δικά μας δεδομένα προετοιμασία και με ξεκάθαρη πολιτική βούληση να υλοποιήσει όσα είχε εξαγγείλει. Οι επόμενοι μήνες, όμως, δεν θα μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν ως «μήνες μέλιτος» διότι η κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί υψηλούς γηγενείς και εξωτερικούς κινδύνους». Κίνδυνοι ήδη ορατοί αλλά και αισθητοί σε ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Στο εσωτερικό μέτωπο και σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος εστιάζεται στην υλοποίηση του προϋπολογισμού για το 2020. Όλες οι παρεμβάσεις για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ) στηρίζονται σε εκτιμήσεις για αύξηση των εσόδων και συγκράτηση των δαπανών που μπορούν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα να ανατραπούν από αρνητικές εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό (π.χ. θεομηνίες με καταστροφές σε υποδομές και στην γεωργική παραγωγή ) όσο- και το πλέον πιθανό - στο εξωτερικό (η κατάρρευση της Thomas Cookπρόσφερε μία γεύση).
Ένας δεύτερος κίνδυνος σχετίζεται με το μοντέλο ανάπτυξης που έχει ακολουθήσει η χώρα μας. Η ανάγκη για στροφή στην εξωστρέφεια είναι σαφής - εισάγουμε μέχρι πορτοκάλια και λεμόνια. Οι επενδύσεις αποτελούν μοχλό για την επίτευξη του στόχου αλλά ο θετικός αντίκτυπός τους θα αργήσει να φανεί. Τα ποσά που απαιτούνται, εξάλλου, είναι τεράστια και η υλοποίηση τους δεν μπορεί να είναι παρά σε βάθος χρόνου που άνετα (και αισιόδοξα) τοποθετείται στην τετραετία. Μέχρι τότε, όμως, η όποια ανάκαμψη αναπόφευκτα θα συνοδευτεί με χειροτέρευση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών θα υπερκεράσει τον αντίστοιχο των εξαγωγών, που έτσι κι αλλιώς ξεκινά από πολύ μικρότερη βάση. Αν υπάρξουν - και μάλλον θα υπάρξουν - αρνητικές εξελίξεις στον τομέα των άδηλων συναλλαγών, τότε τα πράγματα θα είναι «σκούρα» για μία χώρα υπερχρεωμένη όπως η δική μας.
Σε ευρύτερο πλαίσιο ένας ορατός κίνδυνος είναι η απώλεια υπομονής που θα εκδηλώσει το εκλογικό σώμα, καθώς αναπόφευκτα έχουν ήδη σημειωθεί και θα εξακολουθήσουν να εκδηλώνονται καθυστερήσεις στις αλλαγές που επιδιώκει η κυβέρνηση. Η ανυπομονή αυτή θα εντείνεται όσο η κυβέρνηση υποχρεώνεται σε συμβιβασμούς - όπως π.χ. με την φορολογία των υψηλόβαθμων στελεχών, τον αιγιαλό, τις κατεδαφίσεις αυθαιρέτων - ή σε καθυστερήσεις - όπως π.χ. με τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, την αντιμετώπιση της κατάστασης στα Εξάρχεια και, πάνω απ’ όλα, το μεταναστευτικό.
Στην ουσία, όμως, το «εσωτερικό» πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετίζεται με τις πρώτες εντυπώσεις που δημιούργησε. Η προσδοκία ήταν πως επρόκειτο για μία κυβέρνηση έτοιμη να προχωρήσει σε ρήξεις. Και τα πρώτα βήματα έδειξαν να το επιβεβαιώνουν. Δεν άργησε, όμως, να φανεί μία ξεκάθαρη προσπάθεια να επιδιωχθούν ευρύτερες συναινέσεις σε βάρος μάλιστα των αρχικών προθέσεων και στόχων - όπως π.χ. με τις επενδύσεις της Cosco - και να προβληθεί ένα κατά μία έννοια πιο «αριστερό» προφίλ –μεσω του οποίου εξυπηρετούνται βέβαια ευρύτερες πολιτικές σκοπιμότητες. Πλην όμως, αυτές οι τελευταίες, έχουν απέναντί τους τις πραγματικότητες.
Οι κίνδυνοι από το εξωτερικό αρχίζουν και προδιαγράφονται με έντονα χρώματα. Η ευρύτερη αναταραχή στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στον τουρισμό, ενώ η Τουρκία μας υποχρεώνει σε αύξηση των αμυντικών δαπανών - καθώς οι προκλήσεις της στην Κύπρο και στο Αιγαίο δεν θα σταματήσουν.
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης και τα όπλα που έχουν οι θεσμοί της αρχίζουν να εξαντλούνται. Κι ας μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα της έχει περιοριστεί δραστικά καθώς βρισκόμαστε πλέον στον κόσμο των αρνητικών επιτοκίων.
Όλα δείχνουν οτι η κυβέρνηση εφεξής θα βρίσκεται σε κινούμενη άμμο και θα πρέπει να διατηρεί υψηλά ποσοστά συνοχής, αν επιθυμεί να προσφέρει ουσιαστικό έργο, μεταρρυθμιστικό και διαρθρωτικό ταυτοχρόνως.