Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Ανάλυση

Τι ισχύει για την (απο)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών

Η επιθετικότητα, οι σκοπιμότητες και οι παρερμηνείες της Τουρκίας στο ανατολικό Αιγαίο

Από: EBR - Δημοσίευση: Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου 2020

Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις αναθεωρητικές προσπάθειες της Τουρκίας με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες.
Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις αναθεωρητικές προσπάθειες της Τουρκίας με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες.

του Γιώργου Λιμαντζάκη 

Πριν από μερικές μέρες ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (Mevlut Cavusoglu) επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της (απο)στρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αυτό και ότι η Τουρκία επιθυμεί να το συζητήσει «μαζί με τις άλλες διαφορές στο Αιγαίο, με σκοπό την επίλυσή τους μέσω του διαλόγου». Η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι η τουρκική πλευρά ανακινεί και θέτει διαρκώς νέα ζητήματα, με σκοπό να περιληφθούν σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» από την οποία η Τουρκία πιστεύει ότι θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη, είτε εδαφικά, είτε νομικά, διπλωματικά ή στρατιωτικά.

Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες αυτές με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες, με σκοπό να ζημιώσει την διεθνή εικόνα της, να την στερήσει από την υποστήριξη τρίτων κρατών και να υποβαθμίσει τον έκνομο ή παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.

Κατά συνέπεια, θεωρώ πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα σε διμερή ή πολυμερή βάση, ενώ η παραπομπή του στην διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου (ακόμη κι αν αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα. Παρά ταύτα, αξίζει να δούμε πώς προέκυψε το θέμα αυτό, και κατά πόσον έχουν νομική βάση ή όχι οι τουρκικοί ισχυρισμοί.

Οι πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάνης και η επιλεκτική ερμηνεία τους

Σε αντίθεση με την σαφώς ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση της Τουρκίας ότι «όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες.

Η πρώτη συνθήκη στην οποία αναφέρονται περιορισμοί ως προς την στρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), το Άρθρο 13 της οποίας ορίζει ότι «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα: 1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου. 2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Τουρκική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων. 3. Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».

Πέρα από όσα αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, ιδιαίτερη σημασία έχουν και όσα δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, οι παραπάνω διατάξεις αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν προβλέπονται περιορισμοί ως προς αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο, όπως σταθμοί παρακολούθησης, ραντάρ κ.ά. Επίσης σημαντικό είναι το ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που αναγνωρίζονται ως ελληνικά, αλλά μόνο την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία (τα Δωδεκάνησα δεν ήταν ακόμα μέρος της ελληνικής επικράτειας). Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αποστρατιωτικοποίησης για γειτονικά νησιά όπως ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι, στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει χωρίς να υπάρχει κανένας συμβατικός περιορισμός.

Κατά συνέπεια, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν στην μερική αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να διευκολύνουν την προσέγγιση των μέχρι πρότινος εμπόλεμων, εντάσσοντας μάλιστα στην σχετική ρύθμιση μια οιονεί ρήτρα αμοιβαιότητας (βλ παράγραφο 2 περί μη υπέρπτησης σε παραμεθόριες περιοχές), την οποία φυσικά δεν επικαλείται και δεν τηρεί η γειτονική χώρα, καθώς οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ αρκετά συχνές είναι και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά καθαυτά. Άραγε στην αντίληψη των Τούρκων ιθυνόντων που επικαλούνται «τις διεθνείς συνθήκες» οι πρόνοιες που δεσμεύουν την δική τους χώρα δεν οφείλουν να τηρούνται; Και αν αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν, με ποιο δικαίωμα ζητούν να συμμορφωθεί η ελληνική πλευρά σε ό,τι αρνούνται να τηρήσουν οι ίδιοι;

Στον βαθμό που ένα από τα δύο κράτη θέτει ζήτημα επανόδου στους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης της Λωζάνης, θα έπρεπε πέραν της αμοιβαιότητας να υπάρχει και αναλογικότητα. Την εποχή που προβλέφθηκαν τα παραπάνω, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στάθμευαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα και εύκολα σε περίπτωση ανανέωσης των συγκρούσεων (παράλληλα με την ανασυνταγμένη στρατιά στη Θράκη). Κατά συνέπεια, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου θεωρούνταν -και ήταν- μια δυνάμει απειλή για τη νέα Τουρκία, και για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε σημαντικό να της δοθούν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της. Εκατό χρόνια αργότερα, η σημερινή πραγματικότητα τείνει προς το αντίθετο, καθώς η Τουρκία ενισχύει διαρκώς τις στρατιωτικές δυνάμεις και εγκαταστάσεις της στα μικρασιατικά παράλια, ενώ παράλληλα αμφισβητεί επανειλημμένα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα -και σε ορισμένες περιπτώσεις (βλέπε «Γκρίζες Ζώνες») την ίδια την ελληνική κυριαρχία. Κατά συνέπεια, αν τίθετο πράγματι ζήτημα επανόδου στους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης της Λωζάνης, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να ζητήσει την κατ’ αναλογικότητα θεσμοθέτηση αντίστοιχης αποστρατιωτικοποίησης της απέναντι μικρασιατικής ακτής, σε βάθος ίσο με την απόσταση του δυτικότερου άκρου των παραπάνω νησιών από την ελληνοτουρκική μεθόριο (δηλαδή 60 χλμ.) ή και παραπάνω.

Η Σύμβαση του Μοντρε και η στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης

Παρότι η Συνθήκη της Λωζάνης φαινόταν να έχει διευθετήσει ικανοποιητικά τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων κατά τα πρώτα χρόνια μετά την σύναψη της, η τουρκική ηγεσία ήταν δυσαρεστημένη με το δυσλειτουργικό καθεστώς ελέγχου που προέβλεπε η «Περί των Στενών» Σύμβαση της Λωζάνης. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία άρχισε -κατά παράβαση των συμβατικών της δεσμεύσεων- να εξοπλίζει και να οχυρώνει τα Στενά, ενώ παράλληλα επιδίωξε την εκ των υστέρων αποδοχή του γεγονότος αυτού από τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κρατών (οι οικονομικές διαφορές που είχαν προκύψει από την Ανταλλαγή Πληθυσμών διευθετήθηκαν με το Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930), η ελληνική πλευρά αποφάσισε να υποστηρίξει το τουρκικό αίτημα, υπό την επιφύλαξη ότι θα καταργούνταν και τα Άρθρα 4, 6 και 7 της Σύμβασης, τα οποία προέβλεπαν την πλήρη αποστρατικοποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου (μεταξύ των οποίων η Λήμνος και η Σαμοθράκη). Η τουρκική ηγεσία συμφώνησε εύκολα με το αίτημα αυτό, και σε επιστολή που έστειλε ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα, Ρουσέν Εσρέφ (Rusen Esref Unayd?n), στον Ιωάννη Μεταξά στις 6 Μαΐου 1936 ανέφερε ότι «Κατ’ εντολήν της κυβερνήσεώς μου, είμαστε εξ ολοκλήρου σύμφωνοι όσον αφορά στην στρατιωτικοποίηση των νησιών ταυτόχρονα με εκείνη των Στενών».

Σε συνέχεια της συμφωνίας αυτής, τον Ιούνιο του 1936 συγκλήθηκε διεθνής διάσκεψη στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου συμφωνήθηκε η αναθεώρηση της Σύμβασης της Λωζάνης για τα Στενά και η υποκατάστασή της από την Σύμβαση του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1936). Με αυτήν, καταργήθηκε η υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των Στενών και η Διεθνής Επιτροπή των Στενών, τα καθήκοντα της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Τουρκία. Με δεδομένο ότι η τελευταία είχε ήδη εξοπλίσει τα ηπειρωτικά εδάφη της ζώνης των Στενών, με το πέρας της διάσκεψης έσπευσε να οχυρώσει και τα νησιά της ζώνης αυτής (δηλαδή τα νησιά της Προποντίδας, την Ίμβρο και την Τένεδο), ενώ η Ελλάδα οχύρωσε αντίστοιχα την Λήμνο και την Σαμοθράκη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης της τουρκικής εθνοσυνέλευσης που επικύρωσε την Σύμβαση του Μοντρέ στις 31 Ιουλίου 1936, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rustu Aras), ανέφερε ότι «Με την Σύμβαση του Μοντρέ αναθεωρείται και ο όρος της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 που προέβλεπε καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στην γείτονα και φίλη Ελλάδα, γεγονός που μας δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση».

Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, και χωρίς ποτέ στο μεταξύ να έχει αμφισβητηθεί το δικαίωμα της Ελλάδας να στρατιωτικοποιήσει τα νησιά αυτά, το 1969 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε με διάβημα προς την Αθήνα για τις «απόπειρες στρατιωτικοποίησης» της Λήμνου. Μη διαβλέποντας την τουρκική μεταστροφή, η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στο νησί υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με όσα προέβλεπε η Σύμβαση του Μοντρέ. Η τουρκική πλευρά ωστόσο απέρριψε τον ελληνικό ισχυρισμό, υποστηρίζοντας -σε αντίθεση με ό,τι η ίδια είχε δεχτεί 33 χρόνια νωρίτερα- ότι η Συνθήκη του Μοντρέ είχε αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της Τουρκίας, και ότι εφόσον τα δύο ελληνικά νησιά δεν αναφέρονταν ρητά σε αυτή, η συνθήκη δεν αναθεώρησε τους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης νησιών εκτός της τουρκικής επικράτειας. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα υποστήριξε -και επιμένει έκτοτε να υποστηρίζει- ότι για τα ελληνικά νησιά ισχύει το προηγούμενο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης όπως αυτό ορίστηκε από την Σύμβαση της Λωζάνης. Τόσο η ελληνική πλευρά όσο και αρκετοί νομικοί και διεθνείς αναλυτές έχουν απορρίψει αυτή την ερμηνεία, καθώς το καθεστώς μιας κοινής γεωπολιτικά ζώνης δεν θα μπορούσε να καθορίζεται από διαφορετικές διεθνείς συνθήκες και οι τυχόν αναθεωρήσεις να επηρεάζουν μόνο τη μια πλευρά των συνόρων. Άλλωστε οι όψιμες ενστάσεις της Τουρκίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ίδιο το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών της, Τεβφίκ Ρουστού Αράς, οι οποίες κατά το διεθνές δίκαιο έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Οπότε, οι απόπειρες της Άγκυρας να αμφισβητήσει το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης από πλευράς της Ελλάδας δεν έχουν καμία βάση στο διεθνές δίκαιο, και η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις ή βάσεις στα νησιά αυτά, ή σε κάθε περίπτωση τα ίδια δικαιώματα που έχει και η Τουρκία επί των εδαφών της ζώνης των Στενών που βρίσκονται εντός της δικής της επικράτειας.

Η Συνθήκη των Παρισίων και η (Απο)στρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων

Τα Δωδεκάνησα αποτελούν μια τρίτη επιμέρους «πτυχή» του όλου θέματος, καθώς δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας ούτε το 1923 ούτε το 1936. Τα νησιά καταλήφθηκαν από την Ιταλία το 1912, κατά την διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου που ξεκίνησε μισό χρόνο νωρίτερα (τον Σεπτέμβριο του 1911) για την Λιβύη. Αναγνωρίστηκαν ως κτήση της Ιταλίας με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, και αποδόθηκαν στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947). Ειδικότερα, το Άρθρο 14 της Συνθήκης αυτής όρισε ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρη κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου», ενώ στην συνέχεια αναφέρει ότι «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι». Η Τουρκία δήλωσε την εποχή εκείνη ικανοποιημένη από την απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, την οποία έβλεπε ως πολύτιμη σύμμαχο απέναντι στις επιθετικές τότε διαθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Άγκυρα άρχισε να αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεταβίβασης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι η Συνθήκη των Παρισίων δεν την δεσμεύει επειδή η ίδια η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Συνθήκη των Παρισίων ρύθμισε αντικειμενικά καθεστώτα τα οποία έχουν καθολική ισχύ έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας, οπότε η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τις διατάξεις της συνθήκης που αναφέρονται στη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος.

Αντιλαμβανόμενη το αβάσιμο της θέσης της, η Άγκυρα επιχείρησε να συνδέσει το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών με τους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης τους, ισχυριζόμενη ότι αφού η Ελλάδα παραβιάζει την παράγραφο 2 του Άρθρου 14, «απονομιμοποιείται» από το να τα κατέχει. Η σύνδεση που επιχειρεί η Τουρκία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αμφισβητεί την ίδια την ελληνική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, ενώ παράλληλα επιχειρεί να εμφανιστεί ως «τοποτηρητής» καθεστώτων στην διαμόρφωση των οποίων δεν συμμετείχε. Η απόπειρα αυτή προσκρούει και πάλι σε όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, καθώς σύμφωνα με την αρχή pacta tertiis nec nocent nec prosunt οι συμφωνίες τρίτων δεν παράγουν νόμιμα οφέλη για μη συμβαλλόμενα μέρη. Πρέπει άλλωστε να έχουμε υπόψη ότι η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων δεν προβλέφθηκε κατόπιν αιτήματος ή πίεσης της Τουρκίας -η οποία όπως αναφέραμε δεν συμμετείχε στην Διάσκεψη Ειρήνης, αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής στρατηγικής της τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να περιορίσει την απειλή που θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις δικές της δυνάμεις στην περιοχή.

Παραβλέποντας και παρερμηνεύοντας την σοβιετική σκοπιμότητα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η παράγραφος 2 του Άρθρου 14 της Συνθήκης των Παρισίων «συμπληρώνει» το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, εξυπηρετώντας μια λογική «εξισορρόπησης» των συμφερόντων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο. Πέρα από υστερόβουλοι, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ανιστόρητοι και ελάχιστα πειστικοί, καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει την «διατήρηση ισορροπιών» μεταξύ δύο χωρών που θα εντάσσονταν στο αμυντικό σύστημα της Δύσης, ενώ αντιθέτως υιοθετήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις η αποστρατιωτικοποίηση των εδαφών που παραχώρησαν οι ηττημένες δυνάμεις. Στον βαθμό που κάποιος θα ήθελε πραγματικά να εξετάσει τις προθέσεις της σοβιετικής ηγεσίας, η Μόσχα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητική προς την Τουρκία, λόγω του ότι η τελευταία είχε απορρίψει τους -σκληρούς ομολογουμένως- όρους της για ανανέωση του μεταξύ τους Συμφώνου Φιλίας του 1945. Άρα, τα τουρκικά επιχειρήματα για «διατήρηση των ισορροπιών» στην περιοχή δεν έχουν πραγματική ιστορική ή πολιτική βάση, εκτός αν η Άγκυρα σκόπευε να υποχωρήσει στις σοβιετικές αξιώσεις και να δεχτεί κάποιο είδος σοβιετικής κηδεμονίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Σοβιετική Ένωση μπορεί όντως να εκδήλωνε ενδιαφέρον για την προστασία των τουρκικών συμφερόντων, αποβλέποντας στο να ωφεληθεί και η ίδια. Εναλλακτικά, για ποιον λόγο;

Η Τουρκική απειλή και το Δικαίωμα της Νομικής Άμυνας

Υπό το φως των παραπάνω, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ακόμα και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή ότι η Τουρκία δεν στηρίζει πραγματικά την πολιτική ή τα επιχειρήματά της στο διεθνές δίκαιο και την διεθνή πρακτική, αλλά τα παρερμηνεύει κατά περίπτωση για να αμφισβητήσει το υφιστάμενο καθεστώς και να πιέσει για την αναθεώρησή του, με σκοπό να αποκτήσει ανταλλάγματα, ερείσματα ή δικαιώματα σε περιοχές και πεδία όπου το διεθνές δίκαιο δεν το προβλέπει. Στην περίπτωση της (απο)στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει την δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειάς της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί ή να αντεπιτεθεί σε περίπτωση πολέμου. Το ότι η Άγκυρα απεργάζεται σχέδια αυτού του είδους δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς γνωρίζουμε ότι ήδη το 1956 η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Χίο, προκειμένου να εκβιάσει λύση της αρεσκείας της στο Κυπριακό.

Η δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων συμβατικών δεσμεύσεών της στο ανατολικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να αμφισβητήσει την ισχύ των διεθνών συνθηκών ή να επιδεινώσει τις ήδη δοκιμαζόμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα άρχισε σταδιακά να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εγκαταστάσεις στις οποίες αυτές έδρευαν. Όταν η Άγκυρα αντιλήφθηκε και κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η Αθήνα επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση». Η τουρκική πλευρά αντέτεινε ότι για να ασκηθεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας που προβλέπει ο Χάρτης, θα πρέπει το αμυνόμενο κράτος να έχει δεχτεί ένοπλη επίθεση. Η Ελλάδα διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (δηλαδή η μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική χώρα και η άμεση γειτνίασή τους με τις τουρκικές ακτές) θα καθιστούσαν άνευ αντικειμένου την λήψη μέτρων αν είχε ήδη εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, καθώς η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά σε μικρό χρονικό διάστημα με ελάχιστη αντίσταση. Προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα οφείλει να λάβει μέτρα νόμιμης άμυνας αντίστοιχα της απειλής που αντιμετωπίζει πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση. Η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική τοποθέτηση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση ακόμη και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί (anticipatory self-defence).

Υπό την έννοια αυτή, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ότι το πιο ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ της στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει προχωρήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων και υλικού σε σημεία της μικρασιατικής ακτής απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ενώ αμφισβητεί σχεδόν καθημερινά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την ελληνική κυριαρχία στον χώρο αυτό. Παρότι οι τουρκικές κινήσεις που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι πολλές, μια από τις πιο ανησυχητικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς τον Απρίλιο του 1975, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» είναι κατά βάση αμυντικό μέτρο, καθώς έπεται και δεν προηγείται της μερικής στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, τόσο η σύνθεση της στρατιάς αυτής όσο και ο όγκος της (35 χιλιάδες μάχιμοι σε καιρό ειρήνης) και η θέση της (στα δυτικά της χώρας) μαρτυρούν τον σκοπό και την χρησιμότητά της.

Τι πολιτική και ηθική βάση έχει η αποστρατιωτικοποίηση υπό τις σημερινές συνθήκες;

Αν και η επίκληση του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας εξυπηρετεί προς το παρόν τις ελληνικές θέσεις και ανάγκες, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα τα ελληνικά συμφέροντα. Ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι ότι το δικαίωμα νόμιμης άμυνας και η αναστολή της συμβατικής υποχρέωσης της αποστρατικοποίησης διαρκούν όσο διαρκεί και το αίτιό τους, δηλαδή η απειλή χρήσης βίας από άλλο κράτος. Κατ’ επέκταση, αν η τουρκική απειλή εκλείψει ή υποβαθμιστεί σημαντικά (πράγμα που φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να συμβεί), η ελληνική πλευρά οφείλει να τηρήσει στο ακέραιο τις συμβατικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο παρελθόν και να αποστρατιωτικοποιήσει την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο, την Ικαρία και τα Δωδεκάνησα.

Ως μόνιμη «λύση» στο «πρόβλημα» αυτό, ορισμένοι νομικοί και πολιτικοί αναλυτές έχουν προτείνει την επανεξέταση της σκοπιμότητας των διεθνών συνθηκών με βάση την ρήτρα rebus sic stantibus, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε ισχυριστεί ότι οι πρόνοιες των Συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων που αναφέρονται σε αποστρατιωτικοποίηση θεσπίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τις συνθήκες και τις ανάγκες εποχών που έχουν παρέλθει ή ανατραπεί ριζικά. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι συνθήκες αυτές επιτέλεσαν τον στόχο τους (την εξασφάλιση της ειρήνης και την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ γειτονικών κρατών), θα μπορούσαν οι διατάξεις περί αποστρατιωτικοποίησης να απολέσουν την βάση εφαρμογής τους, και οι συνθήκες να διατηρήσουν την σημασία τους μόνο ως προς τον καθορισμό της κυριαρχίας επί των νησιών.

Θεωρώντας δεδομένο ότι η Άγκυρα θα διαφωνήσει με αυτή την προσέγγιση, η όποια κίνηση ή πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη δοθεί ή ενισχυθεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα αμφισβητεί την ισχύ των διεθνών συνθηκών. Στον βαθμό που μπορεί και πρέπει να τεθεί ένα ζήτημα σχετικό με την (απο)στρατιωτικοποίηση, αυτό δεν είναι η ισχύς των συνθηκών (οι οποίες είναι και οφείλουν να γίνονται σεβαστές), αλλά η προβληματική φύση της αποστρατιωτικοποίησης, καθώς αυτή δε λειτούργησε ως πράξη προστασίας των ειρημένων νησιών και δεν συνοδεύτηκε από ρήτρα αμοιβαιότητας, αλλά χρησιμοποιήθηκε και λειτούργησε ως μια ποινή σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή προβλέφθηκε δεν υφίστανται -και για την ακρίβεια έχουν ανατραπεί- η Ελλάδα οφείλει σε κάποια ευνοϊκή συγκυρία να επιδιώξει την αναθεώρηση και πρακτική κατάργηση των σχετικών δεσμεύσεων, ώστε να μπορεί απόλυτα ελεύθερη και απερίσπαστη να προβεί στα μέτρα και αντίμετρα που κρίνει απαραίτητα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τουρκική απειλή.

*πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Ακατάβλητος καπιταλισμός

Από: EBR

Πολλοί αντιπαθούν τον καπιταλισμό

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Εξαρθρώθηκε δίκτυο απάτης ΦΠΑ στην Ευρώπη - κατασχέθηκαν 520 εκατ. ευρώ

Εξαρθρώθηκε δίκτυο απάτης ΦΠΑ στην Ευρώπη - κατασχέθηκαν 520 εκατ. ευρώ

Κατασχέθηκαν περίπου σαράντα εντάλματα σύλληψης και περιουσιακά στοιχεία 520 εκατομμυρίων ευρώ

Οικονομία

Αρ. Παντελιάδης: Οι τιμές δεν θα ξαναπέσουν, μόνη λύση η αύξηση μισθών

Αρ. Παντελιάδης: Οι τιμές δεν θα ξαναπέσουν, μόνη λύση η αύξηση μισθών

Η λύση στο πρόβλημα είναι η αύξηση των μισθών, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron