του Θάνου Νιφόρου*
Πριν αποτυπώσω στην παρακάτω ανάλυση μου για το τι εξελίσσετε τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στη παγκόσμια οικονομία αλλά και για την χώρα μας θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη σε όλους εκείνους που αφιερώνουν το χρόνο και τις προσπάθειές τους για τη διάσωση ζωών και για την μη εξάπλωση του υγειονομικού εχθρού.
Η εξάπλωση του Κορωνοϊού COVID-19 και η κλίμακα των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων του έρχονται ως τεράστιο και βαθύτατα ανησυχητικό σοκ αν και η οικογένεια των κορωνοϊών είναι γνωστή εδώ και 30 χρόνια. Αυτή η πανδημία δεν είναι απλώς μια παγκόσμια ιατρική και οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί καθοριστικό σημείο δημιουργίας ή διακοπής για το σημερινό σύστημα παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας.
Αν και δημιουργούνται τεράστιές ευκαιρίες επανατοποθέτησης στις χρηματιστηριακές αγορές ένας μεγάλος αριθμός επενδυτών αξιολογούν τη τρέχουσα κατάσταση ως μια τριπλή κρίση εν εξελίξει σε μία, η οποία συμπεριλαμβάνει ανθρωπιστικά, υγειονομικά και οικονομικά ρίσκα. Οι αγορές συνεπώς είναι σε κατάσταση πανικού και η δέσμευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να κινητοποιήσει τη δανειοδοτική ικανότητα του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων είχε επίσης μικρό αντίκτυπο στις αγορές. Οι αγορές για το άμεσο ορατό διάστημα είναι μη-εμπορεύσιμες με την έλλειψη της ρευστότητας να απειλεί τις αγορές χρέους. Οι φωνές για να κλείσουν οι αγορές και οι κυβερνήσεις να ασχοληθούν με το πώς να προστατεύουν το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ακούγονται δυνατά ακόμα και αν πιθανότατα σημαίνει μια οδυνηρή οικονομική στάση γεγονός που οι αγορές το θεωρούν αναπόφευκτο.
Ωστόσο, η θωράκιση της Ευρωζώνης ενόψει της οικονομικής κρίσης που ήδη προκαλεί η πανδημία του μεταλλαγμένου Κορωνοϊού Covid-19, είναι μια πολύ σημαντική απόφαση και για την Ελλάδα η οποία για πρώτη φορά η Ελλάδα θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα πιστωτικής επέκτασης όπου 750 δισεκατομμύρια ευρώ θα διατεθούν μέχρι το τέλος του έτους για να αγοραστούν κρατικά και τραπεζικά ομόλογα, αλλά και για πρώτη φορά και υποσχετικές επιχειρήσεων, μαζί με άλλα 350 δις που είχαν ήδη αποφασισθεί σε προηγούμενες συνεδριάσεις.
Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις προοπτικές ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ είναι σαφώς μεγάλοι. Εκτός από τους κινδύνους που σχετίζονται με τους γεωπολιτικούς παράγοντες, την αύξηση του προστατευτισμού και των τρωτών σημείων στις αναδυόμενες αγορές, η εξάπλωση του κοροναϊού προσθέτει μια νέα και ουσιαστική πηγή επικινδυνότητας για τις αναπτυξιακές προοπτικές. Οι επιπτώσεις του κοροναϊού για τον πληθωρισμό περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα, δεδομένου ότι οι πιέσεις προς τα κάτω που συνδέονται με την ασθενέστερη ζήτηση μπορεί να αντισταθμιστούν από τις ανοδικές πιέσεις που σχετίζονται με τις διαταραχές στον εφοδιασμό και με τη πρόσφατη απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου να δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους μείωσης των βραχυπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό.
Αν και η δήλωση είναι σαφής: "Θα κάνουμε τα πάντα για να στηρίξουμε το ευρώ και τις οικονομίες των χωρών μας", τα κακά νέα συνεχίζουν και υπό κανονικές συνθήκες, θα μπορούσε να αντισταθμιστούν από οικονομικές πολιτικές αλλά το μέγεθος του σοκ της τριπλής κρίσης αυξάνεται εκθετικά μαζί με την μεταδοτικότητα του Covid-19 και στις αγορές χρέους, ανησυχώντας ότι η πανδημία των κοροναϊών θα οδηγήσει σε χρεοκοπίες, αθέτηση πληρωμών και υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και άμβλυνση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων σε στρατηγικούς κλάδους και χώρες που προκαλούνται ήδη από την εξάπλωση του ιού.
Αν και οι επίσημες προβλέψεις παραμένουν αισιόδοξες, βάσει των θετικών νέων στην οικονομία που είχαν ληφθεί υπόψιν στους υπολογισμούς των αγορών πριν το ξέσπασμα της κρίσης, αυτό έχει αλλάξει και πλέον έχει προεξοφληθεί ως παγκόσμια ύφεση της τάξεως του 2,5% με τις ΗΠΑ ήδη σε βαθιά ύφεση όπως και στις περισσότερες χώρες με το χρέος να παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα που δεν θα επιτρέπει την οικονομία να ανακτήσει τις δυνάμεις της.
Η τριπλή αυτή ανθρωπιστική, υγειονομική και οικονομική κρίση δεν αφορά, όσον αφορά το οικονομικό της σκέλος τη πλευρά της ζήτησης, η μια κρίση ρευστότητας, η μια πιστωτική κρίση αλλά ένα οικονομικό σοκ από τη πλευρά της προσφοράς, γεγονός που δεν αντιμετωπίζετε με την αύξηση της ρευστότητας η τη περαιτέρω μείωση επιτοκίων. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να λάβουν μέτρα στο σκέλος της προσφοράς με τη μείωση των φόρων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και να παρέχουν γραμμές κεφαλαίου κίνησης για επιχειρήσεις που υποφέρουν λόγω παύσης λειτουργίας τους. Οι τράπεζες έχουν την ευκαιρία να ξανακερδίσουν το πελατολόγιο τους και ταυτόχρονα να μη αυξήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με το να παρέχουν τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμης διακοπής αποπληρωμών στεγαστικών και εταιρικών δανείων.
*επενδυτικός σύμβουλος στρατηγικών επενδύσεων και οικονομικός αναλυτής