του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Οι πρόσφατες δραστηριότητες του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis άνωθεν της ελληνικής υφαλοκρηπίδος και οι εκατέρωθεν συγκεντρώσεις αεροναυτικών δυνάμεων δημιουργούν κλίμα έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών και αυξάνουν τις πιθανότητες μια προσχεδιασμένης ή τυχαίας, σύγκρουσης.
Την παρούσα περίοδο, η πλειονότητα των εκτιμήσεων αποφαίνεται ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί μια ελληνοτουρκική σύγκρουση μεγάλης κλίμακος αλλά επικεντρώνεται στην εξάσκηση συνεχούς και πολύπλευρης πίεσης στην Αθήνα (πειθαναγκασμός) επιθυμώντας αρχικά την έναρξη διαπραγματεύσεων υπό ευνοϊκές για αυτήν προϋποθέσεις. Στον σχεδιασμό αυτό, μια στρατιωτική σύγκρουση -και μάλιστα μεγάλης κλίμακος- δεν περιλαμβάνεται, καίτοι η Άγκυρα πιθανόν να θεωρεί ότι μια μικρής έκτασης συμπλοκή θα ενίσχυε την πειστικότητα του τουρκικού πειθαναγκασμού. Σε μια ανάλογη μικρής κλίμακος εμπλοκή, το επιχειρησιακό αποτέλεσμα μικρή σημασία θα είχε καθώς δεν θα ανέτρεπε το συσχετισμό ισχύος αλλά θα προκαλούσε -τουλάχιστον έτσι φαίνεται να το αντιλαμβάνεται η Άγκυρα- ψυχολογικό κλονισμό στην ελληνική πλευρά, αναγκάζοντας την να αποδεχθεί μερικώς τις τουρκικές απαιτήσεις, συρόμενη σε έναν διάλογο σύμφωνα με τις ορέξεις του «Σουλτάνου».
Δεν σκοπεύουμε στο παρόν κείμενο να εξετάσουμε την ορθότητα αυτής της ενδεχόμενης τουρκικής αντίληψης απλά θα επισημάνουμε ότι ιστορικά, ανάλογες -με τις τουρκικές- ενέργειες είχαν συνήθως το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Επίσης δεν θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσον είναι πιθανή μια ελληνοτουρκική στρατιωτική σύγκρουση ούτε και να προβλέψουμε το αποτέλεσμά της.
Η παρούσα συνοπτική ανάλυση περιορίζεται στην παρουσίαση σκέψεων για επιτυχή χειρισμό μιας αεροναυτικής εμπλοκής με έμφαση στην ενίσχυση των πιθανοτήτων ενός ημετέρου αποφασιστικού πλήγματος στον αντίπαλο εάν η σύγκρουση καταστεί αναπόφευκτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η ευνοϊκή για εμάς εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν εξασφαλίζει την επίτευξη των εθνικών στόχων καθώς ο αντίπαλος θα ανασυνταχθεί και θα επανέλθει δριμύτερος σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παρά ταύτα, η δυναμική αντίδραση, μεγάλης κλίμακος, υπό περιστάσεις ίσως καταστεί μονόδρομος για την Αθήνα -ενδεχομένως και πέραν των προθέσεών της- και χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει ένας ξεκάθαρος πολιτικός επιθυμητός στόχος ή και η πρόβλεψη ενός «end state» παρά μόνο η επιδίωξη ενός συντριπτικού στρατιωτικού πλήγματος, προληπτικού ή ανταποδοτικού.
Μια ανάλογη εξέλιξη μπορεί να προκύψει είτε ως μια απόφαση της Ελλάδος για εξαπόλυση ενός προληπτικού πλήγματος είτε ως μια ταχύτατη κλιμάκωση, αποτέλεσμα μιας προσχεδιασμένης ή τυχαίας εμπλοκής. Η πρώτη περίπτωση βασίζεται στην αξιολόγηση των πληροφοριών και στην εκτίμηση ότι η εχθρική (τουρκική) ενέργεια είναι επικείμενη και αναπόφευκτη. Πλέον των επιχειρησιακών σχεδιασμών και ικανοτήτων, προϋποθέτει την βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια παρακινδυνευμένη ενέργεια που θα πρέπει να δικαιολογηθεί επαρκώς έναντι της διεθνούς κοινότητας. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, το κόστος ανάληψης επιθετικής ενέργειας (έστω και υπό τη νεφελώδη εκδοχή του προληπτικού πλήγματος) από ένα κράτος -στο μέγεθος της Ελλάδος- είναι δυσβάστακτο. Ακόμη, όμως, περισσότερο δυσβάστακτη είναι μια ήττα επί του πεδίου της μάχης. Σίγουρα τα Επιτελεία διαθέτουν ανάλογα σχέδια προληπτικών πληγμάτων βασιζόμενα σε ένα ευρύ φάσμα προϋποθέσεων και ενδεχόμενων επιλογών.
Η δεύτερη περίπτωση, αυτή της ταχύτατης κλιμάκωσης, εξασφαλίζει μια σχετικά ευκολότερη αντιμετώπιση των διεθνών συνεπειών αλλά επιχειρησιακά εμπεριέχει πολύ υψηλότερο βαθμό διακινδύνευσης έναντι της συνειδητής εξαπόλυσης προσχεδιασμένου προληπτικού κτυπήματος όπου θεωρητικά τουλάχιστον, η αρχική πρωτοβουλία (με όλα τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα) ανήκει στον επιτιθέμενο. Η περίπτωση της ταχύτατης κλιμάκωσης δύναται να προκύψει από την αλληλουχία των αντιδράσεων των διοικητών των αεροναυτικών μονάδων αμφοτέρων των πλευρών καθώς έκαστος εξ’ αυτών θα θεωρήσει ότι βρίσκεται υπό απειλή και δικαιούται να αναλάβει τις προβλεπόμενες ενέργειες «αυτοάμυνας». Η ακαριαία μετάπτωση από μια περιορισμένη -ενδεχομένως και τυχαία- στρατιωτική εμπλοκή σε μια ευρείας διάστασης επιτυχούς μαζικής προσβολής του αντιπάλου προϋποθέτει υψηλότατης αποτελεσματικότητας ένοπλες δυνάμεις από πλευράς έμψυχου και άψυχου υλικού, και άριστη προετοιμασία. Αναμφίβολα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν πληθώρα εργαλείων (Εθνικοί Κανόνες Εμπλοκής, σχέδια επιχειρήσεων, συστήματα επικοινωνιών, εκπαιδευμένο προσωπικό κλπ) με γνώμονα όχι μόνο την αποφυγή της ανεξέλεγκτης αντιπαράθεσης αλλά και για τον επιτυχή χειρισμό της, διαθέτοντας πληθώρα επιλογών και επιδιωκόμενων στόχων.
Υψηλής αποτελεσματικότητας, όμως, πρέπει να είναι και η κυβέρνηση που καλείται από τον καιρό της ειρήνης να προκαθορίσει ευκρινώς τις συνθήκες και τα όρια μιας ανάλογης εμπλοκής προετοιμάζοντας, όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά το σύνολο του κυβερνητικού μηχανισμού για μια παρόμοια εξέλιξη. Η κυριότερη προϋπόθεση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η άριστη συνεργασία μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ηγεσίας του στρατεύματος ώστε να καταστεί δυνατή η προετοιμασία και η εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά τέτοιο τρόπο -και σε τέτοιο βαθμό- ώστε να επιτευχθούν οι αντικειμενικοί στόχοι της πρώτης.
Απαραίτητη είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας γνώση των πραγματικών επιχειρησιακών δυσκολιών που δημιουργούν οι συναθροίσεις πολεμικών δυνάμεων σε περιορισμένο χρόνο και υπό συνθήκες έντασης, και οι συνέπειες μιας ταχύτατης και γενικευμένης κλιμάκωσης ίσως μη επιθυμητής από αμφότερες τις πλευρές. Στο πλαίσιο αυτό, η οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συναντίληψης μεταξύ πρωθυπουργού και Α/ΓΕΕΘΑ είναι σημαντικότατος παράγων. Είναι πολύ πιθανόν η κρίσιμη απόφαση του αρχηγού της κυβερνήσεως να βασιστεί στην δίλεπτη (ίσως και τηλεφωνική) ενημέρωση-εισήγηση του Α/ΓΕΕΘΑ. Ενδεχομένως ο Α/ΓΕΕΘΑ να έχει εξουσιοδοτηθεί από τον καιρό της ειρήνης για την άμεση εφαρμογή ορισμένων μέτρων. Αυτή η συναντίληψη, πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, της κατάστασης και των διλημμάτων μπορεί να αποκτηθεί μόνο μετά από πολύωρες κοπιώδεις ενημερώσεις, προειλημμένες αποφάσεις επί πληθώρας σεναρίων αλλά και πιεστικών συνεκπαιδεύσεων στις διαδικασίες χειρισμού κρίσεων και άμεσων αντιδράσεων. Εδώ βρίσκεται και ο σημαντικός ρόλος για το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που ως θεσμός και σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα Υπουργεία πρέπει να επεξεργάζεται τα απαραίτητα πολυπληθή σενάρια, αναλύοντας τις συνέπειες εκάστου, τις πιθανές εξελίξεις και έχοντας πάντα ετοιμότητα υποβολής ρεαλιστικών προτάσεων ζωτικής σημασίας σε ελάχιστο χρόνο.
Ταυτόχρονα πρέπει να είναι πλήρως ευκρινή και κατανοητά, από άπαντες τους εμπλεκομένους, τα όρια και οι προϋποθέσεις της ακαριαίας ή σταδιακής απόφασης (αποφάσεων) κλιμάκωσης. Σημαντικότατη είναι η ύπαρξη, σε όλη την διάρκεια της σύγκρουσης, πολιτικού ελέγχου των εξελίξεων παράλληλα με μια ρεαλιστική δυνατότητα αποκλιμάκωσης ως αποτέλεσμα διμερών επαφών ή διεθνούς διαμεσολάβησης. Ο επικοινωνιακός χειρισμός της κρίσεως (οποιουδήποτε μεγέθους και εξέλιξης), με αποδέκτες στο εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Αντίστοιχος προσχεδιασμός και τυποποίηση ενεργειών πρέπει να υφίσταται και στο Υπουργείο Εξωτερικών που σε περιορισμένο χρόνο θα πρέπει να προβάλλει αξιόπιστα τις εθνικές θέσεις κινητοποιώντας κράτη και διεθνείς οργανισμούς.
Η προαναφερθείσα άψογη συνεργασία στην κορυφή πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας θα πρέπει να επεκτείνεται σε διακλαδικό επίπεδο σε όλη την κλίμακα διοικήσεως των ενόπλων δυνάμεων φθάνοντας μέχρι και το κατώτερο επίπεδο των μεμονωμένων αεροναυτικών τμημάτων. Σε σημαντικότατο βαθμό η εξέλιξη της σύγκρουσης θα εξαρτηθεί από ακαριαίες αποφάσεις και αντιδράσεις μικρού αριθμού στελεχών που επανδρώνουν (διοικούν) αεροναυτικές μονάδες πρώτης γραμμής και των αμέσων προϊσταμένων τους που θα κληθούν να τους ενισχύσουν-υποστηρίξουν.
Είναι σχετικά εύκολη η θέσπιση και η θεωρητική επίκληση των Εθνικών Κανόνων Εμπλοκής αλλά επί του νεφελώδους πεδίου του μάχης η κρίση και η απόφαση της κλιμάκωσης συχνά βρίσκεται αναπόφευκτα και με όλα τα ρίσκα, στα χέρια των τοπικών διοικητών. Ο κυβερνήτης πολεμικού σκάφους ή πτητικού μέσου είναι αυτός που έχοντας γνώση των διαταγών-οδηγιών, της τακτικής κατάστασης, των συνεπειών της αντίδρασης ή της μη αντίδρασης του, σε ελάχιστο χρόνο, θα πρέπει να λάβει σημαντικότατες αποφάσεις. Επιπρόσθετα, ο άμεσα προϊστάμενος του αρχικά δρώντος, θα κληθεί και αυτός με την σειρά του, αστραπιαία να επέμβει υποστηρίζοντας τον υφιστάμενό του ακόμη και σε περίπτωση λανθασμένης απόφασης του τελευταίου. Αν δεν πράξει ανάλογα, θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την επιβίωση του υφισταμένου του, την δική του αλλά ενδεχομένως και την έκβαση της γενικότερης κατάστασης. Η μετάβαση του διλήμματος αντίδρασης σε ανώτερο κλιμάκιο καίτοι μπορεί να προβλέπεται θεωρητικά, πρακτικά ίσως να είναι άκαιρη ή και αδύνατη. Ευχής έργο είναι η δυνατότητα αυτοματοποιημένης παρέμβασης του προϊσταμένου -άνευ κλήσεώς του- που εκμεταλλευόμενος τα υψηλής αξιοπιστίας μέσα ελέγχου που διαθέτει και έχοντας μια πιο ολοκληρωμένη τακτική εικόνα θα λάβει μια ορθότερη απόφαση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση (κλιμάκωσης ή αποκλιμάκωσης). Το βασικό, όμως, ερώτημα είναι η διαθεσιμότητα χρόνου που συχνά δεν επιτρέπει την λεπτομερή και ψύχραιμη ανάλυση μιας απρόοπτης κατάστασης. Στο πολεμικό περιβάλλον, προαιώνιο είναι το πρόβλημα της επιδίωξης της «βεβαιότητας» για τις κινήσεις του εχθρού και την τακτική κατάσταση, ενίοτε, όμως, η επιδίωξή της έχει ως συνέπεια την σπατάλη του πολύτιμου χρόνου και την καθυστερημένη και άνευ αξίας αντίδραση.
Υπάρχει, όμως, «συνταγή» που θα μας οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα σε ένα ταχύτατα εξελισσόμενο, προσχεδιασμένο ή μη, επεισόδιο; Η τέχνη του πολέμου δεν προσφέρει εγγυημένες λύσεις ούτε και αναλλοίωτες «συνταγές» επιτυχίες παρά μόνο αρχές -ενίοτε αντικρουόμενες- που η ορθή ανθρώπινη κρίση, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, (συμπεριλαμβανομένης και της τύχης) αναλαμβάνει να υλοποιήσει στο πεδίο της μάχης. Βασικής σημασίας -στο επιχειρησιακό επίπεδο- είναι η συνύπαρξη και αρμονική λειτουργία, σαφών σχεδίων-οδηγιών-κατευθύνσεων, αποτελεσματικών μέσων διοικήσεως και ελέγχου, κατάλληλης εκπαίδευσης και ορθής επιλογής του προσωπικού που στελεχώνει (και κυρίως διοικεί) μονάδες πρώτης γραμμής.
Οι σαφείς επιχειρησιακές οδηγίες αντίδρασης, εμπεριέχονται κατά μεγάλο μέρος στους Εθνικούς Κανόνες Εμπλοκής και σχοινοβατούν μεταξύ της αποφυγής μιας άσκοπης κλιμάκωσης, της προστασίας των δυνάμεών μας, και της επίτευξης ευνοϊκού τακτικού αποτελέσματος ή τουλάχιστον απαγόρευσης στον αντίπαλο να επιτύχει κάτι ανάλογο. Απαιτούν συνεχή ανατροφοδότηση με τα νέα δεδομένα που απορρέουν από τις κινήσεις και τις τακτικές του αντιπάλου, αλλά προφανώς είναι αδύνατη η πρόβλεψη κάθε μελλοντικού επεισοδίου.
Ένα πιθανό σενάριο που ενδέχεται να οδηγήσει σε απότομη κλιμάκωση αναφέρεται στη μη προσχεδιασμένη εμπλοκή με πυρά (ειδικά κατευθυνόμενων βλημάτων) δύο ναυτικών ή αεροπορικών μονάδων. Σε αυτήν την περίπτωση, η μονάδα που δέχεται την προσβολή θα ενεργοποιήσει όλα τα παθητικά συστήματα αποφυγής του πλήγματος χωρίς να αποκλείεται να προβεί σε ανταποδοτική εκτόξευση (η ίδια η προσβαλλόμενη μονάδα ή άλλη μονάδα που την καλύπτει). Η αυτοματοποιημένη ενεργοποίηση των παθητικών μέτρων προστασίας μπορεί να εκληφθεί από τις γειτνιάζουσες μονάδες ως έναρξη σύγκρουσης και μπορεί να οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη αλληλουχία εκτοξεύσεων και εμπλοκών. Καίτοι οι οδηγίες και τα σχέδια προβλέπουν σε γενικές γραμμές παρόμοιες καταστάσεις, οι ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης δεν δύνανται πάντα να προβλεφθούν και, φυσικά, είναι αβέβαιες και οι αντιδράσεις των εκατέρωθεν εμπλεκομένων.
Η ύπαρξη «επιχειρησιακής εικόνας» σε όλα τα κλιμάκια διοικήσεως σε συνδυασμό με την δυνατότητα αυτοματοποιημένης άμεσης επέμβασης των προϊσταμένων θα εξασφαλίσει την ορθότητα της απόφασης άμεσης αντίδρασης, με τη μορφή της αποδοχής, αναίρεσης, τροποποίησης αλλά και έγκαιρης προειδοποίησης όλων των υπολοίπων μονάδων περί της εξέλιξης του επεισοδίου και της επόμενων ενεργειών. Ειδικά η έγκαιρη ειδοποίηση έχει μεγάλη σημασία καθώς οι γειτονικές ημέτερες μονάδες θα βρεθούν στο δίλημμα άμεσης προσβολής των στόχων -που σίγουρα τους έχουν προανατεθεί- ή της αναμονής διευκρίνησης της κατάστασης και των διαθέσεων του αντιπάλου. Αυτή η αναμονή καθιστά τις μονάδες επιρρεπείς σε ενδεχόμενη μεμονωμένη (ή ακόμη χειρότερα, μαζική) εχθρική προσβολή με κατευθυνόμενα βλήματα. Στο περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα θα κριθεί ενδεχομένως και η εξέλιξη του συμβάντος, με σημαντικότατο ρόλο να διαδραματίζει η έγκαιρη και ορθή παρέμβαση των προϊσταμένων κλιμακίων σε συνάρτηση με τις αποφάσεις και ενέργειες των τοπικών διοικητών. Οι τοπικοί διοικητές συνήθως καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της άμεσης κλιμάκωσης με επιδίωξη την απόκτηση τακτικού πλεονεκτήματος που προσδίδει το πρώτο μαζικό πλήγμα ή αναμονής με ανάληψη του κινδύνου απορρόφησης ενός εχθρικού κτυπήματος (ίσως επώδυνου).
Το δίλημμα αυτό δεν θα το επιλύσει πλήρως κανένα αυτοματοποιημένο σύστημα διοικήσεως (επί του παρόντος). Θα είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης αποφάσεως ή αλληλουχίας ανθρωπίνων αποφάσεων σε διάφορα σταδιακά κλιμάκια. Καίρια σημασία έχει η πληρότητα των υπαρχόντων διαταγών-σχεδίων-οδηγιών-κατευθύνσεων και η επάρκεια των μέσων ελέγχου και διοικήσεως αλλά σίγουρα ο ανθρώπινος παράγων είναι αυτός που θα κληθεί να ερμηνεύσει σωστά τις απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες της κάθε στιγμής. Είναι αναγκαιότητα να επιλέξουμε και να προετοιμάσουμε τους ανθρώπους αυτούς (διοικητές μονάδων πρώτης γραμμής) με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιτυχία. Η διαδικασία αυτή απαιτεί συνεχείς αξιολογήσεις, καθημερινή τριβή με παρόμοιες καταστάσεις αλλά προϋποθέτει και μια έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου για ορθή και άμεση αντίδραση υπό συνθήκες ακραίας πίεσης (πίεσης μη σχετιζόμενης μόνο με την φυσική επιβίωση αλλά κυρίως με τις συνέπειες των ενεργειών μας). Ικανότατα στελέχη με πλήθος περγαμηνών ενίοτε αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις καταστάσεις με συνέπεια να μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα σε δεκάδες άλλων θέσεων.
Πλέον, όμως, της ορθής επιλογής του προσωπικού θα απαιτηθεί και η «όσμωση» όλων αυτών των διακλαδικών διοικητών πρώτης γραμμής σε πληθώρα συνεκπαιδεύσεων, τακτικών ασκήσεων, ηλεκτρονικών «πολεμικών παιγνίων» και συχνών ελεύθερων ανταλλαγών απόψεων και εξέτασης ακόμη και απίθανων σεναρίων. Οι άνθρωποι αυτοί, πλέον των ικανοτήτων τους πρέπει να είναι κοινωνοί των εχθρικών επιδιώξεων όχι μόνο στο επιχειρησιακό πεδίο αλλά και στο ευρύτερο διεθνοπολιτικό χώρο δυνάμενοι να αναλογιστούν σφαιρικά και σε βάθος τις συνέπειες των πράξεων τους.
Να έχουμε επίσης υπόψη μας ότι αυτές οι ικανότητες δεν αποκτώνται εξ απονομής ούτε και δια ακαδημαϊκής φοιτήσεως αλλά σταδιακά πλάθονται με την φοίτηση στις διαδοχικές στρατιωτικές σχολές και την καθημερινή τριβή στις μάχιμες μονάδες και υπό συνθήκες πίεσης.
Βασική προϋπόθεση, η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων (πολιτική και στρατιωτική) έχοντας ενστερνιστεί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η σημερινή επιχειρησιακή πραγματικότητα να αποδεχθεί τους κινδύνους δόμησης μιας περισσότερο ευέλικτης δομής διοίκησης και κυρίως προετοιμασίας για απόκτηση μεγαλύτερης ικανότητας αυτόνομης δράσης διοικητών της πρώτης γραμμής. Η τάση αυτή έχει υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια στις ένοπλες δυνάμεις αρκετών χωρών και εμφανίζεται με την ονομασία «mission command» [8], χωρίς φυσικά να αποτελεί «ανακάλυψη» της δικής μας εποχής! Θεμέλιος λίθος αυτής της τάσεως είναι η κατάλληλη προετοιμασία του προσωπικού και δευτερευόντως η εξασφάλιση των καταλλήλων μέσων διοικήσεως και ελέγχου. Έχει αποδειχθεί ότι δύσκολα -και αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένο- ένας πολιτικός ηγέτης αλλά και ένας Α/ΓΕΕΘΑ, μπορούν να αποδεχθούν ότι ενδιάμεσοι διοικητές στην στρατιωτική κλίμακα της ιεραρχίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν την χώρα σε μια πολεμική αναμέτρηση ένεκα των επιλογών τους σε πιεστικές καταστάσεις κρίσεων [9]. Παρά ταύτα, οι ορθές αποφάσεις αυτών ακριβώς των ενδιάμεσων στελεχών σε παρόμοιες καταστάσεις, είναι αυτές που θα μάλλον θα κρίνουν την έκβαση του αγώνα. Είναι, πράγματι, πολύ δύσκολη η ισορροπία αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση από το να βασιστούμε σε αυτούς τους ανθρώπους και να επενδύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στην καταλληλότερη προετοιμασία και υποστήριξή τους.
*Αντιστράτηγος (εα), υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu), διαλέκτης και συνεργάτης στην Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr