του Απόστολου Παπακωνσταντίνου*
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το κίνητρο απόκτησης περιουσίας μέσω της εργασίας ή της αξιοποίησης ήδη υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων αποτελεί μονόδρομο για τη συλλογική πρόοδο και ευημερία. Πράγματι, η προοπτική βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης απελευθερώνει τις δυνατότητες και την παραγωγικότητα του ατόμου. Τούτο μεταφράζεται σε συλλογικό επίπεδο ως κοινωνική πρόοδος. Αυτό άλλωστε υπαινίσσεται το Σύνταγμά μας όταν στο άρθρο 25 παρ. 2 ορίζει ότι «η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».
Έτσι, το κράτος όχι μόνον οφείλει να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια που θα περιόριζε την ατομική ελευθερία και πρωτοβουλία, αλλά επιπλέον έχει υποχρέωση να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να αναπτυχθεί ελεύθερα η προσωπικότητα του ατόμου, υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση να μην παραβιάζει την ελευθερία των υπολοίπων. Επίσης, το κράτος έχει την πολιτική και συνταγματική υποχρέωση να διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, δημιουργώντας ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τους οικονομικά αδύναμους, παρέχοντας σε αυτούς ένα ελάχιστο «εγγυημένο» εισόδημα, καθώς και πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά, όπως η παιδεία και η υγεία, όχι ασφαλώς υπό τη μορφή «κινήτρου απραξίας», αλλά ως στήριγμα για βελτίωση της δημιουργικότητάς τους.
Για να επιτελέσει τα καθήκοντα που του επιβάλλονται από το κοινωνικό κράτος, αλλά και για να καλύψει τις δαπάνες των άλλων λειτουργιών του (δικαστικό σύστημα, άμυνα, εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό), το κράτος βασίζεται στη φορολόγηση της περιουσίας (κινητής- ακίνητης). Είναι βέβαιο ότι όσο αυξάνεται η φορολογική επιβάρυνση, το ζωογόνο κίνητρο απόκτησης περιουσίας αποδυναμώνεται, είτε διοχετεύεται στην παραοικονομία. Έτσι, η υπέρμετρη φορολόγηση οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην αντιστροφή της πορείας κοινωνικής προόδου και όχι αργά στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ηθική κατάρρευση. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι σκέψεις αυτές, οι οποίες δεν οδηγούν ασφαλώς στην «ανακάλυψη της πυρίτιδας», αγνοούνται συχνά από ευρύ φάσμα της πολιτικής.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση την τελευταία δεκαετία έπληξε τη χώρα μας με πρωτόγνωρη ένταση, κυρίως λόγω χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της που κρυβόταν μετ’ επιμελείας «κάτω από το χαλί», πρόδηλων σφαλμάτων των κυβερνήσεων στην έναρξη ιδίως της κρίσεως αλλά και λαϊκιστικών αυταπατών που γεννούν συχνά οι κρίσεις αυτές σε μεγάλη κατηγορία των πάσης φύσεως «καθοδηγητών της κοινωνίας», οι οποίοι ανακάλυψαν αίφνης το «διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης», που κατά κανόνα έως τότε υπηρετούσαν, αλλά και το «κακό ευρώ», που έως τότε συσσώρευαν. Η υποταγή της χώρας και της κοινωνίας στις μνημονιακές συνθήκες προέκυψε έτσι, δυστυχώς, ως μονόδρομος, εάν αφαιρέσει βέβαια κανείς ακραίες προτάσεις που όλες κατέληγαν επί της ουσίας «στην ατομική καλλιέργεια της γης» προς επιβίωση ή στην εξαθλίωση που γνώρισαν και, δυστυχώς, εξακολουθούν να γνωρίζουν χώρες- «ινδάλματα» των ακραίων αυτών απόψεων.
Στο επίκεντρο των μνημονιακών μέτρων εντάχθηκαν οι δραστικές αυξήσεις στη φορολογία, που γρήγορα γονάτισαν την κοινωνία και οδήγησαν σε αδιέξοδο την οικονομία. Η «εισφορά αλληλεγγύης» και ο «συμπληρωματικός» (!) ΕΝΦΙΑ αποτελούν τα πλέον απτά δείγματα ενός τέτοιου αδιεξόδου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας «αναγκάστηκε» έως το έτος 2015 να αναγνωρίζει τη συνταγματικότητα παρόμοιων μέτρων, ενόψει του άμεσου κινδύνου «δημοσιονομικού εκτροχιασμού» της χώρας. Και εάν τούτο φαινόταν «αναγκαίο» από το Δικαστήριο την περίοδο εκείνη, η διατήρηση τέτοιων φορολογικών μέτρων επί σειρά ετών άγει σε ευθεία καταστρατήγηση του Συντάγματος, δεδομένου ότι τα όρια αντοχής του έχουν πλέον εξαντληθεί. Πάνω και πέρα όμως από την προφανή αντισυνταγματικότητα τέτοιων κατάλοιπων των μνημονίων και του λαϊκισμού, είναι σαφές ότι η διαιώνισή τους αποτελεί βαρίδιο για την ατομική, άρα και την κοινωνική, πρόοδο.
*βασικός έταιρος της δικηγορικής εταιρείας Απ. Παπακωνσταντίνου- Ν. Κ. Χλέπας& Συνεργάτες