του Βασίλη Σιταρά*
Οι προμήθειες ιδιαίτερα ακριβών οπλικών συστημάτων, όπως είναι κατεξοχήν τα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη, συνιστούν πρόκληση στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής (public policy) και, ειδικότερα, της πολιτικής εθνικής ασφάλειας (national security policy). Ειδικά η απόφαση αγοράς ενός νέου τύπου μαχητικού αποτελεί μια σύνθετη εξίσωση, με πολλές και -το κυριότερο- διαφορετικής φύσεως παραμέτρους: οικονομικές, επιχειρησιακές και γεωπολιτικές. Η αποσαφήνιση και η στάθμιση της κάθε δέσμης παραμέτρων αποτελεί έργο της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας μιας χώρας, με την τελευταία να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη της επιλογής. Στις περισσότερες Δυτικές χώρες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν επιτακτικά προβλήματα ασφάλειας, μια τέτοια απόφαση προκύπτει από μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία ξεκινάει από τον αρχικό σχεδιασμό, μέσω του καθορισμού των αναγκών και των διαθέσιμων κονδυλίων, προχωράει στην φάση ενός διεθνούς διαγωνισμού, ακολουθεί η αξιολόγηση των υποψηφίων σχεδιάσεων στην βάση όλων των κριτηρίων και, στο τέλος, επέρχεται η κατακύρωση με την συνακόλουθη υπογραφή της σύμβασης προμήθειας.
Αυτός είναι ο κανόνας και σωστά: η απόφαση αγοράς μαχητικού θα δεσμεύσει μια χώρα για ένα διάστημα γύρω στα 30 με 45 έτη, δηλαδή το διάστημα που μεσολαβεί από την δημιουργία της σχετικής υποδομής μέχρι την απόσυρση του τύπου. Καθοριστικός, δε, παράγοντας της οικονομικής ειδικά αξιολόγησης δεν είναι το κόστος κτήσης ενός αεροσκάφους δηλ. η τιμή αγοράς όπως εξέρχεται από τη μαζική γραμμή παραγωγής (flyaway cost), αλλά ολόκληρο το κόστος του «κύκλου ζωής»: Το ακριβότερο μαχητικό αεροσκάφος που κατασκευάστηκε ποτέ, το F-22 Raptor, έχει τιμή αγοράς 150+ εκατ. δολάρια ανά μονάδα, το οποίο απογειώνεται στα 340-350 εκατ., συμπεριλαμβανομένου του κόστους έρευνας και εξέλιξης (R&D) πριν ακόμη αρχίσει η μαζική παραγωγή. Όσο για τo κόστος του «κύκλου ζωής», είναι εξωπραγματικό: με 59.000 δολάρια επιχειρησιακό κόστος ανά ώρα πτήσης και εκτιμώμενη διάρκεια ζωής 8.000 ώρες πτήσης, προκύπτει 820 εκατ. δολ. (350 + 470). Αυτό σημαίνει ότι οι 187 μονάδες που αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ -μοναδικό πελάτη- θα κοστίσουν, μέχρι να αποσυρθούν, πάνω από 150 δισ.! Τυχόν αναβάθμιση του στόλου στο μέλλον θα αυξήσει κι άλλο αυτό το νούμερο... Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι τυχαίο που στις ΗΠΑ, την χώρα με το μεγαλύτερο προϋπολογισμό εξοπλιστικών προμηθειών παγκοσμίως, λειτουργεί, υπό την εποπτεία του Πενταγώνου, Πανεπιστήμιο Αμυντικών Αγορών (Defense Acquisition University ή DAU), με σκοπό να εκπαιδεύσει τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων στο σύνθετο αυτό αντικείμενο.
ΠΑ: οδυνηρή εμπειρία και υφιστάμενη κατάσταση
Η Ελλάδα αποτελεί, εν μέρει, μια ιδιάζουσα περίπτωση σε ολόκληρη την Εσπερία. Ως φαίνεται, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και υλοποίηση εξοπλιστικού προγράμματος στην βάση των πραγματικών αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων ουσιαστικά δεν υπήρξε. Οι προμήθειες, ακόμη και των πλέον ακριβών οπλικών συστημάτων, υπήρξαν, δυστυχώς, αποσπασματικές και συγκυριακές: κατά κανόνα, κάθε φορά που λάμβανε χώρα μια κρίση με την γείτονα, όπως λ.χ. η σημερινή (2020), ακολουθούσε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα/εξπρές. Αυτό απλά κάλυπτε κάποια εμφανή κενά, όχι με τον καλύτερο επιχειρησιακά ούτε τον πιο συμφέροντα οικονομικά τρόπο. Η γνωστή και πάγια αβελτηρία της ελληνικής δημόσιας πολιτικής έχει βρει στις αμυντικές προμήθειες την πιο χαρακτηριστική έκφρασή της. Διόλου τυχαίο που ορισμένες αδιαφανείς και προδήλως υπερκοστολογημένες προμήθειες της περιόδου από το 1996 ως το 2004 (πρωθυπουργία Κώστα Σημίτη), ενέπλεξαν ποινικά την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ, η οποία κατηγορήθηκε για «μίζες» και κατέληξε στην Δικαιοσύνη. Μια εμφανώς απαράδεκτη τακτική, την οποία πολλάκις ακολουθήσαμε ως χώρα με την επίφαση του… κατεπείγοντος, ήταν οι απευθείας αναθέσεις συμβολαίων, σε αντίθεση με τους ανοιχτούς διαγωνισμούς. Στην απευθείας ανάθεση η τιμή, κατά κανόνα, απογειώνεται. Ο Έλληνας φορολογούμενος ήταν, τελικά, ο μονίμως ζημιωμένος της υπόθεσης, καθώς τα χρήματά του δεν αξιοποιήθηκαν με την δέουσα αποτελεσματικότητα. Εάν εξαρχής τα εξοπλιστικά προγράμματα στην Ελλάδα διέπονταν από τις αρχές της διοικητικής ορθολογικότητας, σήμερα θα είχαμε ένα σαφώς ισχυρότερο αποτρεπτικό οπλοστάσιο με την ίδια ακριβώς δαπάνη ή, έστω, ένα περίπου ισοδύναμο οπλοστάσιο, αλλά με πολύ μικρότερη δαπάνη.
Ο αντίκτυπος της μνημονιακής εποχής στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας και, κατά συνέπεια, στην εθνική μας ασφάλεια υπήρξε βαρύς. Επί μια ολόκληρη δεκαετία, αρχής γενομένης από το 2010, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) μόνο απέσυρε αεροσκάφη δίωξης και βομβαρδισμού, χωρίς να ενισχύεται. Τα τελευταία μαχητικά που παρήγγειλε η Ελλάδα ήταν τριάντα (30) αμερικανικά Lockheed Martin F-16C block 52+, στο πλαίσιο του προγράμματος με την κωδική ονομασία «Peace Xenia IV». Η παραγγελία αυτή, αξίας ακριβώς 2 δισ. δολαρίων, οριστικοποιήθηκε πριν από 15 έτη, τον Δεκέμβριο του 2005, επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή. Οι παραδόσεις τους ξεκίνησαν την άνοιξη του 2009 και ολοκληρώθηκαν στις 28/1/2010, ανεβάζοντας έτσι το σύνολο των παραληφθέντων μονάδων του τύπου από το 1988 μέχρι σήμερα στις 170 μονάδες (αναλυτικά 40 + 40 + 60 + 30, σε τέσσερις διαδοχικές αγορές). Ο δεύτερος σύγχρονος τύπος στο ελληνικό οπλοστάσιο σήμερα είναι το γαλλικό Dassault Mirage 2000, ουσιαστικά οι μόλις 25 μονάδες της έκδοσης 2000-5 Mark 2, που παραγγέλθηκαν τον Αύγουστο του 2000 έναντι 1,1 δισ. δολαρίων (15 από αυτές ήταν ολοκαίνουργιες και οι υπόλοιπες 10 αναβαθμισμένες από τα 40 αρχικά Mirage 2000 της δεκαετίας του 1980).
Μετά από δεκάδες απώλειες στον «ακήρυχτο πόλεμο» πάνω από το Αιγαίο, το σύνολο των F-16C και Mirage 2000 είναι σήμερα περί τα 190-192 και εξυπακούεται πως δεν είναι όλα τους ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα. Ακόμη χειρότερα, ορισμένα έχουν πάνω από 30 (!) έτη υπηρεσίας και βρίσκονται κοντά στο όριο της δομικής αντοχής τους. Τουλάχιστον τα τελευταία 84 F-16C θα αναβαθμιστούν δραματικά, από το 2022 ως και το 2027, στην διαμόρφωση F-16V και θα αποτελέσουν την «ραχοκοκαλιά» της ΠΑ μέχρι και ολόκληρη την δεκαετία του 2030. Αυτά θα είναι εξαιρετικά σε ρόλο αέρος-αέρος, χάρη στο κορυφαίο τους ραντάρ AESA (active electronically scanned array). Τέλος, 33 αναβαθμισμένα μεν, αλλά παλαιάς γενιάς «Φάντομ» (F-4E), πρόκειται να αποσυρθούν τα επόμενα έτη, το αργότερο μέχρι το 2026/27.
RAFALE: οικονομία, αποτρεπτική ισχύς, γεωπολιτική
Αυτό το τοπίο ήρθε να ταράξει η ανακοίνωση, στις 12/9/2020, της άμεσης αγοράς από την Ελλάδα δεκαοκτώ (18) γαλλικών μαχητικών τύπου Dassault Rafale (ΣΣ: rafale στα γαλλικά σημαίνει «ριπή ανέμου»). Πιθανότατα, τα δώδεκα (12) από αυτά θα είναι ελαφρώς μεταχειρισμένα, από τα υφιστάμενα γαλλικά αποθέματα, και μόλις τα έξι (6) εντελώς νέας κατασκευής, ενώ άλλες πηγές ομιλούν για 8 μεταχειρισμένα και 10 νέα. Όλα τα μεταχειρισμένα θα παραδοθούν στην Πολεμική Αεροπορία εντός του 2021 και τα νέα μάλλον το πρώτο εξάμηνο του 2022. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τον πρώτο νέο τύπο μαχητικού που ανακοινώνεται ότι αποκτά η ΠΑ μετά από 35 ολόκληρα έτη, καθώς η «αγορά του αιώνα», για τα αρχικά Mirage 2000 και F-16, είχε ανακοινωθεί το 1985! Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως και το Rafale δεν είναι καινούργιο πρόγραμμα: δρομολογήθηκε το 1982 και το αρχικό πρωτότυπο πέταξε πριν από 34 ολόκληρα έτη, το 1986, μολονότι η είσοδος σε υπηρεσία καθυστέρησε μέχρι το 2002 με το Γαλλικό Ναυτικό, και το 2006 με την Αεροπορία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κατασκευάστρια εταιρεία εκτιμούσε ότι επρόκειτο για ένα πρόγραμμα κόστους 30 δισ. ευρώ για περίπου 500 αεροπλάνα, δηλαδή μια παραγωγή 320 αεροσκαφών για την Γαλλία και 180 για εξαγωγές.
Οι γαλλικές παραγγελίες, όμως, μειώθηκαν τελικά σε 210, 180 επιβεβαιωμένες και 30 πιθανές, οι δε εξαγωγές μέχρι και σήμερα δεν έχουν ξεπεράσει τις 102 (Ινδία 36, Κατάρ 36, Αίγυπτος 24 και Ελλάδα 6 νέα, ως φαίνεται). Κατά την εκτίμησή μας, δεν υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να ακολουθήσουν αρκετές ακόμη. Το 2009, έτος κατά το οποίο παραγγέλθηκαν τα 60 τελευταία, μέχρι σήμερα, γαλλικά αεροπλάνα και χωρίς ακόμη να έχουν σημειωθεί εξαγωγές (οι τελευταίες άργησαν ως το 2015…), το συνολικό κόστος είχε φτάσει ήδη τα 39,6 δισ. ευρώ. Πλέον κινείται πάνω από τα 50 δισ. ευρώ για τις 282 επιβεβαιωμένες μονάδες και, εφόσον η Γαλλία παραγγείλει τα 30 ακόμη αεροσκάφη που προγραμματίζει, θα αγγίξει τα 55 δισ. ή σχεδόν διπλάσιο των αρχικών εκτιμήσεων. Με βάση διαθέσιμα στοιχεία, το κόστος έρευνας και εξέλιξης (R&D) μέχρι το 2004 άγγιξε τα 12 δισ. ευρώ. Σε σχέση με το αμερικανικό Lockheed Martin F-35 Lightning II, το οποίο μπήκε σε υπηρεσία το 2015 και ενδιαφέρει επίσης την ΠΑ (βλ. παρακάτω), το Rafale έχει το εξής θεμελιώδες μειονέκτημα, από οικονομικής τουλάχιστον πλευράς: έχει παραγγελθεί σε πολύ μικρότερους αριθμούς, επομένως το προαναφερθέν κόστος έρευνας και εξέλιξης μοιράζεται σε λιγότερα αεροσκάφη, εκτοξεύοντας το συνολικό κόστος μονάδας ή PUC (per unit cost): διαιρώντας τα 55 δισ. με τα 312 Rafale που θα αφήσουν, σε ένα καλό σενάριο, την γραμμή παραγωγής, το PUC ανέρχεται σε 175 εκατ. ευρώ. Ο κατασκευαστής, βεβαίως, προσφέρει καταρχήν στους υποψήφιους ξένους πελάτες το αεροσκάφος στην τιμή flyaway, η οποία εκτιμάται σε «μόνο» 80 - 90 εκατ. ευρώ περίπου, όμως στην συνέχεια προσπαθεί να ανακτήσει ένα μέρος τουλάχιστον του κόστους έρευνας και εξέλιξης μέσω της τεχνικής υποστήριξης, της ροής ανταλλακτικών, προγραμμάτων αναβάθμισης κλπ. Για να λάβουμε μια ιδέα του πραγματικού κόστους, η τελευταία διεθνής παραγγελία, εκείνη εκ μέρους της Ινδίας το Σεπτέμβριο του 2016, κοστολογήθηκε μεν στα 3,42 δισ. ευρώ για 36 μονάδες άνευ εξοπλισμού (91 εκατ. το κάθε μονοθέσιο και 94 εκατ. το κάθε διθέσιο), όμως τελικά, μαζί με όλα τα «παρεπόμενα», το κόστος της έφθασε στα 7,8 δισ., προκαλώντας πολιτική θύελλα.
Το Rafale αποτελεί, λοιπόν, ένα λίαν δαπανηρό αεροσκάφος, όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στο κόστος χρήσης: μελέτη για λογαριασμό του έγκριτου βρετανικού Jane’s (2012) τοποθετεί το επιχειρησιακό κόστος ανά ώρα πτήσης σε 16.500 δολ. έναντι περίπου 7.000 δολ./ώρα στην περίπτωση του F-16. Ομοίως, έκθεση του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου το 2014 που ανέλυσε το κόστος χρήσης των γαλλικών μαχητικών για την πενταετία 2009 έως και 2013 αποκάλυψε ότι για το μεν Mirage 2000 ήταν 8.082 ευρώ/ώρα, για το δε «ομόσταυλο» Rafale όχι λιγότερο από 14.596 ευρώ/ώρα. Η διαφορά της τάξης του +80% δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: Και η πολυπλοκότητα του Rafale είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, ως αεροσκάφος επόμενης γενιάς, αλλά επιπλέον είναι δικινητήριο (με στροβιλοκινητήρες τύπου Snecma Μ88), επομένως καταναλώνει περισσότερο καύσιμο.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, δε χωράει αμφιβολία ότι το Rafale είναι ένα ικανότατο αεροσκάφος πολλαπλού ρόλου, όπως έχει αποδείξει στην πράξη σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Συνδυάζει άριστες αεροδυναμικές επιδόσεις και ευελιξία με πολύ μεγάλη μεταφορική ικανότητα σε 14 εξωτερικούς φορείς οπλισμού, εξαιρετικά προηγμένο σύστημα αυτοπροστασίας SPECTRA και ηλεκτρονικού πολέμου και, στις τελευταίες του εκδόσεις, ραντάρ τύπου AESA. Συνάδελφος αναλυτής στο αμυντικό περιοδικό ΠΤΗΣΗ, συνόψισε την έλευσή του ως εξής: «To Rafale είναι ένα αεροσκάφος ανώτερο από οτιδήποτε υπάρχει αυτή την εποχή στην περιοχή μας και μπορεί να αποτελέσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλάζοντας τις ισορροπίες». Από πλευράς μας, θα παρατηρούσαμε ότι ειδικά για τις αναχαιτίσεις πάνω από το Αιγαίο, ακόμη και τα F-16V επαρκούν. Εντούτοις, εφόσον αγοραστούν αποκλειστικά για τα Rafale και τα υπερσύγχρονα βλήματα αέρος-αέρος Meteor, εμβέλειας 140 χιλιομέτρων, τότε ακόμη και τα 4 τουρκικά ιπτάμενα ραντάρ (AWACS) Boeing E-7T, τα κατεξοχήν «high-value flying assets» της ΤΗΚ [της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, δηλαδή], δεν θα είναι άτρωτα από τα αναχαιτιστικά μας. Το μόνο κακό με το βλήμα Meteor είναι το εξωπραγματικό κόστος των 5 εκατ. ευρώ ανά μονάδα, όμως ίσως τελικά μια μικρή αγορά να δικαιολογείται, εάν σκεφτεί κανείς ότι τα τουρκικά ιπτάμενα ραντάρ κόστισαν 400 εκατ. δολάρια έκαστο και αποτελούν πυλώνα ισχύος της γείτονος.
Κατά την εκτίμησή μας, η προστιθέμενη αξία του Rafale στην ΠΑ και μάλιστα ήδη από το 2021 που αναμένεται να αφιχθούν τα πρώτα αεροσκάφη, θα έγκειται κυρίως σε ρόλο βαθειάς ή υπο-στρατηγικής κρούσης: Το πλέον σημαντικό όπλο της ΠΑ σε ρόλο αέρος-εδάφους είναι σήμερα τα 90 αγγλογαλλικά βλήματα κρουζ SCALP (Systeme de Croisiere Autonome a Longue Portee), με δραστικό βεληνεκές τουλάχιστον 300 χιλιόμετρα και με εκπληκτική ακρίβεια πλήγματος. Δικαιολογημένα, λοιπόν, αυτά τα βλήματα αποκαλούνται «πολλαπλασιαστές ισχύος». Αυτή την στιγμή, μόνο τα 24 διαθέσιμα Μ2000-5 Mark 2 μπορούν να μεταφέρουν από ένα τέτοιο βλήμα έκαστο, ενώ τα 18 Rafale θα μπορούν να μεταφέρουν από δύο τέτοια βλήματα έκαστο και δη σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση: 1.850 χιλιόμετρα, μαζί με τρεις εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου συν δύο βλήματα αέρος-αέρος MICA για αυτοπροστασία. Αλλά ασχέτως του εύρους κάλυψης μέχρι τα βάθη της Ανατολίας, ο συνολικός αριθμός SCALP ο οποίος θα μπορεί να εκτοξευθεί κατά την πρώτη και πλέον καθοριστική επίθεση («first punch») υπερδιπλασιάζεται από 24 σε 60: 24 επί ισάριθμων Μ2000-5 Mark 2 και 36 επί των 18 Rafale. Αν αργότερα αγοραστεί και δεύτερη μοίρα Rafale, το μέγιστο δυνατό πρώτο πλήγμα της ΠΑ φτάνει πλέον το σύνολο του αποθέματός μας (90 SCALP)! Το Rafale είναι επίσης απολύτως συμβατό και με το αξιόλογο βλήμα ναυτικής κρούσης (εναντίον πλοίων) Exocet, με δραστικό βεληνεκές 38 ναυτικά μίλια.
Όμως οι επιχειρησιακές παράμετροι δεν ήταν εκείνες που επέβαλαν το Rafale στην ΠΑ. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η εντελώς ξαφνική και χωρίς διεθνή διαγωνισμό αγορά του έγινε πρωτίστως με βάση γεωπολιτικά κριτήρια: σε μια περίοδο που η τουρκική επιθετικότητα έχει αποχαλινωθεί, δίδεται ένα ισχυρότατο μήνυμα αποτροπής στην γείτονα, ιδίως, δε, αν αναλογισθούμε ότι τα πρώτα αεροσκάφη (τα μεταχειρισμένα) θα αφιχθούν στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, ίσως και στα μέσα του 2021.
Σφυρηλατείται επίσης η εξόχως στρατηγική, όπως διαμορφώνεται πλέον, σχέση της χώρας μας με την Γαλλία του προέδρου Μακρόν, του ηγέτη εκείνου που μας έχει υποστηρίξει όσο κανείς άλλος απέναντι στις επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας. Και οι διεθνείς σχέσεις, όπως γενικότερα ολόκληρη η ζωή, είναι ένα δούναι και λαβείν: η αμέριστη γαλλική υποστήριξη προς την Ελλάδα σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή πρέπει, αναμφίβολα, να εξαργυρωθεί με ένα μεγάλο αμυντικό συμβόλαιο. Το μοναδικό ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι γιατί να εξαργυρωθεί με Rafale και όχι με κάποιο άλλο οπλικό σύστημα, λ.χ. φρεγάτες. Στο σημείο αυτό έρχονται να μας απαντήσουν οι υπέρμαχοι της επονομαζόμενης «στρατηγικής διαφοροποίησης» των πηγών μαχητικών: από το 1975 μέχρι και σήμερα, επισημαίνουν, διαθέτουμε και γαλλικά μαχητικά στην ΠΑ, διότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε μόνο μια πηγή και δη τις ΗΠΑ, οι οποίες πολλάκις έχουν αρνηθεί ή, έστω, κωλυσιεργήσει στο να μας αποδεσμεύσουν τα πλέον προηγμένα υποσυστήματα και οπλισμό για τα δικής τους προέλευσης μαχητικά. Πρόκειται για ένα εύλογο, βεβαίως, επιχείρημα, απλά αυξάνει το κόστος...
Συνέπειες και εκτιμήσεις για το μέλλον
Ας προσπαθήσουμε τώρα να εντοπίσουμε τις κυριότερες συνέπειες της αγοράς των Rafale για το μέλλον της ΠΑ, σε ορίζοντα 20ετίας: Καταρχήν, θεωρούμε σχεδόν απίθανο ότι ο τελικός αριθμός που θα αγοραστεί θα περιοριστεί στις 18 μονάδες. Μια «ψιλή» μοίρα, χωρίς καν εφεδρικά αεροσκάφη, με δεδομένη μια συνήθη διαθεσιμότητα της τάξης του 75% και τις γνωστές απώλειες σε συνθήκες Αιγαίου, δεν αργεί να καταλήξει στα μόλις 10-12 πραγματικά διαθέσιμα αεροσκάφη, αριθμός πολύ μικρός για επιχειρήσεις. Γενικά, η ΠΑ ουδέποτε στην σύγχρονη ιστορία της υιοθέτησε μαχητικό αεροσκάφος σε αριθμό κατώτερο των δύο μοιρών, διότι δεν έχει νόημα οικονομικά: το υπέρογκο κόστος δημιουργίας μιας εντελώς νέας υποδομής εκπαίδευσης και υποστήριξης, την οποία συνεπάγεται η έλευση ενός διαφορετικού τύπου και δη με διαφορετικό κινητήρα, κάνει απόσβεση με έναν ελάχιστο αριθμό δύο πολεμικών μοιρών.
Επομένως, κάποια στιγμή εντός της δεκαετίας του 2020 θα ακολουθήσει, και σωστά, μια δεύτερη ακόμη μοίρα 18 αεροσκαφών, πιθανότατα ολοκαίνουργιων, εκτοξεύοντας το κόστος κτήσης, ενώ παράλληλα θα αποσυρθούν τα Μ2000-5 Mark 2. Η δεύτερη μοίρα δεν μπορεί παρά να αφορά την πιο προηγμένη (και ακριβή…) έκδοση Rafale F4, που σήμερα βρίσκεται στην φάση της εξέλιξης. Μοιραία, δε, και τα 18 αρχικά ελληνικά αεροσκάφη θα αναβαθμιστούν στην συγκεκριμένη διαμόρφωση, προκαλώντας επιπλέον οικονομική επιβάρυνση σε μια ΠΑ η οποία θα έχει μόλις ολοκληρώσει την αναβάθμιση των 84 F-16.
Επιπλέον, τα υφιστάμενα βλήματα MICA, τα οποία σήμερα εξοπλίζουν τα Mirage 2000 και σύντομα θα καταλήξουν στα Rafale, αναμένεται να αντικατασταθούν, στο τέλος της δεκαετίας μας, από MICA NG (Missile d’Interception et de Combat Aerien Nouvelle Generation), ενώ παράλληλα θα ασκηθεί τεράστια πίεση για την αγορά και του προαναφερθέντος Meteor. Επομένως, όποιος νομίζει ότι το κόστος της υπόθεσης Rafale για την ΠΑ θα είναι σχετικά μικρό ή περίπου 1,5 δισ. ευρώ, όπως ακούστηκε, πλανάται πλάνην οικτράν. Προσωπικά, τοποθετώ στα 4 με 5 δισ. ευρώ μόνο το κόστος κτήσης (2 μοιρών) και αναβάθμισης, μαζί με την δημιουργία των αναγκαίων υποδομών και την αγορά μικρού αριθμού Meteor. Με την συγκεκριμένη κοστολόγηση συμφωνούν και άλλοι αμυντικοί αναλυτές. Από εκεί και πέρα, ας προσθέσουμε 15.000 ευρώ/ώρα πτήσης για να λάβουμε μια μικρή ιδέα του «κόστους κύκλου ζωής» έως το 2050 τουλάχιστον, που ο τύπος θα αποσυρθεί από την Πολεμική Αεροπορία.
Συμπερασματικά, η προσθήκη του Rafale στο οπλοστάσιο της ΠΑ μπορεί να μην υπήρξε προϊόν σχεδιασμού και να μην έλαβε χώρα με την βέλτιστη δυνατή διαδικασία προμήθειας, αλλά θα την ενισχύσει γρήγορα και ουσιαστικά, ιδίως δε σε ρόλο βαθιάς κρούσης (καλύπτοντας το κενό των αποσυρθέντων από καιρό Α-7, με δυνατότητες σε εντελώς άλλο επίπεδο). Πρωτίστως, το Rafale θα αποτελέσει το «μακρύ χέρι» της Ελλάδας, ικανό να καλύψει ολόκληρη την Ανατολία, την Κύπρο και, γενικότερα, την Ανατολική Μεσόγειο, με εντυπωσιακά όπλα όπως οι SCALP και Exocet. Η επισήμανση -στο ίδιο άρθρο της ΠΤΗΣΗΣ- ότι «κανένας στόχος στην τουρκική επικράτεια δεν είναι ασφαλής από τον συνδυασμό Rafale και SCALP (και της πρόσβασης στον κατασκοπευτικό δορυφόρο Helios 2 που ήδη έχουμε)» είναι απολύτως ακριβής. Οικονομικά, όμως, η προμήθεια αυτή, σε συνέχεια και της αναβάθμισης των 84 F-16, θα επιβαρύνει σημαντικά τον προϋπολογισμό της ΠΑ, ιδίως, δε, εφόσον αργότερα αγοραστεί (όπως επιβάλλει η λογική των «οικονομιών κλίμακας») και δεύτερη μοίρα.
Το μέγα ερώτημα που πλανάται πλέον πάνω από την ΠΑ είναι τι θα γίνει με την σχεδιαζόμενη εδώ και καιρό προμήθεια ενός μαχητικού αεροσκάφους «πέμπτης γενιάς» και, ειδικότερα, του προαναφερθέντος F-35A από τις ΗΠΑ. Μέχρι την στιγμή που προέκυψε, ως κεραυνός εν αιθρία, η είδηση αγοράς των Rafale, όλοι ανέμεναν την δέσμευση της ΠΑ να αγοράσει ισάριθμα F-35 προς τα μέσα ή έστω τα τέλη της δεκαετίας του 2020. Η Ελλάδα θα ακολουθούσε το παράδειγμα 7 νατοϊκών εταίρων μας, πλην των ίδιων των ΗΠΑ, και ειδικότερα των παρακάτω: Μεγάλη Βρετανία (138), Ολλανδία (46), Βέλγιο (34), Δανία (27), Νορβηγία (52), Ιταλία (90) και Πολωνία (32), ενώ εκκρεμεί ακόμη η απόφαση του Καναδά για πιθανώς 88 μονάδες. Συνεπώς, το F-35 προσφέρει μια ασύγκριτη διασυνδεσιμότητα ή inter-operability σε κοινές συμμαχικές επιχειρήσεις. Το Rafale, αντιθέτως, δεν είχε εξαχθεί μέχρι πρότινος, δηλαδή μέχρι την ελληνική παραγγελία, σε καμία νατοϊκή χώρα.
Μια ενδελεχής σύγκριση των Rafale και F-35 εκφεύγει της παρούσης ανάλυσης. Απλώς το F-35, στην εξέλιξη του οποίου αναφέρεται ένα βιβλίο μου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Lambert Academic Publishing, διαθέτει δύο μοναδικά, ανάμεσα σε όλα τα εξαγώγιμα μαχητικά της Δύσης, χαρακτηριστικά: Πρώτον, τεχνολογία stealth, δηλαδή είναι ουσιαστικά αόρατο στα εχθρικά ραντάρ, καθώς το ηλεκτρομαγνητικό ίχνος του είναι παρόμοιο με εκείνο μιας μπάλας του γκολφ(!). Δεύτερον, κορυφαία situation awareness ή «επίγνωση κατάστασης» για τον πιλότο, αφού οι αισθητήρες του θεωρούνται οι πιο προηγμένοι παγκοσμίως. Η τιμή κτήσης του F-35A είναι συγκρίσιμη με του Rafale, το δε κόστος χρήσης, αν και μεγαλύτερο, αποκλιμακώνεται ραγδαία και πλέον κινείται προς τα επίπεδα των 25.000 δολαρίων ανά ώρα πτήσης. Σύμφωνα με αμερικανική απάντηση, νωρίτερα το 2020, σε ελληνικό ερώτημα που είχε υποβληθεί ήδη από το 2017 (LOR) και αφορούσε την αγορά 20 αεροσκαφών F-35A, μόνο το κόστος κτήσης, εκπαίδευσης και υποστήριξής τους κατά την πρώτη τριετία από αφίξεώς τους είναι 2,5 δισ. δολάρια. Η από πλευράς μας δημιουργία των απαραίτητων υποδομών στις βάσεις της ΠΑ θα ανεβάσει το τελικό κόστος της μίας μοίρας κοντά στα 3 δισ.
Όπως όλα δείχνουν, η πρόσδεση της Ελλάδας στο «άρμα» του Rafale μεταθέτει χρονικά την απόκτηση του F-35 από την ΠΑ, εάν τελικά λάβει χώρα, όχι νωρίτερα από την δεκαετία του 2030 (πάντως η παραγωγή του αναμένεται να διαρκέσει έως το 2040). Η εισαγωγή και των δύο στο ελληνικό οπλοστάσιο, παράλληλα με τον «κορμό» που ονομάζεται F-16V, θα αυξήσει δραματικά το επιχειρησιακό κόστος, ιδίως δε αν αφορά μόνο μια μοίρα με Rafale και μια μοίρα με F-35. Για μια μικρή ή μεσαία αεροπορία, η πραγματική «κατάρα» ονομάζεται πολυτυπία και, δυστυχώς, στην Ελλάδα την έχουμε υποστεί κατά κόρον τα τελευταία 56 έτη, κατά την υπερηχητική εποχή: στην δεκαετία του 1960 αποκτήσαμε τα F-5A, F-102 και F-104, στην δεκαετία του 1970 τα F-4, A-7 και Mirage F.1 και, από την δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, τα F-16 και Mirage 2000. Ποτέ δεν εστιάσαμε σε έναν μόνο βασικό τύπο πολλαπλού ρόλου, ένα γεγονός που θα είχε μειώσει τόσο την κεφαλαιουχική δαπάνη σε αεροσκάφη, οπλισμό και υποδομές, όσο και την δαπάνη χρήσης.
Εν κατακλείδι, εάν κάποιος μας ρωτούσε για την σκοπιμότητα αγοράς και του F-35A μετά την αγορά του Rafale, η απάντηση θα ήταν μάλλον αρνητική, τουλάχιστον για το διάστημα που θα υπηρετούν ακόμη σε ικανούς αριθμούς και τα F-16V. Αυτό που θα είχε ενδεχομένως νόημα, στο απώτερο, όμως, μέλλον (περί το 2040) θα ήταν η σταδιακή αντικατάσταση και των 84 F-16V από F-35A, σε αναλογία περίπου 2 προς 1. Διότι δύο τύποι προηγμένων μαχητικών σε παράλληλη υπηρεσία με την ΠΑ είναι όχι βέβαια το βέλτιστο οικονομικά σενάριο, αλλά, πάντως, το μέγιστο που μπορεί να αντέξει η χώρα. Αντίθετα, η μακρά συνύπαρξη και του F-16V και του Rafale και του F-35 στην ΠΑ, όπως ονειρεύονται ορισμένοι, είναι μη ρεαλιστική, καθώς θα ισοδυναμούσε με οικονομική, αλλά και επιχειρησιακή, καταστροφή: ο αριθμός των τύπων σε παράλληλη υπηρεσία και η επιχειρησιακή διαθεσιμότητα είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Αν είναι ο στόλος των ελληνικών μαχητικών, που αριθμητικά ούτως ή άλλως βαίνει σταθερά μειούμενος, να πέσει σε ποσοστά διαθεσιμότητας 30% με 40%, τότε δεν έχει νόημα να συζητάμε. Αναβάθμιση ισχύος δεν σημαίνει αγοράζω νέα αεροσκάφη, αλλά να τα διαθέτω κιόλας.
Τέλος, ένα δεύτερο πάρα πολύ σημαντικό ερώτημα είναι πώς θα απαντήσει στην αγορά των Rafale -διότι σίγουρα θα το πράξει- η γείτων Τουρκία. Η ανησυχία της είναι ήδη προφανής, καθώς το ισοζύγιο αεροπορικής ισχύος ανατρέπεται πλέον ουσιαστικά εις βάρος της. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία ουσιαστικά αυτοκτόνησε στρατιωτικά και γεωπολιτικά το 2017, όταν και παρήγγειλε το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, ένα γεγονός που οδήγησε στην αποπομπή της, το θέρος του 2019, από το πρόγραμμα F-35 (από το οποίο θα αγόραζε 100 μονάδες, ενώ είχε αναλάβει και σημαντικό υποκατασκευαστικό έργο). Η αποπομπή της Τουρκίας από το F-35, σημειωτέον, είναι άλλος ένας σημαντικός λόγος που συνηγορεί υπέρ της μη αγοράς του τύπου από την Ελλάδα, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Υποτίθεται, λοιπόν, πως η Τουρκία αυτή την στιγμή κατασκευάζει… εγχώριο μαχητικό, το περίφημο TF-X, όμως η είσοδός του σε υπηρεσία -εάν ποτέ λάβει χώρα- χάνεται στο μέλλον, όχι πριν το 2030. Κατά την εκτίμησή μας, η άμεση τουρκική αντίδραση θα είναι η αγορά επιπλέον συστοιχιών S-400, μαζί με την αναβάθμιση μέρους τουλάχιστον των δικών της F-16 και, ενδεχομένως, την αγορά δύο μοιρών (40 αεροσκαφών) Sukhoi Su-35 από την Ρωσία. Ήδη από τον Ιούλιο του 2019, όταν οριστικοποιήθηκε η αποπομπή της Τουρκίας από το F-35, η Ρωσία της προσέφερε ως εναλλακτική λύση το Su-35. Έτερος δυνητικός υποψήφιος είναι και το «πέμπτης γενιάς» Sukhoi Su-57, όμως αυτό αντιμετωπίζει ακόμη μεγάλα προβλήματα εξέλιξης και πολλά ερωτηματικά.
Τυχόν αγορά ρωσικών μαχητικών από την Τουρκία θα αποτελέσει γεωπολιτικό «θείο δώρο» για την Ελλάδα, καθώς θα την απομακρύνει ακόμη περισσότερο από τα στάνταρντ της νατοϊκής Συμμαχίας και θα εξοργίσει τις ΗΠΑ. Τα Sukhoi είναι επίσης ακριβά και στην κτήση, καθώς θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες υποδομές στην ΤΗΚ εντελώς από το μηδέν, και στην χρήση. Τέλος, επιχειρησιακά ο υπογράφων δεν τα θεωρεί απολύτως εφάμιλλα του Rafale και δη της τελευταίας έκδοσης F4. Σε κάθε περίπτωση, η εκ μέρους μας αγορά του Rafale πυροδοτεί εξελίξεις στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, που αναμένονται με ενδιαφέρον.
*στρατιωτικός αναλυτής, συγγραφέας 6 βιβλίων και τακτικός συνεργάτης, από το 1995, του περιοδικού ΠΤΗΣΗ
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr