του Στυλιανού Γαλάτουλα*
Στη συγκεκριμένη ανάλυση θα εξεταστεί το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας και το εάν αυτή ενισχύεται ή περιορίζεται από τις πράξεις προσηλυτισμού και βλασφημίας.
Η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα προστατεύεται τόσο συνταγματικά όσο και μέσω διεθνών συμβάσεων. Όσον αφορά τη συνταγματική κατοχύρωση της, αυτή εξασφαλίζεται σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα: από το Σύνταγμα του Όθωνα μέχρι το ισχύον. Ακόμα και τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα, τα λεγόμενα Επαναστατικά, περιείχαν διατάξεις διασφάλισης του δικαιώματος της ελευθερίας άσκησης όλων των θρησκειών εντός της ελληνικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε ότι «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θρησκεία της Επικρατείας». Ωστόσο μέχρι και το Σύνταγμα του 1911, το οποίο ίσχυσε μέχρι το 1952, η θρησκευτική ελευθερία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μερική, διότι ο Α.Ν. 1363/38 της μεταξικής περιόδου, όπως αναθεωρήθηκε από τον Α.Ν. 1672/1939, ερμηνευόταν και στηρίζονταν στη διάταξη του άρθρου 1 του τότε Συντάγματος, που όριζε ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός σε βάρος μόνο της «επικρατούσης θρησκείας». Συνεπώς δινόταν η δυνατότητα δίωξης των θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας ακόμα και σε περιπτώσεις απλής διάδοσης των πεποιθήσεών τους.
Η προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα, διασφαλίζεται, ακόμα, από τη συμμετοχή της χώρας μας σε διεθνείς συνθήκες ως μέλος της διεθνούς κοινότητας. Οι υπερεθνικές πηγές δικαίου που συμβάλλουν στη διασφάλιση, μεταξύ άλλων δικαιωμάτων, της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 2,18), η Διακήρυξη του ΟΗΕ για την εξάλειψη της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας του 1981, η Διακήρυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 1989 (άρθρα 3,4,5,16) και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. που θεσπίστηκε το 2000 στη Σύνοδο της Νίκαιας και απέκτησε νομικό κύρος ίσο με αυτό των Συνθηκών το 2009, με τη θέση σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας. Φυσικά μεγάλη είναι και η επιρροή της ΕΣΔΑ, ενός κειμένου με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ισχυρό δικαιοδοτικό μηχανισμό και αυστηρή νομική δεσμευτικότητα.
Το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κάνει λόγο για προστασία τόσο των θρησκευτικών όσο και άλλων πεποιθήσεων. Όπως προκύπτει από την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί του άρθρου 9 στην απόφαση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος», η «ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας» περιλαμβάνει μια εσωτερική και μια εξωτερική-κοινωνική πτυχή. Η πρώτη αφορά στην ύπαρξη ή μη θρησκευτικών «πιστεύω» από το άτομο και την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου modus vivendi βάσει αυτών (πίστη σε στοιχεία του δόγματος, προσευχή, εκκλησιασμός κλπ.) και είναι απεριόριστη. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία, η κοινωνική πλευρά του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, που έγκειται στην ελευθερία δημόσιας έκφρασης («ελευθερία εκδήλωσης») των θρησκευτικών (και άλλων) πεποιθήσεων, δύναται να υποστεί περιορισμούς υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 της Σύμβασης. Σημαντικά ζητήματα που ανακύπτουν από αύτη τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος που παρέχει το εν λόγω άρθρο της ΕΣΔΑ, είναι η ύπαρξη ποινικών κυρώσεων για τις περιπτώσεις προσηλυτισμού και βλασφημίας.
Αναφορικά με την περίπτωση του προσηλυτισμού, ποινική αντιμετώπιση του, προβλέπεται ήδη από τον ποινικό κώδικα του 1835 (άρθρα 149,195,198). Το κενό στην ύπαρξη του ορισμού της πράξης του προσηλυτισμού επιχείρησε να καλύψει ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 202/1903. Από την εποχή αυτή φαίνεται να γίνεται δεκτό το απαραίτητο στοιχείο της ύπαρξης αθέμιτων μέσων στη μετάδοση των θρησκευτικών πεποιθήσεων από πλευράς του ατόμου. Σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου προέβησαν σε αυτή τη διαπίστωση καθώς και στο διαχωρισμό του προσηλυτισμού από την «απλή εκδήλωση γνώμης περί θρησκευτικών αντικειμένων» (απόφαση 271/1932). Ο νόμος του 1938 όπως αναθεωρήθηκε από το νόμο 1672/1939 παρέχει πλέον έναν ακριβή ορισμό του προσηλυτισμού στο Α.4. παράγραφος 2, όπου συγκεκριμένα ορίζεται ότι «προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης υλικής ή ηθικής περιθάλψεως, δια μέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετερόδοξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».
Το αδίκημα του προσηλυτισμού σύμφωνα με τον Ι. Κονιδιάρη είναι τυπικό, κάτι που συνεπάγεται την επιβολή ποινών ανεξάρτητα από το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, το πρόσφορο ή μη χαρακτήρα της απόπειρας ή την έλευση του επιθυμητού αποτελέσματος. Σημαντικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του προσηλυτισμού αποτελεί η έννοια της διείσδυσης στη συνείδηση του άλλου και δη με μέσα αθέμιτα. Τα μέσα αυτά περιγράφονται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Έτσι με την απόφαση 238/1979 κρίθηκε αθέμιτο μέσο η παροχή από Μάρτυρες του Ιεχωβά σε κατοίκους χωρίου, των θρησκευτικών βιβλίων κηρυγμάτων τους σε «εξευτελιστική τιμή» προκειμένου να τα καταστήσουν πιο δελεαστικά. Άλλο παράδειγμα, είναι η απόφαση 1266/1993 (υπόθεση «Λαρίσης και λοιποί κατά Ελλάδος»), όπου κρίθηκε ότι η χρήση από τους αξιωματικούς της αεροπορίας «της ισχύος και της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε με κατωτέρους αξιωματικούς καθώς και της κουφότητάς και πνευματικής αδυναμίας άλλων προσώπων» αποτελούσε αθέμιτο μέσο επέμβασης στις πεποιθήσεις των προσώπων αυτών.
Όσον αφορά το προστατευόμενο από τον νόμο 1672/1939 αγαθό, παρότι παρέχεται επακριβής ορισμός του προσηλυτισμού ως ποινικά κολάσιμης πράξης, διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις αναφορικά με το αγαθό το οποίο τελικά προστατεύει η εν λόγω διάταξή. Μερικές από τις απόψεις αυτές είναι ότι ο νόμος αποσκοπεί στην προστασία:
•της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης
•της δημόσιας ασφάλειας
•της επικρατούσας θρησκείας (δεδομένης της αντιστοίχισης της με το Σ.1911)
•της θρησκευτικής ειρήνης και κατ’ επέκταση του θρησκευτικού συναισθήματος
•της κοινωνικής υπόστασης των πιστών όλων των γνωστών θρησκειών
Ως συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νομικό πλαίσιο γύρω από τον προσηλυτισμό είναι αρκετά ασαφές καθώς χαρακτηρίζεται από μία σειρά μη περιγραφικών, αξιολογικών εκφράσεων όπως «αθέμιτα μέσα», «πνευματική αδυναμία κουφότητα», «πάσης φύσεως παροχές». Όπως είπαμε η νομολογία εξειδικεύει κάποιες από αυτές, όπως τα «αθέμιτα μέσα», κατά τον πάγιο ρόλο των δικαστηρίων να αποσαφηνίζουν το νόμο δια της πρακτικής. Άλλωστε, όπως παρατήρησε και το ΕΔΔΑ στις θεμελιακές αποφάσεις «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος» και «Θλιμμένος κατά Ελλάδος», τα ελληνικά δικαστήρια δεν προβαίνουν σε αναλυτική απαρίθμηση των μέσων παρέμβασης στην πίστη του θύματος βάσει πραγματικών περιστατικών, παρά αρκούνται σε μία τυπική επανάληψη του νόμου.
Ως προς το άλλο φλέγον ζήτημα, αυτό της συνταγματικότητας του νομικού πλαισίου που ορίζει τον προσηλυτισμό, ο Άρειος Πάγος μέσα από νομολογία ετών προκρίνει τη συμβατότητά του με όλα τα εκάστοτε εν ισχύ συντάγματα, ακόμα και με το ισχύον, παρότι ο νόμος του 1938 είναι ξεκάθαρο ότι αναφέρεται σε μία άλλη εποχή και ένα άλλο κοινωνικό πλαίσιο. Μη αντίθετο με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ έχει κρίνει το εν λόγω νομοθέτημα και το ΕΔΔΑ.
Βεβαία, σημαντικό είναι να αναρωτηθούμε το κατά πόσο αξίζει να είναι ποινικώς κολάσιμη η πράξη του προσηλυτισμού. Πάγιος στόχος κάθε ιδεολογίας είναι η γιγάντωση της και η προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων οπαδών. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις θρησκείες, αποτελούν ιδέες στο όνομα των οποίων συντελούνται πόλεμοι, από την απαρχή της ζωής σε κοινωνίες μέχρι και τις μέρες μας, με στόχο την επιβολή έναντι των λοιπών θρησκειών. Πρόκειται δηλαδή στην ουσία, περί ιδεολογιών που αφορούν μία γενικότερη κοσμοθεωρία, αλλά δεν απέχουν τόσο πολύ από τις φιλοσοφικές-πολιτικές, φερ’ ειπείν, ιδεολογίες. Ως εκ τούτου γεννάται το ερώτημα γιατί ένα φιλελεύθερο δυτικό κράτος απαγορεύει το θρησκευτικό προσηλυτισμό προς διαφύλαξη της κρατικής συνοχής και τάξης και όχι τον πολιτικό ή άλλων ειδών προσηλυτισμούς.
Άλλο ζήτημα που έθετε τη χώρα μας σε ένα «κλειστό κύκλο» χωρών είναι η ποινικοποίηση της βλασφημίας. Συγκεκριμένα η Ελλάδα, πριν την κατάργηση των άρθρων 198,199, ήταν ένα από τα 5 κράτη μέλη της ΕΕ που προέβλεπε ποινικές συνέπειες για πράξεις βλασφημίας και αυτό με τις υψηλότερες προβλεπόμενες κυρώσεις. Από μόνο του αυτό το στοιχείο οφείλει να δημιουργήσει ερωτηματικά δεδομένης της συχνότητας με την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο της βλασφημίας στην καθημερινή μας ζωή.
Όσον αφορά το προστατευόμενο από αυτές τις διατάξεις αγαθό, αυτό δεν είναι άλλο από το θρησκευτικό αίσθημα και τη θρησκευτική ειρήνη, η οποία ενδέχεται να διασαλευθεί με τον χλευασμό ή υποβιβασμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων των ατόμων. Αυτό βεβαίως δε συνεπάγεται την αναγκαιότητα έλλειψης κριτικής προς μία θρησκεία. Απλώς η κριτική αυτή θα πρέπει να γίνεται στη βάση του σεβασμού, μέσω λογικών επιχειρημάτων σύμφωνα με τα προστατευόμενα δικαιώματα της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας έκφρασης.
Η βλασφημία ως έγκλημα, είναι έγκλημα σκοπού, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Η αντικειμενική υπόσταση αποτελείται από την ύβρη κατά του Θεού ή του θρησκεύματος. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αφορά στην ύπαρξη της πρόθεσης του δράστη να καθυβρίσει τον Θεό «με εκδήλωση εχθρικής νοοτροπίας προς τον Θεό και από την πράξη αυτή αναζητά την ικανοποίησή του, κινούμενος από οποιοδήποτε άλλο ταπεινό κίνητρο».
σύνθετο είναι το θέμα της βλασφημίας μέσω της ελευθερίας έκφρασης της τέχνης. Εδώ καίριο ρόλο παίζουν οι αποφάσεις «Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου» του 1976 και «Otto Preminger Institut κατά Αυστρίας» του 1994. Στην πρώτη, το ΕΔΔΑ έχει διατυπώσει την ουσία του δικαιώματος του άρθρου 9 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα ορίζει ότι οι πιστοί θα πρέπει να δέχονται τη δυνατότητα των άλλων να εκφράζουν ή να διαδίδουν απόψεις πλήρως αντίθετες προς τα πιστεύω και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Η ΕΣΔΑ λοιπόν, προασπίζει το δικαίωμα του πιστού να εκφράζει τις απόψεις του δημόσια. Δεν τον θέτει όμως στο απυρόβλητο κριτικής ούτε τον εξαιρεί από τη διαδικασία ζύμωσης απόψεων που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε δημοκρατική κοινωνία.
Σχετικά με την υπόθεση Otto Preminger Institut, πρόκειται περί της απαγόρευσης από τις Αυστριακές αρχές της ταινίας «Η συνοδός του έρωτα», η οποία παρουσίαζε το Χριστό και την Παναγία με τρόπο καυστικό σε μία προσπάθεια σατιρισμού της Καθολικής Εκκλησίας. Το ΕΔΔΑ κλήθηκε να ερμηνεύσει το μείζον ζήτημα της σύγκρουσης της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση της ταινίας δεν αποτελούσε παράβαση της Σύμβασης. Έτσι αποδέχτηκε το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία υπό μία πιο ευρεία έννοια, αυτή του σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων έναντι «προβοκατόρικων αναπαραστάσεων αντικειμένων θρησκευτικής λατρείας». Σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε και ότι η συντριπτική πλειοψηφία της εν λόγω κοινότητας αποτελούταν από Καθολικούς Ορθοδόξους, κάτι που επιβεβαιώνει τη θέση ότι γενικά σε συμπαγείς ως προς το θρησκευτικό αίσθημα κοινωνίες, η επικρατούσα θρησκεία τείνει να προστατεύεται από τους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς. Όπως αντιλαμβανόμαστε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, δεν έχει ξεκάθαρη θέση ως προς το ποια ελευθερία υπερισχύει, η ελευθερία έκφρασης ή θρησκευτικής συνείδησης, αλλά κρίνει κάθε υπόθεση ξεχωριστά βάσει των συνθηκών και των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας των επιβληθέντων από τις εθνικές αρχές μέτρων.
Η έννοια της βλασφημίας σήμερα έχει αποκτήσει μία ιδιαίτερη χροιά. Ως αντικείμενο εκμετάλλευσης προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων από θρησκευτικούς ηγέτες προκειμένου να διασφαλίσουν την εξουσία τους, συχνά ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε κριτική στο δόγμα, ή στα λεγόμενα των θρησκευτικών λειτουργών. Υπό αυτό το πρίσμα αξίζει να τεθεί εν αμφιβόλω ακόμα και η ύπαρξη της ίδιας της έννοιας της βλασφημίας. Σε μία δημοκρατική κοινωνία, η ελεύθερη έκφραση, ακόμα και αν αυτή εκφέρεται με προκλητικό τρόπο και «σοκάρει» ή εκνευρίζει μια μερίδα του πληθυσμού, δεν μπορεί να επιφέρει ποινικές συνέπειες.
Στη χώρα μας η συζήτηση σχετικά με τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα, που αποτελούσαν τη βάση ποινικοποίησης της βλασφημίας, απέκτησε νέα δυναμική την περίοδο από το 2012 και έπειτα επ’ αφορμής της υπόθεσης του «Γέροντα Παστιτσίου». Άλλωστε, στην πραγματικότητα, οι εν λόγω διατάξεις χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις λογομαχιών μεταξύ ατόμων που χρησιμοποιούσαν γνωστές εκφράσεις προσβολής των Θείων, με απώτερο στόχο την προσβολή του έτερου διαπληκτιζομένου. Συνεπώς, δεν επιτελούσαν τον πραγματικό σκοπό τους, την προστασία της θρησκευτικής ειρήνης παρά εξυπηρετούσαν το θιγμένο εγωισμό κάποιων ιδιαίτερα εύθικτων που με αφορμή την αναφορά στα Θεία, έκαναν χρήση των σχετικών διατάξεων ενώπιον του δικαστηρίου.
Συνοψίζοντας, οι πράξεις του προσηλυτισμού και της βλασφημίας δεν απειλούν καμία θρησκεία. Στη μεν περίπτωση του προσηλυτισμού, αυτός θα έπρεπε να ερμηνεύεται ως απλή προσπάθεια των ποιμνίων να προσεγγίσουν νέα μέλη ως φορείς αντίπαλων και ελευθέρως ανταγωνιζόμενων ιδεών. Αντίστοιχα, η βλασφημία ως αδίκημα είναι μία έννοια που εξ’ ορισμού δεν ταιριάζει με ένα εκκοσμικευμένο δυτικό κράτος και ως εκ τούτου η κατάργηση το 2019, από τον Ποινικό Κώδικα, των άρθρων 198-199 , αποτέλεσε μία λογική εξέλιξη.
*Μεταπτυχιακός φοιτητής «Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης και Πολιτικής», ΕΚΠΑ, Απόφοιτος τμήματος «Πολιτική Επιστήμη και Δημόσια Διοίκηση», ΕΚΠΑ, Απόφοιτος Νομικής, Πανεπιστημίου Paris Nord της Σορβόννης