της Ρούλας Σαλούρου
Δεν είναι όλοι οι εργοδότες έτοιμοι να λειτουργήσουν αποτελεσματικά με ένα νέο μοντέλο συνεργασίας όπως είναι η τηλεργασία, και ίσως δεν είναι και όλοι οι εργαζόμενοι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο μοντέλο, που απαιτεί περισσότερη ανάληψη πρωτοβουλιών.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ετήσιας έκθεσης που διενεργεί η Adecco για την «Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα» και δείχνει επίσης ότι η πολύμηνη αναζήτηση εργασίας, η περιορισμένη ζήτηση εργαζομένων από επιχειρήσεις και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων με τη θέση εργασίας παραμένουν εν μέσω της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης, ή εξαιτίας αυτής, βασικά χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς.
Είναι ενδεικτικό ότι το 82% των συμμετεχόντων στην έρευνα, ανεξαρτήτως αν είναι εργαζόμενοι ή άνεργοι, αναζητεί ενεργά εργασία.
Παρ’ όλα αυτά, η εύρεση νέας εργασίας σε αρκετές περιπτώσεις καθυστερεί, προσεγγίζοντας κατά μέσον όρο τους 8-9 μήνες. Παρά το πολύ υψηλό ποσοστό εκείνων που αναζητούν ενεργά εργασία, μόνο ένα 13% των συμμετεχόντων στην έρευνα ψάχνει εργασία στο εξωτερικό (σε σύγκριση με το 22% του 2019), καθώς φαίνεται πως η πανδημία «φρέναρε» το brain drain. Επίσης, το 42% των επιχειρήσεων πιστεύει ότι οι ανάγκες στελέχωσης θέσεων στην εταιρεία μέσα στον επόμενο χρόνο δεν θα αλλάξουν. Υπάρχει βέβαια κι ένα 38% που εκτιμά ότι θα αυξηθούν. Από αυτούς, μάλιστα, το 45% εκπροσωπεί ελληνικές εταιρείες και το 26% πολυεθνικές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανταπόκριση εργοδοτών και εργαζομένων στον θεσμό της τηλεργασίας που, αν και δεν είναι καινούργιος, στη χώρα μας φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε και τείνει να λάβει πιο μόνιμο χαρακτήρα εξαιτίας των νέων αναγκών που δημιούργησε η πανδημική κρίση της COVID-19. Από την πλευρά των εργοδοτών, οι απόψεις φαίνεται πως είναι μοιρασμένες.
Το 38% θεωρεί την τηλεργασία λιγότερο αποτελεσματική από την εργασία στο γραφείο και το 39% εκτιμά ότι είναι το ίδιο αποτελεσματική. Υπάρχει βέβαια άλλο ένα 18% που την αξιολογεί ως πιο αποτελεσματική.
Μάλιστα, οι ελληνικές εταιρείες φαίνεται να είναι πιο διστακτικές ως προς την αποτελεσματικότητα της τηλεργασίας, καθώς μόνο 16% αυτών τη θεωρούν πιο αποτελεσματική από την εργασία στο γραφείο και 35% το ίδιο αποτελεσματική. Στις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, το ποσοστό εκείνων που τη θεωρούν αποτελεσματικότερη είναι ελαφρώς αυξημένο, φθάνοντας στο 21%, και το ποσοστό εκείνων που τη θεωρούν εξίσου αποτελεσματική αγγίζει το 46%.
Διχασμένοι εμφανίζονται και οι εργαζόμενοι σε σχέση με το πόσο παραγωγική θεωρείται η τηλεργασία σε σύγκριση με την εργασία στο γραφείο. Το 33% κρίνει ότι η τηλεργασία είναι πιο παραγωγική από την εργασία στο γραφείο, το 31% απάντησε ότι είναι λιγότερο και το 27% το ίδιο παραγωγική.
Σε σχέση με το ποιο μοντέλο εργασίας προτιμούν και θεωρούν αποτελεσματικότερο, εργοδότες και εργαζόμενοι συμφωνούν πως ένας συνδυασμός τηλεργασίας και εργασίας στο γραφείο αποτελεί τον ιδανικό τρόπο απασχόλησης.
Και στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον εργασιακό χώρο μετά την εμφάνιση της COVID-19, ένα σημαντικό ποσοστό εργοδοτών, το 48%, θεωρεί ότι οι δεξιότητες του υφιστάμενου προσωπικού καλύπτουν μόνο εν μέρει τις ανάγκες του οργανισμού, με το 45% να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένο από τις δεξιότητες των εργαζομένων του.
Και σε αυτό το σημείο παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ πολυεθνικών και ελληνικών εταιρειών, μιας και από τις πολυεθνικές το 65% φαίνεται να είναι απόλυτα ικανοποιημένο με τις υφιστάμενες δεξιότητες του προσωπικού, ενώ στις ελληνικές εταιρείες το ποσοστό πέφτει στο 36%.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr