των Rossi και Jose Balsa-Barreiro
Η εμφάνιση της εξελισσόμενης πανδημίας COVID-19 επηρεάζει δραστικά την ζωή μας με τρόπους που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί πριν από λίγους μήνες. Σήμερα, μια από τις μεγάλες αβεβαιότητες σχετίζεται με τον οικονομικό αντίκτυπο αυτής της πανδημίας. Πολλοί ακαδημαϊκοί και ειδικοί προσπαθούν να σχεδιάσουν έναν μεγάλο αριθμό πιθανών σεναρίων για την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, καθώς η υγειονομική κρίση δεν έχει τελειώσει, φαίνεται αρκετά νωρίς για να εκτιμηθούν τα όποια αξιόπιστα σενάρια. Αυτό που φαίνεται σαφές είναι ότι η παγκόσμια αγορά εργασίας θα υποστεί πολύ σημαντικές αλλαγές που θα προέρχονται από την αδράνεια στην οποία είχε υποβληθεί προηγουμένως, εκτός από τον τεράστιο αντίκτυπο της ίδιας της πανδημίας. Η παγκόσμια αγορά εργασίας είχε ήδη υποστεί ριζικές αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες λόγω δύο βασικών παραγόντων: πρώτον, της διαδικασίας βιομηχανικής μετεγκατάστασης σε Δυτικές χώρες και, δεύτερον, της λεγόμενης τεχνολογικής επανάστασης. Έτσι, το πραγματικό ζήτημα που πρέπει να εκτιμηθεί τώρα είναι να αξιολογηθεί το πώς η κρίση COVID-19 θα επηρεάσει αυτόν τον εξελισσόμενο μετασχηματισμό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το μεγάλο παράδειγμα πίσω από την συνεχιζόμενη τεχνολογική επανάσταση. Στα μέσα του 20ού αιώνα, οι πολιτείες που βρίσκονται στο κέντρο (γνωστές και ως ιπτάμενες πολιτείες, flying states) βάσισαν τις οικονομίες τους στην κατασκευή χειροπιαστών στοιχείων ενεργητικού. Το 1950 περίπου το 35% των Αμερικανών εργάζονταν στον μεταποιητικό τομέα, ενώ σε ορισμένες από τις «ιπτάμενες πολιτείες» το ποσοστό αυτό ήταν πάνω από 50% (Kozmetsky και Yue, 2005). Τα τελευταία 30 χρόνια, οι περισσότερες αμερικανικές μεταποιητικές βιομηχανίες έχουν ανατεθεί εξωτερικά (outsourced) σε τρίτες χώρες με μειωμένο κόστος, χαμηλή προστασία της εργασίας, και ελάχιστους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, μεταξύ άλλων διευκολύνσεων. Κατά συνέπεια, ο τομέας των υπηρεσιών έχει κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της εθνικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας το 80% της απασχόλησης και το 77% του εθνικού ΑΕΠ το 2019 (Παγκόσμια Τράπεζα, 2019). Από γεωγραφική άποψη, αυτό οδήγησε στην συσσώρευση ανθρώπων στις πόλεις και στην ενίσχυση των αστικών οικονομιών. Οι πόλεις συγκεντρώνουν τις περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης και κατά συνέπεια οι άνθρωποι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν εκεί. Αυτό εξηγεί επίσης την αυξανόμενη χωρική πόλωση μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και η ίδια δυναμική επαναλήφθηκε σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης για την καλύτερη κατανόηση των περισσότερων κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών που βιώνουν αυτές οι χώρες τις τελευταίες δεκαετίες.
Μετά το 2008, αυτές οι χώρες αντιμετώπισαν μια ποιοτική υποβάθμιση της απασχόλησης με το πρόσχημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, αυτή η υποβάθμιση της απασχόλησης θα μπορούσε επίσης να προβλέψει ποσοτική πτώση των επιπέδων απασχόλησης. Ορισμένοι ειδικοί προβλέπουν ένα νέο εργασιακό σενάριο κυριαρχούμενο από λιγότερες (και πιο ευάλωτες) θέσεις εργασίας. Πριν από την COVID-19, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (εφεξής ΔΟΕ) υπολόγισε ότι 1.400 εκατομμύρια εργαζόμενοι στον κόσμο (περίπου 37,5% του συνόλου) εργάζονταν σε ευάλωτη απασχόληση (ΔΟΕ, 2018). Η πανδημία είναι πιθανό να αυξήσει αυτό το ποσοστό. Οι μελλοντικές προοπτικές είναι μη ενθαρρυντικές λόγω των εξελίξεων και των προκλήσεων που δημιουργούνται από τεχνολογίες που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence, AI), τη Μηχανική Μάθηση (Machine Learning, ML), την Ρομποτική (Robotics), και την Βιομηχανική Αυτοματοποίηση (Industrial Automatization). Αυτό είναι το μέγεθος των επερχόμενων αλλαγών για τις οποίες υποστηρίζουν ορισμένοι ειδικοί ότι ζούμε την 4η Βιομηχανική Επανάσταση (Schwab, 2016).
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ
Σε αυτή την συγκυρία, ο ρόλος της τεχνολογίας έχει γίνει αυτο-αντιφατικός. Ακόμα κι αν η τεχνολογία έχει δημιουργηθεί από το -και για- να υποστηρίξει την ανθρωπότητα, υπάρχει ένας υποκείμενος φόβος για τον αντίκτυπό της στην αγορά εργασίας. Προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις έδειξαν το πώς αυτή η ανησυχία υπήρχε πάντα πίσω από τον λουδισμό (luddism), ένα αντιδραστικό κίνημα ενάντια στις δραστικές αλλαγές που προκύπτουν από οποιαδήποτε τεχνολογική επανάσταση (Klein, 2019; Conniff, 2011). Το παρελθόν μάς δείχνει ότι η συλλογική υστερία μας σχετικά με τις τεχνολογικές μετατοπίσεις σχετίζεται με την δυσπιστία εκείνων που υφίστανται το πρώτο κύμα των αλλαγών. Αυτό συμβαίνει τώρα στην τρέχουσα τεχνολογική επανάσταση, όπου το κύριο ερώτημα είναι αν αντιμετωπίζουμε ένα αποδιοργανωτικό σενάριο (Morgan, 2020).
Ο συλλογικός φόβος για την τεχνολογία εξηγείται από διαφορετικούς παράγοντες. Σύμφωνα με την ΔΟΕ, ο μεταποιητικός τομέας απασχολεί περίπου 1.600 εκατομμύρια ρομπότ σε παγκόσμια κλίμακα, αριθμός με εκθετική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο, είναι πολύ πιθανό ότι η COVID-19 θα επιταχύνει την διαδικασία αυτοματισμού. Οι Jaimovich και Siu (2012) απέδειξαν ότι εκείνες οι δουλειές που επικεντρώνονταν κυρίως σε επαναλαμβανόμενες εργασίες ήταν οι πρώτες που αυτοματοποιήθηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2008. Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις εργασίας δεν επέστρεψαν ποτέ. Δεύτερον, η πανδημία COVID-19 δείχνει ως πολύ πιθανό ότι οι εταιρείες θα προσπαθήσουν να οργανώσουν αλυσίδες εφοδιασμού που να είναι ασφαλείς και απαλλαγμένες από ιούς. Γι’ αυτό, η ανάπτυξη ομάδων ρομπότ παρουσιάζει σημαντικά λειτουργικά οφέλη.
Με τον μισό κόσμο κλεισμένο σε lockdown, η πανδημία αυξάνει επίσης τις κοινωνικές ανισότητες λόγω του διαφορετικού αντίκτυπου του ιού στις διαφορετικές τάξεις. Έτσι, ενώ εστιατόρια, εργοτάξια και αεροδρόμια έκλεισαν εντελώς, άλλοι παραγωγικοί τομείς συνέχισαν να λειτουργούν εξ αποστάσεως. Οι Frey και Osborne (2013) υποστηρίζουν ότι οι εργαζόμενοι υψηλού εισοδήματος είναι πέντε φορές πιο πιθανό να εργαστούν από απόσταση. Πριν από την πανδημία COVID-19, οι πιο ευάλωτες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοματοποίησης ήταν ακριβώς οι χαμηλού εισοδήματος. Ο ιός δείχνει έναν κοινωνικό αντίκτυπο που είναι αρκετά αντιδημοκρατικός, ο οποίος εκτός από τις συνεχιζόμενες διαδικασίες ρομποτοποίησης και αυτοματισμού θα αυξήσει τα επίπεδα κοινωνικής πόλωσης.
Η συνεχιζόμενη τεχνολογική επανάσταση και ο αντίκτυπος του κορωνοϊού ενδέχεται να αλλάξουν ριζικά τις προοπτικές εργασίας για τους υπαλλήλους (white collar employees). Με αυτό το νέο κύμα καταναγκαστικής εξ αποστάσεως εργασίας, ορισμένες από τις εταιρείες τεχνολογίας στην Silicon Valley (όπως το Twitter, η Square, η Coinbase, η Box, η Shopify ή το Facebook) έχουν ήδη αποφασίσει να στραφούν σε μόνιμη εργασία από το σπίτι ακόμα και μετά την πανδημία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αλλαγή είναι υποχρεωτική για έναν αναλογικά υψηλό αριθμό υπαλλήλων τους (Ortega, 2020). Θα μειώσει τα κόστη γραφείων, θα μειώσει τα έξοδα μετακινήσεων (και τον χρόνο), πέραν του ότι θα αποφευχθούν γεωγραφικοί περιορισμοί για την πρόσληψη υπαλλήλων με χαμηλότερες μισθολογικές προσδοκίες. Πριν από λίγες μέρες, το Facebook ανακοίνωσε ότι οι μισοί από τους 48.000 υπαλλήλους του θα εργάζονται μόνιμα εξ αποστάσεως κατά το 2030 (Price, 2020). Φυσικά, αυτές οι αλλαγές θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο στις αστικές οικονομίες των περιοχών όπου βρίσκονται αυτές οι εταιρείες, επηρεάζοντας πτυχές όπως η αγορά ακινήτων, οι μεταφορές, ο ελεύθερος χρόνος και η κοινωνική πολυμορφία, μεταξύ άλλων.
Η 4η βιομηχανική επανάσταση ξεπερνά μια απλή αυτοματοποίηση εργασιών και την εξ αποστάσεως εργασία. Μερικά πρόσφατα παραδείγματα απεικονίζουν αυτήν την δήλωση. Το 2017, δύο διδακτορικοί μαθητές στο MIT παρουσίασαν ένα πολύ αποδοτικό από πλευράς κόστους σύστημα σχολικών λεωφορείων στην Βοστώνη, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρότασή τους βασίστηκε σε έναν αλγόριθμο που εξάλειψε 75 δρομολόγια λεωφορείων και τους επέτρεψε να εξοικονομήσουν έως και 5 εκατομμύρια δολάρια ετησίως (McGinty, 2017). Το 2019, η ηλικίας 178 ετών βρετανική τουριστική εταιρεία με 22.000 υπαλλήλους, Thomas Cook, κατέρρευσε. Ήταν βασικά συνέπεια του ριζικού μετασχηματισμού της ταξιδιωτικής βιομηχανίας και των online υπηρεσιών κρατήσεων (Holton και Faulconbridge, 2019). Από την πλευρά της, η εμφάνιση ηλεκτρικών αυτοκινούμενων φορτηγών θα μπορούσε δυνητικά να αποδιοργανώσει τον κλάδο των οδηγών φορτηγών, ο οποίος απασχολεί περίπου 3,5 εκατομμύρια εργαζόμενους μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (ATA, 2017).
Με μια πρώτη ματιά, αυτά τα παραδείγματα υποδηλώνουν ότι η τεχνολογία οδηγεί σε μείωση του αριθμού των θέσεων εργασίας (Watson, 2017). Παρ’ όλα αυτά, ετούτη η προσέγγιση πρέπει να είναι προσεκτική. Προφανώς, η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση θα εξαλείψει έναν μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας σε ορισμένους τομείς, αλλά θα ανοίξει επίσης νέες ευκαιρίες εργασίας. Παρατηρείται σαφώς στις Big Tech εταιρείες. Η εταιρεία Amazon, με περίπου 700.000 υπαλλήλους παγκοσμίως, ανακοίνωσε πρόσφατα 30.000 νέες θέσεις εργασίας μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, που κυμαίνονται από μηχανικούς έως ειδικούς στις εμπορευματικές μεταφορές (Weise, 2019). Ωστόσο, παρόλο που η κοινή αντίληψη της εργασίας σε καινοτόμες τεχνολογίες και εταιρείες είναι φωτεινή, δεν συμβαίνει πάντα έτσι. Εταιρείες όπως η Uber ή η Lyft, που ήδη απειλούν την δουλειά εκατομμυρίων οδηγών ταξί, διερευνώνται από ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω των ευάλωτων συνθηκών για τους υπαλλήλους τους.
Πριν από την πανδημία, είχε προκύψει μια ανοιχτή συζήτηση σχετικά με το πώς η τρέχουσα τεχνολογική επανάσταση θα μπορούσε να επηρεάσει την απασχόληση. Πριν από λίγα χρόνια, συμβουλευτικές εταιρείες όπως η PwC (2018) και η Gartner (2017) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έως το 2020 ο τομέας της τεχνητής νοημοσύνης θα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας θα εξαλείφονταν, δείχνοντας μια ελαφρώς θετική τάση. Η τρέχουσα τεχνολογική επανάσταση δείχνει σχετικές διαφορές σε σύγκριση με προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις. Παραδοσιακά, οι αλλαγές επηρέαζαν μόνο τους υπαλλήλους που είναι υπεύθυνοι για εξαιρετικά επαναλαμβανόμενες εργασίες, δηλ. τους χειρώνακτες (τους λεγόμενους blue-collar workers). Ωστόσο, ο πρόσφατος αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης απειλεί επίσης εκείνους που εκτελούν καθήκοντα υψηλής ειδίκευσης, δηλαδή τους υπαλλήλους (τους λεγόμενους white-collar workers). Στην πραγματικότητα, 600 διαπραγματευτές της Goldman Sachs στα κεντρικά γραφεία της στη Νέα Υόρκη έχουν αντικατασταθεί από αυτοματοποιημένες μηχανές συναλλαγών που υποστηρίζονται από 200 μηχανικούς υπολογιστών (Byrnes, 2017). Σύμφωνα με τους Gartner (2017) και PwC (2018), η υγειονομική περίθαλψη και ο εκπαιδευτικός τομέας θα έχουν αυξανόμενη ζήτηση εργασίας, ενώ οι τομείς της μεταποίησης και των μεταφορών θα συγκεντρώσουν τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας.
ΟΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ
Πριν από έξι χρόνια, το ερευνητικό κέντρο Pew ανέλυσε τον αντίκτυπο και τις συνέπειες της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στην αγορά εργασίας έως το 2025 (ΛΔΚ, 2014). Για τον σκοπό αυτό ρώτησαν 1.896 εμπειρογνώμονες των οποίων οι απαντήσεις συγκεντρώθηκαν σε δύο ομάδες: εκείνους που αναμένουν θετικό ή ουδέτερο αντίκτυπο και εκείνους που αναμένουν αρνητικό αντίκτυπο. Η ομάδα των τεχνολογικά αισιόδοξων (52%) κυρίως υποστήριξε ότι η αυτοματοποίηση θα δημιουργούσε νέες ανάγκες και αύξηση της ζήτησης για νέες θέσεις εργασίας. Αυτό το επιχείρημα θα εξηγούσε το γιατί οι πιο προηγμένες (και οι αστικές) περιοχές συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου στις περιφέρειές τους και ζητούν πάντα περισσότερους εργαζόμενους. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ορισμένοι από τους ειδικούς που συμπεριλήφθηκαν σε αυτήν την ομάδα διατηρούν μια σκεπτικιστική προοπτική, υποδηλώνοντας ότι νομικά / κοινωνικά / πολιτικά / ηθικά ζητήματα σίγουρα θα μειώσουν τον τελικό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτοποίησης. Η ομάδα των τεχνολογικά απαισιόδοξων (48%) υποστηρίζει ότι το επερχόμενο σενάριο δεν θα είναι βιώσιμο για τους περισσότερους εργαζόμενους λόγω μιας αγοράς εργασίας που αλλάζει συνεχώς. Θα οδηγήσει στην καταστροφή των μεσαίων τάξεων και σε μια αναδυόμενη κοινωνική ανασφάλεια. Μερικοί θεωρητικοί προβλέπουν ένα μετα-εργασιακό σενάριο όπου τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν ως επί το πλείστον το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό. Μεταξύ των συνεπειών, αυτό θα σήμαινε το τέλος της παραδοσιακής εργασιακής δομής, κάτι που θα απαιτήσει τον επαναπροσδιορισμό του ίδιου του όρου της εργασίας.
Αναμένεται ότι η εξελισσόμενη τεχνολογική επανάσταση, εκτός από την επερχόμενη οικονομική κρίση που οφείλεται στον κορωνοϊό, θα μπορούσε να μειώσει το επίπεδο της ρυθμιζόμενης απασχόλησης. Σε αυτό το σενάριο, η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου θα μειωθεί στο ελάχιστο. Οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής υποστηρίζουν ότι θα ενισχύσει την αγορά εργασίας, ενώ οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ο εργαζόμενος θα είναι εντελώς απροστάτευτος. Επιπλέον, με τον ρυθμό των τεχνολογικών αλλαγών, οι δεξιότητες των εργαζομένων πιθανότατα θα αλλάξουν γρηγορότερα με την πάροδο του χρόνου, φέρνοντας στο προσκήνιο μια ομάδα ανθρώπων των οποίων οι δεξιότητες θα γίνονται συνεχώς ξεπερασμένες. Σε μια δραστική αλλά δυνητικά ρεαλιστική προβολή για την αγορά εργασίας βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, ο Harari (2018) προβλέπει την εμφάνιση μιας τεράστιας και νέας άνεργης τάξης, δηλαδή ανθρώπων στερημένων από οποιαδήποτε οικονομική, πολιτική ή ακόμη και καλλιτεχνική αξία, χωρίς καμία συμβολή στην κοινωνία.
Ορισμένες κυβερνήσεις αναπτύσσουν στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν πολύ αρνητικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν. Υπό αυτή την έννοια, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αντίμετρα είναι το «γενικό βασικό εισόδημα» (universal basic income, στο εξής UBI). Αν και αυτό το μέτρο το έχουν υπερασπιστεί ως επί το πλείστον οι αριστερές ιδεολογίες στο παρελθόν και έχει επικριθεί από τις υπόλοιπες, σήμερα είναι διαφορετικά. Το πείραμα που ονομάζεται Y Combinator είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς ορισμένες εταιρείες τεχνολογίας ελέγχουν την πραγματική εφαρμογή αυτού του μέτρου (Winick, 2018). Ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με το UBI όπως την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας ή η εμφάνιση κοινωνιών δυο τάξεων (dual-class societies) όπου οι μεγάλες εταιρείες θα έχουν τεράστιο έλεγχο στις εργατικές τάξεις. Επομένως, παρόλο που το UBI θα μπορούσε να μειώσει την ακραία φτώχεια σε όλο τον κόσμο, θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τις ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.
Ευτυχώς, ορισμένοι συγγραφείς όπως ο Manson (2015) μοιράζονται μια αισιόδοξη άποψη για το μέλλον της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με αυτόν, η τεχνολογία και ο αυτοματισμός θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα δίκαιο οικονομικό μοντέλο με χαμηλότερες τιμές, μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση, πέρα από μια μείωση των επιπέδων του καταναλωτισμού. Το όραμά του, αν και φαίνεται ουτοπικό, μπορεί ήδη να παρατηρηθεί σε κατοίκους Δυτικών πόλεων όπου οι ιδέες τους που σχετίζονται με την αειφόρο ανάπτυξη και την οικονομική απο-ανάπτυξη (de-growth) έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή τις τελευταίες δεκαετίες.
ΚΛΕΙΔΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΥΝ
Ο πραγματικός αντίκτυπος της τεχνολογικής επανάστασης πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο του επικρατούντος κλίματος αβεβαιότητας στο οποίο όλα θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές που θα υιοθετηθούν στην διάρκεια των επόμενων μηνών. Αναμένεται μια πολύ πιο ελεγχόμενη παγκοσμιοποίηση με σχετικές κεντρομόλες δυνάμεις (απο-παγκοσμιοποίηση), οι οποίες ήταν ήδη παρατηρήσιμες πριν από την πανδημία (Balsa-Barreiro et al., 2020). Η Νοτιοανατολική Ασία θα συνεχίσει να συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας, αλλά σε μικρότερα ποσοστά από ό, τι σήμερα. Οι Δυτικές χώρες θα επαναπατρίσουν μέρος της βιομηχανίας τους, κάτι που θα μειώσει προβλέψιμα την βαρύτητα του τομέα των μεταφορών. Η επιβίωση πολλών εταιρειών θα είναι πολύ δύσκολη βραχυ- και μεσοπρόθεσμα, αν και δεν είναι σαφές ποιες εταιρείες θα αντέξουν καλύτερα. Οι κυβερνήσεις θα σώσουν (και θα εθνικοποιήσουν σε ορισμένες περιπτώσεις) όλες αυτές τις εταιρείες που θεωρούνται στρατηγικές. Ωστόσο, πολλές μεγάλες εταιρείες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα. Εξαιτίας αυτού, πολλές μικρές τοπικές επιχειρήσεις μέσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο σενάριο ενδέχεται να αναπτύξουν μια ευκαιρία στην αγορά. Όλοι αυτοί οι οικονομικοί παράγοντες (και οι κοινωνικές τους συνέπειες) θα καθορίσουν το επίπεδο της τεχνολογικής επανάστασης και τον αντίκτυπό της στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Πέρα από τον πραγματικό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στην αγορά εργασίας, ισχυρές αλλαγές αναμένεται να διαταράξουν τις κοινωνίες μας. Χωρίς την απασχόληση που παρέχει μια δομή στην ζωή των ανθρώπων και με την τεχνολογία να αντικαθιστά πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, οι κοινωνίες μας πιθανότατα θα στραφούν προς πιο ατομικιστικές οντότητες με λιγότερη ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Για αυτόν τον λόγο, η ανθρώπινη εκπλήρωση πρέπει να θεωρείται θεμελιώδης παράγοντας στην επερχόμενη βιομηχανική επανάσταση. Σε τελική ανάλυση, εάν η τεχνολογία δημιουργήθηκε για να κάνει τις ζωές μας ευκολότερες και αποδοτικότερες όσον αφορά τον χρόνο και τους πόρους, πρέπει να αναρωτηθούμε πού πηγαίνει ο εξοικονομημένος χρόνος, και ακόμη αν μας κάνει πιο ευτυχισμένους.
*πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr