του Αντώνη Μανιτάκη*
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο εμβολιασμός, ως μορφή βιοϊατρικής παρέμβασης στην ψυχική και σωματική υγεία και ακεραιότητα του προσώπου, προσβάλλει, όταν γίνεται χωρίς τη ρητή και ελεύθερη, προηγούμενη συναίνεσή του έπειτα από πλήρη ενημέρωση, την αυτονομία του προσώπου, την ελευθερία της συνείδησής του, και αν επιβληθεί με τρόπο καταναγκαστικό ή βίαιο φθάνει να περιφρονεί την αξία του Ανθρώπου ως ελεύθερου και συνειδητού όντος (άρθρο 2 παρ. 1 Σ).
Εξάλλου, ένα καθολικό μέτρο, που επιβάλλεται χωρίς χρονικό ή τοπικό περιορισμό και χωρίς άλλες διακρίσεις, δύσκολα θα μπορούσε να αποφύγει τον σκόπελο του τεστ της αναλογικότητας, δηλαδή την απαίτηση να δικαιολογηθεί από αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές ότι είναι ένα μέτρο απολύτως αναγκαίο, κατάλληλο και το πλέον πρόσφορο για την προστασία ενός υπέρτατου δημόσιου αγαθού, όπως είναι η δημόσια υγεία και κατ’ επέκταση η ανθρώπινη ζωή.
Αντίθετα, πιστεύω πως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η νομοθετική πρόβλεψη του προαιρετικού ή οικειοθελούς εμβολιασμού, αφού στηρίζεται και προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του εμβολιαζομένου.
Το ερώτημα ωστόσο που ανακύπτει είναι αν θα ήταν συνταγματικά ανεκτό να απαιτηθεί από ορισμένες κατηγορίες προσώπων, που έρχονται σε προσωπική, καθημερινή επαφή με ένα σύνολο ατόμων λόγω της φύσης της δουλειάς τους, ο εξαναγκασμός τους σε εμβολιασμό. Όπως γιατροί, νοσηλευτικό και υγειονομικό προσωπικό σε νοσοκομεία και κλινικές, εργαζόμενοι σε γηροκομεία, κέντρα αποκατάστασης, καταυλισμούς κ.λπ., δάσκαλοι, καθηγητές, παιδαγωγοί, όσοι επιτελούν δημόσιο λειτούργημα και συγχρωτίζονται με πρόσωπα, όπως αστυνομικοί, όσοι έρχονται σε επαφή με το κοινό και εξυπηρετούν κόσμο κ.ά.
Και αν γινόταν δεκτό ότι ούτε αυτοί μπορούν να υποχρεωθούν χωρίς τη συναίνεσή τους, τότε είναι δυνατόν η άρνησή τους να συνεπάγεται τουλάχιστον κάποιες αρνητικές συνέπειες στην παροχή των υπηρεσιών τους ή κάποιες κυρώσεις, που δεν θα φθάνουν πάντως μέχρι την απόλυσή τους από την υπηρεσία τους ή τη δουλειά τους; Είναι ανεκτό συνταγματικά να εξαναγκαστούν με έμμεσο έστω τρόπο να εμβολιαστούν;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι καταφατική, εφόσον η απαίτηση του εμβολιασμού τους δικαιολογείται, ειδικά, επαρκώς και τεκμηριωμένα, από τις αρμόδιες επιτροπές Υγείας και Εμβολισμού. Ας σημειωθεί ότι η δημόσια υγεία και η προστασία ή πρόληψη μιας επιδημίας αποτελεί κατά το Σύνταγμα ένα ρητά προστατευόμενο συλλογικό αγαθό, που προβλέπεται σε πολλές συνταγματικές διατάξεις, όπως άρθρο 5 παρ. 2 και 5 με την ερμηνευτική δήλωση, 18 παρ. 3 και 22 παρ. 4 Σ, και δικαιολογεί προσβολές ή περιορισμούς δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Θα ήταν επομένως κατά τη γνώμη μου συνταγματικά θεμιτός ο εξαναγκασμός σε εμβολιασμό υπό την απειλή κυρώσεων ή δυσμενών συνεπειών για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Το δυσμενές μέτρο θα πρέπει να επιβάλλεται με τον ηπιότερο δυνατό τρόπο και να μην είναι δυσανάλογα βαρύ ή δυσβάστακτο σε σχέση με την ανάγκη προφύλαξης και προστασίας της υγείας. Αυτό αφορά τόσο τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως μέσα μαζικής μεταφοράς, αεροπορικές εταιρείες, ΚΤΕΛ κ.λπ.
Η νομοθεσία μας έχει σχετικά προβλέψει άλλωστε τέτοιες μορφές πειθαναγκασμού για τον εμβολιασμό σε περιπτώσεις εγγραφής παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς ή νηπιαγωγεία, απαιτώντας πιστοποίηση εμβολιασμού τους για μια κατηγορία παιδικών ασθενειών, με δικαιολογημένες βέβαια εξαιρέσεις. Η νομολογία έχει και αυτή κρίνει πρόσφατα ότι μια τέτοια απαίτηση, που καταλήγει σε εξαναγκαστικό εμβολιασμό για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν είναι αντισυνταγματική (ΣτΕ 2387/2020).
Εν κατακλείδι, ο μόνος ανεκτός συνταγματικά εμβολιασμός είναι ο προαιρετικός ή οικειοθελής, όχι μόνον διότι στηρίζεται στη συναίνεση, αλλά και διότι αν κριθεί με κριτήρια δημόσιας πολιτικής της Υγείας είναι σίγουρα πιο αποτελεσματικός.
Και αυτό είναι το πλεονέκτημά του, ότι ως βάση του έχει την πειθώ και τον πειθαναγκασμό και όχι τον καταναγκασμό και καλλιεργεί έμμεσα μια κουλτούρα ατομικής και κοινωνικής ευθύνης και ασυνείδητα μια πρακτική κοινωνικής αλληλεγγύης.
*ομότιμος καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ, πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας