της Gina Chon
Oλοένα και περισσότερο κερδίζει έδαφος η ιδέα της επιβολής ενός διασυνοριακού φόρου για τις εκπομπές ρύπων τόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στις ΗΠΑ. Ισως και να μοιάζει με μία νίκη στη μάχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, τέτοιου είδους πολιτικές ίσως και να εξομοιώνουν τις χώρες όπου είναι δαπανηρό για τις εταιρείες να λειτουργούν κι εκείνες όπου το κόστος είναι χαμηλό, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται οι πλούσιες χώρες να διατηρήσουν θέσεις εργασίας και επενδύσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και οι ομόλογοί του στην Ευρώπη επεξεργάζονται την πρόταση να επιβάλουν πρόσθετες χρεώσεις στις εισαγωγές ειδών των οποίων η παραγωγή εκπέμπει υψηλούς ρύπους, από χώρες με ανεπαρκές περιβαλλοντικό πλαίσιο. Ταυτοχρόνως οι ντόπιοι προμηθευτές θα μπορούν να εξασφαλίζουν συναφείς διευκολύνσεις, ώστε να ενισχύονται οι εξαγωγές τους. Λίγο καιρό πριν, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε σχέδιο, του οποίου οι λεπτομέρειες αναμένονται εντός του θέρους, για πιλοτικό πρόγραμμα που θα καταρτιστεί έως το 2023. Αλλά η επικύρωση μιας τελικής πρότασης δεν είναι κάτι σαφές, διότι έχουν διατυπωθεί αρκετές διαφωνίες από τις χώρες-μέλη. Από τη δική του πλευρά, ο Τζο Μπάιντεν ενέταξε το εν λόγω θέμα στην ατζέντα για το εμπόριο του 2021.
Στην πραγματικότητα, όμως, περί τίνος πρόκειται; Η κλιματική αλλαγή έχει ιεραρχηθεί ψηλά στην ατζέντα των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο συνολικά και ειδικά του Μπάιντεν, αν και ο διασυνοριακός φόρος ρύπων είναι απλώς το επόμενο επεισόδιο μιας διαφορετικής πολιτικής διαμάχης. Και αυτή η διαμάχη αφορά τους φόρους επί των εταιρικών κερδών και τον πόλεμο να παρεμποδιστούν οι όμιλοι να μετακινούν τα κέρδη τους πέραν των συνόρων για να φορολογούνται λιγότερο. Οι δυτικές εταιρείες δεν επιθυμούν οι επιχειρήσεις να μετακομίζουν στην Κίνα ή στην Ινδία εξαιτίας του ότι οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί εκεί είναι λιγότερο αυστηροί, καθιστώντας την παραγωγή αγαθών φθηνότερη. Επιβληθέντος ενός διασυνοριακού φόρου ρύπων, τα προϊόντα αυτά θα ακριβύνουν, αποδυναμώνοντας το κίνητρο των ομίλων να μετακινούν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό. Επίσης, μπορεί να έχει και άλλη επίδραση. Δηλαδή, οι εγχώριες εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα μπορεί να είναι ακριβότερα λόγω των αυστηρότερων κανονισμών ή για άλλους λόγους, εξασφαλίζουν εκπτώσεις φόρων όταν τα εν λόγω εξάγονται.
Κατά συνέπεια, αμβλύνονται με τον τρόπο αυτόν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην παγκόσμια αγορά, εξ ου και τον φόρο, υποστηρίζουν εργατικά συνδικάτα και ενώσεις ντόπιων παραγωγών χάλυβα στις ΗΠΑ. Το να αποφασιστεί τώρα από τις κυβερνήσεις ποιες χώρες θα υπόκεινται στον διασυνοριακό φόρο ρύπων, απαιτεί το να εξεταστούν τα διαφορετικά καθεστώτα που ισχύουν διεθνώς. Το Ευρωκοινοβούλιο τάσσεται υπέρ του να συνδεθεί αυτός με το σύστημα εμπορίας ρύπων της Ε.Ε., το οποίο επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αγοράζουν και να διαπραγματεύονται την άδεια να εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου. Στις εισαγωγές θα προβλέπεται φόρος ισοδύναμος με το τίμημα που έχει κατά περίπτωση καταβληθεί στο σύστημα εμπορίας ρύπων, εκτός εάν η αντίστοιχη χώρα διαθέτει επαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη ρύπανση.
Και μπαίνει, φυσικά, το εύλογο ερώτημα: θα αποδώσει το προτεινόμενο σύστημα; Θεωρητικά, ένας διασυνοριακός φόρος στις εκπομπές ρύπων έχει λογική και θεωρείται καλός τρόπος για να επιβάλει κάποιος χρέωση σε χώρες που καταστρέφουν το περιβάλλον. Αλλά η Κίνα θα μπορούσε να αντεπιτεθεί, ακριβώς όπως συνέβη και στον εμπορικό πόλεμο με τον Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, τέλος, θα μπορούσε να υπάρχει αντίδραση εκ μέρους εταιρειών, όπως οι κατασκευαστικές και οι αυτοκινητοβιομηχανίες, που χρησιμοποιούν ελασματοποιημένα προϊόντα χάλυβα και θα δουν τα ετήσια κέρδη να μειώνονται 40% κατά μέσον όρο.
*πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr