του Σταύρου Χρ. Τσέτση*
Η πολεοδομική υπερτροφία, οδηγεί σε στρεβλώσεις.
Η χωρική διόγκωση ενός αστικού κέντρου πέραν ενός ορίου -ειδικότερα μιας μείζονος πολεοδομικής συνάθροισης- οδηγεί σε αρνητικούς δείκτες: (ευρύτερα) αναπτυξιακούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς, διοικητικούς. Εκφράζονται δε, πιο ανάγλυφα, στην κατασπατάληση περιμετρικού/ περαστικού ή (και) (ημι)αγροτικού χώρου και στην ανορθολογική επέκταση τεχνικών/ κοινωνικών υποδομών, προκαλώντας πολύπλευρα κόστη.
Απ’ αυτή την εμπειρική αφετηρία, ο Πολωνός Boleslaw Malisz, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, συνέλαβε, επεξεργάστηκε και διατύπωσε τη θεωρία της «Ανάλυσης του Κατωφλίου» (Threshold Analysis). Με την πολιτική του δε ιδιότητα, προώθησε την εφαρμογή της στις Πολωνικές πόλεις, ως εργαλείο ελέγχου αστικού και περιφερειακού προγραμματισμού.
Είναι πρόδηλο ότι διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες και συγκυρίες, δεν επιτρέπουν άμεσες αναγωγές στην σημερινή αστική γεωγραφία και στο ευρωπαϊκό «Urbis».
Ωστόσο, η θεωρητική σύλληψη «περί ορίου» μιας πόλης και της οικονομικής της αυτοτέλειας, έχει ισχυρή παρουσία διαχρονικά: Ο Πλάτων στην ιδανική του «Πολιτεία» και ο Αριστοτέλης στη βέλτιστη πόλη του στα «Πολιτικά» -κατά το πρότυπο του Ιππόδαμου-, έθεσαν περιορισμούς στην πληθυσμιακή αύξηση. προβάλλοντας διακριτά, πλην στο ίδιο πνεύμα, «Υποδείγματα» άριστου άστεως. Ακόμη και τη δημιουργία (νέων) αποικιών πέραν αυτού.
Πάνω σ’ αυτή την λογική, εμπνεύστηκε ο Ebenezer Howard –στον αντίποδα της λεγόμενης «συμπαγούς πόλης» της βιομηχανικής επανάστασης, προβληματικής (και) από πλευράς δημόσιας υγείας- το ανατρεπτικό χωροταξικό Αρχέτυπο των «Garden Cities», το οποίο και ανέπτυξε στο βιβλίο του «To-Morrow: A peaceful Path to Real Reform» (1898). Πρότεινε μία αρμονική συμβίωση Ανθρώπων και Φύσης –στη βάση αποσυγκεντρωμένων αυτόνομων πόλων, σε ικανή μεταξύ τους απόσταση και από τον κεντρικό αστικό πυρήνα-, προκαλώντας τόσο την κίνηση των «Κηπουπόλεων», όσο και την επιχειρησιακή του εφαρμογή (Letchworth Gardern City, 1903)
Μητροπόλεις σε κρίση: Η Ευρωπαϊκή εμπειρία χωροταξικής αποκέντρωσης.
Το παράδειγμα, αποτέλεσε εδραίο προγραμματικό πρότυπο αναφοράς, στην αντιμετώπιση ενός ισχυρού κύματος αστυφιλίας, που αντιμετώπισε η μεταπολεμική Ευρώπη.
Χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ολλανδία και σ’ ένα βαθμό, η Ιταλία, κλήθηκαν να προωθήσουν μέσο/μακροχρόνιες χωροταξικές πολιτικές αποκέντρωσης, τόσο σε εθνικό, όσο και σε (ενδο) Περιφερειακό επίπεδο.
Το Λονδίνο πρωτοστάτησε με το Σχέδιο «Abercrombie Greater London Plan» του ’44 και τη δημιουργία «Νέων Πόλεων», 20 ως αρχική πρόθεση (New Town Act, 1946) .
Η σχεδιαστική σύλληψη, βασίστηκε στην έννοια της “Garden City” του E. Howard: Σταθερός αστικός κεντρικός πυρήνας, ενδιάμεση πράσινη ζώνη και στο περιθώριό της, δορυφορικοί πόλοι/ πόλεις –συνδεόμενοι, πλην αυτόνομοι και σε διάστημα που δεν επιτρέπει ένα μελλοντικό «αστικό συνεχές»- ικανών να δεχθούν νέες μεταναστευτικές ροές.
Το Παρίσι, ακολούθησε μετά δύο δεκαετίες, υλοποιώντας νέες πόλεις γύρω από την Γαλλική πρωτεύουσα, δίχως ωστόσο την απαραίτητη ανεξαρτησία. Παράλληλα, υλοποίησε την πολιτική των λεγόμενων «Μητροπόλεων Ισορροπίας»: αντίρροπους δηλαδή πόλους, ως προς την Αστική Περιφέρεια της Πρωτεύουσας (Ile de France). Στις δε άλλες πλην Παρισίου Περιφέρειες, ενίσχυσε (εσωτερικά), μικρότερα αστικά κέντρα: τις «πόλεις εξισορρόπησης».
Το μετέωρο βήμα των «αντίπαλων πόλεων»
Το ενδιαφέρον αυτό Γάλλινο «παράδειγμα» χωροταξικής αποκέντρωσης, πραγματιστικό, δίχως ανεδαφικές θεωρητικές συλλήψεις για τα Μεσογειακά δεδομένα, ενέπνευσε και τη στρατηγική αποκέντρωσης για τη χώρα μας, στα τέλη της δεκαετίας του ’70: τις «αντίπαλες (της Αθήνας) πόλεις». Η αλλαγή του «πολιτικού τοπίου», δεν επέτρεψε την υλοποίηση της, δίνοντας έμφαση στο σχεδιασμό επιλεγμένων αστικών κέντρων, δίχως ένα θεσμικά καθορισμένο χωροταξικό άξονα αναφοράς.
Είναι παρόλα ταύτα οι Ευρωπαϊκές πολιτικές –Περιφερειακή, ΚΑΠ, Μεταφορών, Περιβάλλοντος & Ενέργειας κ.α.-, οι οποίες αντέστρεψαν από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, τις ανεξέλεγκτες τάσεις υπερσυγκεντρωτισμού της Αθήνας και σε ένα βαθμό της Θεσσαλονίκης και επέτρεψαν την ανασυγκρότηση του Περιφερειακού Χώρου της Ελληνικής Επικράτειας.
Με τη χωροταξία να ασθμαίνει πίσω τους, δίχως να τις συναντά. και την πολεοδομική της διάσταση -αν όχι να αντιστρατεύεται στο όλο εντυπωσιακό αναπτυξιακό εγχείρημα που ακολούθησε, έως την εκδήλωση της κρίσης- τουλάχιστον να μην βρίσκει το βηματισμό της. Είναι οι ίδιες ευρωπαϊκές πολιτικές, οι οποίες απέτρεψαν το «2004», μία περαιτέρω αύξηση των διαφορών πρωτεύουσας/ υπόλοιπων αστικών κέντρων / υπαίθρου.
Οι πρωτοβουλίες της θεσμοθέτησης Πλαισίων Χωροταξίας, συνολικών και τομεακών, παρότι συνιστούν αναντίρρητα πρόοδο, δεν οικοδόμησαν ωστόσο, έναν «φέροντα οργανισμό» χωροταξικής πολιτικής. Με τις «κυλιόμενες τακτοποιήσεις» να αποδυναμώνουν θεσμούς και σχεδιαστικές διαδικασίες. Οι δε επενδυτικοί θύλακες, της «κατ’ εξαίρεση ανάπτυξης», έδωσαν άλλοθι στη χωροταξική ρευστότητα.
Η άρση των ενδοπεριφερειακών και ενδοαστικών ανισοτήτων, ως νέα προτεραιότητα.
Η πρόκληση της συγκρότησης των οικιστικών δικτύων.
Ως επόμενο βήμα χωροταξικής πολιτικής, προβάλει η ανάδειξη και αντιμετώπιση των ενδοπεριφερειακών και ενδοαστικών ανισοτήτων. Μπορεί η πολεοδομική συνάθροιση του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων ή το ανεπτυγμένο βόρειο τρίγωνο της Νήσου Ρόδου, να κατισχύουν συνθλιπτικά έναντι του (πάλαι ποτέ) Νομαρχιακού τους χώρου; Να είναι ουσιαστικά πρωτεύουσες του εαυτού τους, χωρίς επικράτεια;
Ή η Δυτική Αττική ο παραγωγικός πνεύμονας της Περιφέρειας, -δίχως ένα παραπληρωματικό ως προς τις δραστηριότητες οικιστικό πλέγμα- μπορεί να στερείται μιας κατάλληλης πολιτικής δραστικής της αναβάθμισης και αναπτυξιακής καινοτομίας;
Είναι η συγκρότηση αστικών/ οικιστικών δικτύων, η απάντηση στην μονοκεντρική ή ολιγοπολική αναπτυξιακή πραγματικότητα: ως δίκτυο δε οικιστικών/ αστικών κέντρων, «νοείται το σύστημα των σχέσεων και των όρων με οριζόντιο και όχι αναγκαστικά ιεραρχημένο χαρακτήρα, που εγκαθιδρύεται μεταξύ κέντρων παραπληρωματικών ή παρόμοιων χαρακτηριστικών, διασφαλίζοντας τη δημιουργία εξωτερικοτήτων ή αντίστοιχα οικονομίες ειδίκευσης/ συμπληρωματικότητας/χωρικού καταμερισμού εργασίας και συνέργειας/ συνεργασίας στον τομέα της καινοτομίας (Camagni, Τσέτσης 2001).
Η λύση –μονόδρομος- των δικτύων, προϋποθέτει σχεδιασμό, άρση των αγκυλώσεων και Εθνική Χωροταξική Πολιτική.
Η παγίωση ενός οικουμενικού χώρου ροών και δικτύων, πλέον των τριών δεκαετιών, και οι «σεισμικές» εξελίξεις, στους τομείς Ε&Τ&Α, επιβάλουν καινοτόμα Χωροταξικά Αρχέτυπα, ικανά να συναρμόσουν το «Παγκόσμιο με το Τοπικό». Αυτή είναι η μείζονα πρόκληση της Χωροταξίας σήμερα. Η εγκαθίδρυση οικιστικών δικτύων στο θεσμικό «apparatus» του τομέα, συνιστά αναγκαιότητα. Η δε ασύγγνωστη παράλειψη και η εμμονή σε ατελέσφορες και άγονες τρέχουσες πρακτικές –«οι κυλιόμενες τακτοποιήσεις» αποτελούν την πλέον ορατή έκφραση της επίμονης παθογένειας του τομέα-, αποτελεί αναχρονισμό.
Η Πολιτεία θα πρέπει να απαλλαγεί από την κοντόθωρη λογική, που συρρικνώνει την πολεοδομία σε γενικές Χρήσεις Γης, συχνά δίχως την ευρωπαϊκή αναπτυξιακή διάσταση, που αγνοεί (ουσιαστικά) τις ρυμοτομήσεις –σε εύλογο χρόνο-. και να θέσει ένα τέλος στο «όνειδος» των «νομιμοποιήσεων» ως κύρια πρακτική. Και να υπερβεί πλασματικά «ιδεολογικά» διλλήματα, όπως: ανάκτηση ή επέκταση, προστασία ή ανάπτυξη, απαγόρευση ή περιορισμός της εκτός Σχεδίου δόμησης. Οφείλει να θεσπίσει νέα καινοτόμα εργαλεία. Παράλληλα, να εκσυγχρονίσει, υπό το πρίσμα μιας ουσιαστικής πολιτικής- τα Γενικά -μη ποσοτικοποιημένα και σε ενίοτε ασύμπτωτη σχέση με τις πολιτικές της ΕΕ- Εθνικά Πλαίσια Χωροταξίας. Ως Σχέδια. Με την Περιφερειακή διάσταση, να πρέπει να πείσει για το ρόλο της.
Η ελκυστικότητα της Αθήνας προϋποθέτει (και) ανταγωνιστικό δίκτυο περιφερειακών αστικών κέντρων.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η πρωτεύουσα έχει την υποχρέωση να εκσυγχρονίσει / βελτιώσει/ αναβαθμίσει το πολεοδομικό της συγκρότημα. Και να διασφαλίσει καλύτερη ποιότητα ζωής στους κατοίκους και τους επισκέπτες της.
Εξάλλου, οι ευρύτερες διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις, επιβάλλουν μία πιο ουσιαστική ανάδειξη του ρόλου της, ως ισχυρό πολιτιστικό, πολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό πόλο, στην ευρύτερη και νευραλγική γεωπολιτικά περιοχή της Μεσογείου.
Το «2004», απέδειξε ότι η πολεοδομία μπορεί να είναι ένα κρίσιμο μέσο. Εξάλλου το οφείλει στην ιστορία, στους ανθρώπους που τη βιώνουν σήμερα, στο μέλλον της.
Ωστόσο, μία (πολύ πιθανή) ενδυνάμωση της ελκυστικότητας του «κλεινού άστεως» στη νέα περίοδο, ελλοχεύει (εξ ορισμού)- μία πιθανή επανάληψη φαινομένων αστυφιλίας, από έναν αποδυναμωμένο Περιφερειακό χώρο. Εξέλιξη, ουδόλως επιθυμητή και για την ίδια την πρωτεύουσα.
Ολοκληρωμένη Χωροταξική Πολιτική vs γιγαντισμού ή Προγραμματικά Εργαλεία Συνοχής;
Κάθε άλογη πολεοδομική διόγκωση -η διεθνής, ευρωπαϊκή & εγχώρια εμπειρία, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεων, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία- ενέχει στρεβλώσεις, πολλαπλές δυσμενείς επιπτώσεις και κόστη, που αποβαίνουν εις βάρος της.
Ασφαλώς η «Forma Urbis», δεν είναι παρά το χωρικό έκτυπο των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και τεχνολογικών δυνάμεων, πρωτίστως, που επενεργούν επ’ αυτής. Και πολιτική απόφαση.
Καταδεικνύοντας τα όρια του σχεδιασμού και της βαρύτητας λήψεως αποφάσεων για μία βιώσιμη Χωροταξική Πολιτική, μέσο/μακροπρόθεσμα -ερείσματα, δίνονται στο παρόν άρθρο- η οποία θα (επανα)προσανατολίσει/επαναπροσδιορίσει τις χωρικές εξελίξεις, με όρους βιωσιμότητας, με παράλληλη ενδυνάμωση της εδαφικής ανταγωνιστικότητας. Και σε μία πιο αισιόδοξη εκδοχή, θα ελέγξει/ συγκρατήσει φαινόμενα γιγαντισμού.
Η σχέση των μητροπολιτικών περιοχών της Αθήνας, πρωτίστως και σε ένα βαθμό και της Θεσσαλονίκης, με το πλέγμα των άλλων αστικών/οικιστικών κέντρων της χώρας και του υπόλοιπου χώρου -μετά από την επώδυνη δεκαετία της οικονομικής κρίσης και τη δοκιμασία της πανδημίας- βρίσκεται σε σταυροδρόμι.
Θα μπορούσαν να σκιαγραφηθούν δύο κύριες εναλλακτικές υποθέσεις (σενάρια) εξελίξεων:
Η πρώτη εναλλακτική, αφορά στη συγκρότηση και υλοποίηση μιας ουσιαστικής Εθνικής Χωροταξικής Πολιτικής, με προτεραιότητα την (πιο) ισόρροπη κατανομή ατόμων/δραστηριοτήτων και (πολιτικών) αρμοδιοτήτων/ εξουσιών στο έδαφος της χώρας.
Δεδομένης ωστόσο, μιας επίμονης απροθυμίας της Πολιτείας να προωθήσει διαχρονικά, μία τέτοια στρατηγική με σύγχρονους όρους -που θα προκαταλαμβάνει και όχι θα σύρεται από τη δυναμική των χωρικών τάσεων- το σενάριο, δεν φαίνεται το πιθανότερο.
Αυτό εξάλλου προϋποθέτει μία -απτή και ουδόλως ρητορική- στρατηγική μεταρρυθμίσεων, σε κρίσιμες παραμέτρους που στοιχειοθετούν ένα σύγχρονο Αειφόρο Αστικό Σχεδιασμό: Συνταγματική Αναθεώρηση, φορείς άσκησης πολιτικής, καινοτόμα θεσμικά εργαλεία, την αφομοίωση του σχετικού κοινοτικού κεκτημένου.
Στην τρέχουσα συγκυρία, δεν είναι η πολιτική βούληση του πρώτου τη τάξη, ο «ελλιπής κρίκος» στην αλυσίδα των αποφάσεων –αντίθετα. Αλλά η τεχνική αδυναμία επεξεργασίας, συγκρότησης, (διοικητικής) προώθησης και στήριξης ενός Καινοτόμου Χωρικού Εθνικού Σχεδίου, στο πρότυπο άλλων, πρωτοπόρων στον τομέα Ευρωπαϊκών Χωρών.
Η Πολιτική Συνοχής της ΕΕ, ως εργαλείο εξισορρόπησης.
Το νευραλγικό ρόλο της αναπτυξιακής εξισορρόπησης και σε ένα βαθμό χωρικής στη χώρα, (συνεχίζει να) επωμίζεται η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνοχής.
Η κοινή Αγροτική Πολιτική, στηρίζει κατά τρόπο αποφασιστικό τη συγκράτηση/ ενίσχυση στην ύπαιθρο των δραστηριοτήτων εκείνων που συναρτώνται από τον πρωτογενή. Η δε πολιτική των Βρυξελλών για τις Μεταφορές –αερομεταφορές, θαλάσσιες συνδέσεις, οδικές/ σιδηροδρομικές, δίκτυα υποδομών - δίνουν σαφείς προϋποθέσεις βελτίωσης δια/ενδοπεριφερειακών και διεθνών συνδέσεων.
Ωστόσο, το εύρος και η ιδιαίτερη ένταση των δρομολογημένων ή υπό υλοποίηση ιδιωτικών/ μικτών/ συγχρηματοδοτούμενων επενδυτικών Σχεδίων στην Αττική και οι διαφαινόμενες περαιτέρω προοπτικές, ελλοχεύουν βάσιμα, μία -νέας μορφής- αναπτυξιακή επικέντρωση στο Λεκανοπέδιο Αττικής.
Δεδομένου δε, του υφιστάμενου συστήματος παραγωγής χώρου στη χώρα –«par excellence» αναρχογενούς και μήτρα αυθαιρεσιών, καθιστά -το «ευρωπαϊκό αυτό σενάριο»- το πλέον πιθανό.
Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Διαρθρωτική Πολιτική, διαθέτει κριτήρια κατανομής πόρων, είναι πρόδηλο, ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη χωροταξική διάσταση, θεμέλιο της ανάπτυξης.
Εναπόκεινται στους Ενωσιακούς Μηχανισμούς Ανάκαμψης, να θέσουν ως ρητή προϋπόθεση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, τη Χωροταξική (εξ)ισορρόπηση, σύμφωνα με τις Επιταγές των Συνθηκών της ΕΕ, για τη διασφάλιση όχι μόνον της Οικονομικής & Κοινωνικής, αλλά και της Εδαφικής Συνοχής, στους κόλπους των 27.
Με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να παραμένει εγγυητής των δεσμεύσεων, που απορρέουν από το θεσμικό κεκτημένο της ΕΕ.
*Πολεοδόμος