της Gulcin Ozkan*
Οι εθνικές οικονομίες αρχίζουν να επιστρέφουν στα προ-πανδημικά επίπεδα. Όμως, όπως ισχύει και με τις άνισες επιπτώσεις της ίδιας της πανδημίας, ο ρυθμός της οικονομικής ανάκαμψης διαφέρει κατά μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα.
Το 2020, η παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,3%, με κάποιες χώρες να είναι σε πολύ χειρότερη θέση από άλλες. Για παράδειγμα, η βρετανική οικονομία βρέθηκε στη χειρότερη ύφεση των τελευταίων 300 ετών, καθώς συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 10%. Η επακόλουθη απώλεια των θέσεων εργασίας ήταν επίσης πρωτοφανής- με 114 εκατομμύρια θέσεις εργασίας να χάνονται παγκοσμίως το 2020, και δέκα φορές χειρότερη σε σύγκριση με την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009.
Περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, οι παγκόσμιες προοπτικές φαίνεται να βελτιώνονται- σύμφωνα με πρόσφατες εκθέσεις του ΟΟΣΑ και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ορισμένες χώρες (όπως οι ΗΠΑ, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και η Γερμανία) θα επιστρέψουν στα προ- πανδημικά επίπεδα του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) έως τα τέλη του 2021.
Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Ισπανία και η Ισλανδία- και οι δύο υπέστησαν τεράστιο πλήγμα από την κατάρρευση των τουριστικών εσόδων, αναμένεται ότι δεν θα επιστρέψουν στα προ- πανδημικά επίπεδα, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2023. Ακόμα χειρότερα, χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Αργεντινή προβλέπεται να παραμείνουν κάτω από τα επίπεδα του 2019 έως τα τέλη του 2024, ή ακόμη και μέχρι το 2025.
Άνιση Ανάκαμψη
Δύο βασικοί παράγοντες καθορίζουν τους ρυθμούς της οικονομικής ανάκαμψης μιας χώρας από την πανδημία: η δυναμική των πολιτικών αντιμετώπισης του COVID-19 και η επιτυχία του προγράμματος εμβολιασμού της.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, με τους υψηλότερους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των προηγμένων οικονομιών- 7,2% και 6,9%, αντίστοιχα- βρίσκονται επίσης στις πρώτες θέσεις στην κατάταξη για το μέγεθος των δημοσιονομικών πακέτων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και για το μερίδιο του πληθυσμού που εμβολιάστηκε επιτυχώς.
Οι ηγέτες ανά τον κόσμο έλαβαν μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων στη μάχη κατά της πανδημίας. Τα μέτρα δημοσίων δαπανών περιλάμβαναν αλλαγές αναφορικά με τα (χαμηλού εισοδήματος) νοικοκυριά, επιχορηγήσεις και φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις και πρόσθετη χρηματοδότηση για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Κάποιες χώρες οδηγήθηκαν σε μείωση των επιτοκίων με αντισυμβατικά μέτρα- όπως ενισχύσεις ρευστότητας και αγορές περιουσιακών στοιχείων. Πολλές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν επιπλέον οικονομικά μέτρα, όπως παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος.
Είναι σημαντικό ότι τα σχέδια δράσης διέφεραν σημαντικά από χώρα σε χώρα, ως προς το είδος, το μέγεθος και τους στόχους. Η πανδημία έπληξε τις αναδυόμενες αγορές πιο σκληρά από τις προηγμένες οικονομίες, σε αντίθεση με τις επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Πολλές ασθενέστερες οικονομικά χώρες δυσκολεύτηκαν να διαχειριστούν την πανδημία λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων για υγειονομική περίθαλψη και, έχοντας περιορισμένες δυνατότητες επέκτασης των δημόσιων δαπανών, υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες από την πανδημία.
Η απόκλιση στην παγκόσμια οικονομία ως προς την ανάκαμψη μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη διαφορετική επιτυχία των εθνικών προγραμμάτων εμβολιασμού, ενώ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ: «περισσότεροι εμβολιασμοί, περισσότερες θέσεις εργασίας». Για παράδειγμα, ενώ το Ισραήλ έχει εμβολιάσει περίπου το 60% του πληθυσμού του, σε πολλές άλλες χώρες κάτω από το 10% έχει εμβολιαστεί. Η οικονομία του Ισραήλ αναμένεται να έχει επιστρέψει στα προ- πανδημικά επίπεδα μέχρι τις αρχές του 2022.
Το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν χώρες όπου ίσως να μην έχει γίνει κανένας εμβολιασμός μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 2021, αλλά και τα σημαντικά ποσοστά μόλυνσης και θανάτων- αποδεικνύοντας ότι το μοτίβο της ανάκαμψης επίσης θα διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα.
Παγκόσμιες Συνέπειες
Η «πολλών ταχυτήτων» αυτή ανάκαμψη από την πανδημία και η οικονομική κρίση που ακολούθησε θα έχει αντίκτυπο, όχι μόνο στις χώρες με βραδύτερη ανάκαμψη, αλλά στην παγκόσμια οικονομία. Όσον αφορά την υγεία, καμία χώρα δεν θα είναι πλήρως ασφαλής από τον ιό μέχρι όλες οι χώρες να είναι ασφαλείς. Οι τοπικές επιτυχίες των εμβολιαστικών προγραμμάτων δεν θα επαρκούν για την προστασία μεμονωμένων χωρών από τυχόν νέα κύματα, ειδικά σε περιπτώσεις μεταλλάξεων.
Ωστόσο, οι διαφορές στον ρυθμό και την κλίμακα της οικονομικής ανάκαμψης συνεπάγεται επίσης σημαντικό κίνδυνο για μεμονωμένες χώρες, αλλά και για τους εμπορικούς τους εταίρους. Η οικονομική κρίση εξαιτίας του COVID-19 κατέδειξε την ευαλωτότητα των υφιστάμενων διεθνών εμπορικών δομών, βάσει των οποίων οι χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό η μία από την άλλη. Αυτές οι αλληλεξαρτήσεις είναι απόρροια των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας- η παραγωγή χωρίζεται σε διάφορα στάδια και ολοκληρώνεται σε διαφορετικές χώρες- αντιπροσωπεύοντας το 70% του τρέχοντος παγκόσμιου εμπορίου…
Ένα παράδειγμα της εξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας από ορισμένες χώρες είναι η έλλειψη ημιαγωγών, δηλαδή των microchip που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κάθε ηλεκτρονικής συσκευής- από κινητά τηλέφωνα έως οικιακές συσκευές. Τα lockdown κατά τις πρώτες ημέρες της πανδημίας επηρέασε τους μεγάλους παραγωγούς, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, δημιουργώντας σημαντική έλλειψη ημιαγωγών. Αυτό στάθηκε εμπόδιο στην παραγωγή ηλεκτρονικών αγαθών σε πολλές χώρες, οδηγώντας σε μια σοβαρή επανεξέταση του κόστους έναντι των οφελών από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Η πανδημία και η οικονομική κρίση είχαν επίσης διαφορετικές επιπτώσεις εντός των εθνικών συνόρων. Σε πολλές χώρες, η ανισότητα έχει διευρυνθεί σημαντικά με πολλούς τρόπους. Λιγότερο εύπορα νοικοκυριά έχουν χάσει πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που βρίσκονται στην κορυφή της κατανομής εισοδήματος, ενώ επέδρασε ουσιαστικά στους κλάδους που απαιτούν φυσική παρουσία- σε σύγκριση με άλλους τομείς.
Σημαντική επανεξισορρόπηση θα αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα προς μια επιτυχημένη μετάβαση σε έναν «κόσμο μετά τον Covid-19». Όσον αφορά τον διεθνή συντονισμό των πολιτικών, το άμεσο ζήτημα που προκύπτει είναι το πώς οι πλούσιες και οι φτωχές χώρες μπορούν να συνεργαστούν για να αυξήσουν τα ποσοστά κάλυψης εμβολιασμών σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Το πρόγραμμα COVAX (μια διεθνής προσπάθεια με επικεφαλής τον ΠΟΥ για τη διανομή εμβολίων σε φτωχές χώρες) και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα δείχνουν ότι ενώ αυτός ο διεθνής συντονισμός είναι δυνατός, συναντά πολλές δυσκολίες.
Όσον αφορά την οικονομική ανάκαμψη, η εθνική πρόοδος κάποιων χωρών δεν μπορεί να διαφυλαχθεί αν ένα σημαντικό μέρος του κόσμου παραμένει πίσω στις εξελίξεις.
*Καθηγήτρια Οικονομικών, King’s College London
**πρώτη δημοσίευση: www.weforum.org