της Ana Palacio*
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είχε πάντοτε τα ρήγματά του, όμως σπανίως αυτά είχαν προκαλέσει σεισμούς. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στη Γερμανία, η οποία αποδείχθηκε ένας εξαιρετικός διαιτητής στις διαφορές που ενέσκηπταν ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ειδικά στην 16ετή περίοδο της καγκελαρίας της Ανγκελα Μέρκελ. Με την τελευταία της θητεία να ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο, βρίσκεται άραγε η ΕΕ αντιμέτωπη με ένα σενάριο τρόμου – ή ακόμη χειρότερα;
Σήμερα, οι οικονομικές τριβές εντός της Ευρώπης συμβαδίζουν με τις εντεινόμενες πολιτικές αντιθέσεις, οι οποίες συνοδεύουν τη στροφή της ΕΕ προς μια ευρύτερη ολοκλήρωση. Αν και δεν υπάρχει έλλειμμα πολιτικών διαφωνιών ανάμεσα στους εταίρους – η μετανάστευση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα -, οι πλέον σημαντικές διαχωριστικές γραμμές εδράζονται, αφενός, στο Αρθρο 2 της Συνθήκης της ΕΕ και, αφετέρου, στην εξωτερική πολιτική.
Το Αρθρο 2 θέτει τις ιδρυτικές αρχές της ΕΕ: «Σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ομως, η ερμηνεία του έχει αποτελέσει πηγή σημαντικών συγκρούσεων, με την Πολωνία και την Ουγγαρία να βρίσκονται στο επίκεντρό τους.
Οι επιδόσεις της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική είναι εξίσου απογοητευτικές, με τη Γερμανία να επωμίζεται και πάλι μεγάλο μέρος της ευθύνης για την έλλειψη προσανατολισμού. Από τις συμφωνίες με την Τουρκία μέχρι την επενδυτική συμφωνία με την Κίνα – που υπογράφηκε την τελευταία ημέρα της γερμανικής προεδρίας στο Συμβούλιο -, η Ενωση έχει πάρει σειρά αμφιλεγόμενων αποφάσεων.
Υπάρχει δε και ένα θέμα στο οποίο η Γερμανία δεν διαθέτει πλέον τη συνήθη επιρροή της: η Ρωσία. Εδώ, η Γερμανία έχει πάρει μια καθαρή θέση πιέζοντας για την ομαλοποίηση των σχέσεων. Ομως, πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε μια απόφαση με την οποία υιοθετεί σκληρή στάση έναντι της Ρωσίας.
Μια τέτοια αμφισβήτηση της Γερμανίας απέχει πολύ από τα ειωθότα. Αντιθέτως, η Γερμανία συνήθως ηγούνταν και οι ευρωπαίοι εταίροι της ακολουθούσαν. Με την εντυπωσιακή της ικανότητα να προετοιμάζει, να χειρίζεται και να καλοπιάνει τόσο τους φίλους όσο και τους αντιπάλους της, η Μέρκελ την απομάκρυνε περισσότερες από μία φορές από το χείλος του γκρεμού. Μπορεί να μην έκλεισε τα ρήγματα, σίγουρα όμως ξέρει πώς να συνεργάζεται με όσους βρίσκονται και στις δύο πλευρές τους.
Οπως απέδειξε, ωστόσο, το πρόβλημα με τη Ρωσία, αυτό δεν ήταν ένα βιώσιμο μοντέλο. Τώρα που η Μέρκελ αποχωρεί, η ΕΕ φτάνει στην κρίσιμη στιγμή – μια στιγμή στην οποία μπορούν να επιδράσουν μόνο οι γερμανοί ψηφοφόροι. Η ΕΕ χάνει τον πρώτο τη τάξει διαμεσολαβητή της, ενώ το κατά πόσο ο επόμενος καγκελάριος θα είναι πρόθυμος ή ικανός να αναλάβει αυτόν τον ρόλο είναι κάθε άλλο παρά αμφίβολο.
Η γερμανικής έμπνευσης στρατηγική της αναμονής μέχρις ότου οι συνθήκες απελπισίας να καθιστούν δυνατή τη λήψη μέτρων απελπισίας έχει διατηρήσει αλώβητη την Ευρωπαϊκή Ενωση, όμως της έχει δώσει επίσης τη δυνατότητα να αποφύγει να πάρει καθαρή θέση σε σημαντικά ζητήματα, συχνά προς όφελος εκείνων που παραβαίνουν τους κανόνες ή των αυταρχικών ηγετών. Ανεξαρτήτως του διαδόχου της Μέρκελ, οι ηγέτες της ΕΕ θα είναι αναγκασμένοι να αρχίσουν να λαμβάνουν σκληρές αποφάσεις – ξεκινώντας με το τι θα κάνουν απέναντι στους ισχυρούς ηγέτες που υπάρχουν τόσο εντός όσο και εντός των συνόρων της Ενωσης.
*πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας και πρώτη αντιπρόεδρος και σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, συνεργάτρια του Georgetown University
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr