του Γιώργου Ψαράκη*
Από τη δεκαετία του 60’ μέχρι και σήμερα έχουν υιοθετηθεί διάφορες νομοθετικές παραλλαγές στο πλαίσιο συλλογικών εξυγιαντικών διαδικασιών που άλλοτε είχαν και άλλοτε όχι δεσμευτικό αποτέλεσμα ως προς τους μη συναινούντες πιστωτές (π.χ. ν.δ. 3562/1956, ν. 1386/1983, ν. 1892/1990, παλιός πτωχευτικός κώδικας 3588/2007).
Στο πλαίσιο αυτό, με τον νόμο 4469/2017 θεσπίστηκε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών («παλιός» εξωδικαστικός) ο οποίος και αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια συλλογικής εξυγιαντικής διαδικασίας μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας όπου το αποτέλεσμα της εκεί προβλεπόμενης πλειοψηφίας θα δέσμευε και τους μη συναινούντες πιστωτές κατόπιν δικαστικής επικύρωσης της συμφωνίας. Στο ίδιο πλαίσιο πρόσφατα ψηφίστηκε και ο νόμος 4738/2020 (νέος πτωχευτικός νόμος), ο οποίος και προβλέπει το νέο εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, όπως επίσης και τη νέα διαδικασία εξυγίανσης.
Στόχος όλων αυτών των νομοθετικών πλαισίων ήταν και είναι η εξυγίανση της επιχείρησης μέσω συμφωνίας με την πλειοψηφία των πιστωτών. Για τον σκοπό αυτό προβλέπονται συνήθως δύο ασφαλιστικές δικλείδες: α) προστασία από πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και β) αναγκαστική προσχώρηση της μειοψηφίας στη βούληση της πλειοψηφίας των πιστωτών.
Πολλά έχουν γραφτεί για το νέο Εξωδικαστικό Μηχανισμό του νόμου 4738/2020. Για τη διαδικασία, τα υπαγόμενα χρέη, τα πρόσωπα που μπορούν να κάνουν χρήση κοκ. Ένα από τα ζητούμενα όμως που ενδιαφέρει περισσότερο τους πολίτες και τις επιχειρήσεις αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι το αν παρέχει προστασία η ένταξη στον μηχανισμό αυτό από πράξεις εκτέλεσης (πλειστηριασμούς κοκ) εκ μέρους των πιστωτών και με ποιους όρους.
Ο νόμος για το νέο εξωδικαστικό μηχανισμό προβλέπει ότι οι οφειλέτες προστατεύονται από πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης με τρεις όμως σημαντικότατες εξαιρέσεις:
α) η αυτόματη προστασία δεν παρέχεται από το χρόνο δημιουργίας της αίτησης, αλλά από το χρόνο υποβολής της («οριστικοποίησής» της, όπως συνήθως αναφέρεται),
β) η προστασία δεν καλύπτει την προδικασία του πλειστηριασμού που διεξάγεται από ενέγγυο πιστωτή (λ.χ. από την τράπεζα που έχει εγγράψει προσημείωση σε ακίνητο του οφειλέτη), δηλ. δεν καλύπτει πράξεις όπως κατάσχεση, τυχόν δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού κτλ. αλλά καλύπτει μόνο την πράξη του πλειστηριασμού και
γ) η προστασία δεν καλύπτει τον πλειστηριασμό που έχει προγραμματιστεί μέσα στο τρίμηνο από την υποβολή της αίτησης.
Ως προς τις εξαιρέσεις αυτές:
Το κρίσιμο χρονικό σημείο, όπως προκύπτει από το νόμο, είναι η υποβολή της αίτησης. Η τελευταία, όμως, εξαρτάται και από την ίδια την ΕΓΔΙΧ (Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους) η οποία και πριν από λίγες ημέρες επέτρεψε λειτουργικά την υποβολή αντίστοιχων αιτημάτων («οριστικοποίηση»).
Τούτο μάλιστα ενώ πλήθος προβλημάτων έρχονται να αντιμετωπίσουν καθημερινά όσοι έχουν εκκινήσει τη διαδικασία (βλ. και σχετική από 22/10/2021 παρέμβαση Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος). Αυτό που μέχρι πριν από λίγες ημέρες μπορούσαν να κάνουν οι οφειλέτες ήταν να «δημιουργήσουν» απλώς την αίτηση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η σχετική ΚΥΑ (Αριθμ. 76219 ΕΞ 2021), και να αναμένουν να καταστεί τεχνικά δυνατή η «υποβολή» της.
Επομένως, στις περισσότερες των περιπτώσεων ο μόνος που δεν ήταν υπεύθυνος για την καθυστέρηση «υποβολής» της ήταν ο ίδιος ο οφειλέτης (τούτο καθίσταται ακόμα εντονότερο όταν η αδυναμία υποβολής διήρκησε άνω των δύο μηνών με αποτέλεσμα βάσει της σχετικής ΚΥΑ να πρέπει να εκκινήσει εκ νέου η διαδικασία δημιουργίας της αίτησης).
Στο σημείο αυτό ερχόμαστε να αναρωτηθούμε: αν υπεύθυνος για την μη έγκαιρη υποβολή της αίτησης είναι ο ίδιος ο μηχανισμός και όχι ο οφειλέτης, για ποιο λόγο να μην προστατεύεται ο τελευταίος όχι μόνο από τον χρόνο της υποβολής, αλλά και από τον χρόνο που έχουν ολοκληρωθεί οι ενέργειες για τις οποίες υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο ίδιος. Αν, επομένως, η καθυστέρηση οφείλεται σε παραλείψεις ή αμέλεια ενός πιστωτή ή του ίδιου του μηχανισμού, γιατί να στερείται ο οφειλέτης την προστασία του νόμου;
Αυτό το ερώτημα διατυπώνεται από εκατοντάδες οφειλέτες οι οποίοι και είδαν μετά την χρόνο δημιουργίας της αίτησής τους (έναρξης, δηλ. της διαδικασίας υποβολής), να προσδιορίζονται πλειστηριασμοί σε βάρος τους, ακόμα και της πρώτης κατοικίας, χωρίς να είναι σε θέση να ζητήσουν την προστασία του νόμου γιατί η αίτησή τους φαινόταν να μην έχει «οριστικοποιηθεί»/υποβληθεί.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση της ΕΓΔΙΧ σε σχετικό ερώτημα που υποβλήθηκε σε ημερίδα και έχει αναρτηθεί και στην ιστοσελίδα της Ειδικής Γραμματείας: «Ερώτηση: Έχω πλειστηριασμό σε ακίνητο τον Οκτώβριο και έχω υποβάλει ήδη την αίτησή μου, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση «Άντλησης Στοιχείων από τρίτες πηγές». Έχω την προβλεπόμενη προστασία από το νόμο; Απάντηση: Η οριστική υποβολή της αίτησης είναι δυνατή μετά την άντληση των στοιχείων από τους πιστωτές και την καταχώρηση των υποχρεωτικών στοιχείων από τον αιτούντα. Δεδομένου ότι επί του παρόντος η πλατφόρμα δεν επιτρέπει την οριστική υποβολής της αίτησης η αίτησή σας δεν θεωρείται υποβεβλημένη οπότε δεν έχει εκκινήσει η αναστολή αναγκαστικών μέτρων».
Δηλαδή με απλά λόγια, αν και ισχύει ο νόμος και η πλατφόρμα έπρεπε να είναι λειτουργική από την πρώτη μέρα, λόγω τεχνικών ή άλλων προβλημάτων, είναι ανέφικτη η αναστολή των πράξεων εκτέλεσης όσο έγκαιρα κι αν έχεις εκκινήσει τη διαδικασία(!).
Είναι, ωστόσο, διάφορη η αυτόματη προστασία που παρέχεται μέσω του εκάστοτε νόμου, από την προστασία που μπορεί να παρασχεθεί από τα αρμόδια δικαστήρια, όπου η κάθε περίπτωση εξετάζεται χωριστά και μπορεί πράγματι να δοθεί δικαστική αναστολή εφόσον κριθεί τούτο απαραίτητο. Μάλιστα και στον παλιό εξωδικαστικό του νόμου του 2017 είχε τύχει, αν και δεν υφίστατο η αυτόματη εκ του νόμου προστασία των 70 (και μετά 90 ημερών) από την αποστολή της πρόσκλησης του συντονιστή, να παρέχεται από τα δικαστήρια αναστολή συγκεκριμένων πράξεων εκτέλεσης καθότι κρίθηκαν αντίθετες με τους σκοπούς του νόμου και καταχρηστικές (π.χ. βλ. υπ’ αριθμ. 2604/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών όπου πιθανολογήθηκε άκυρη η κατάσχεση εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος εν μέσω της διαδικασίας του παλιού εξωδικαστικού κι ας μην υφίστατο η αυτοδίκαιη αναστολή του νόμου λόγω παρέλευσης του χρονικού διαστήματος των 90 ημερών).
Επομένως, δυνατή είναι η προσφυγή στη δικαστική εξουσία με αίτημα τη χορήγηση αναστολής της διαδικασίας της εκτελέσεως ακόμα κι αν η αυτόματη αναστολή δεν έχει εκκινήσει λόγω μη τυπικής «υποβολής» της αίτησης? η προστασία καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική όταν α) οι διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης ξεκίνησαν μετά την έναρξη δημιουργίας της αίτησης και άρα δεν μπορεί ευχερώς να υποστηριχθεί ο προσχηματικός χαρακτήρας της τελευταίας και β) η καθυστέρηση υποβολής συνδέεται αποκλειστικά με παραλείψεις των πιστωτών ή με δυσλειτουργία της ίδιας της πλατφόρμας. Φυσικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και δεν μπορεί να δίδεται δικαστική αναστολή σε όλες τις περιπτώσεις καθότι αν ήταν έτσι θα είχε προβλέψει ο νομοθέτης για την αυτόματη αναστολή όχι από την «υποβολή» αλλά από τη «δημιουργία» της αίτησης.
Εξάλλου σκοπός της αναστολής είναι να παρασχεθεί ένα διάστημα «αναπνοής» προς όφελος όχι μόνο του οφειλέτη αλλά και των δανειστών οι οποίοι και σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να επιδοθούν σε έναν μεταξύ τους αγώνα δρόμου εκτελέσεων. Όπως είχε αναφερθεί και στην αιτιολογική έκθεση του παλιού εξωδικαστικού μηχανισμού (νόμου 4469/2017): «Η αυτοδίκαιη αυτή αναστολή σκοπεύει στην διατήρηση της περιουσίας της επιχείρησης ως έχει κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης και για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις και να ενισχυθεί το κλίμα συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ πιστωτών και του οφειλέτη, αλλά και των ίδιων των πιστωτών μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος ξαφνικής απομείωσης της περιουσίας του οφειλέτη βάσει της δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξης ικανοποίησης απαίτησης από επισπεύδοντα πιστωτή».
Πρόσφατα μάλιστα δόθηκε προσωρινή προστασία σε επιχείρηση από το Πρωτοδικείο Αθηνών στο πλαίσιο του παλιού εξωδικαστικού μηχανισμού, όπου για λόγους που κυρίως έγκειντο σε εσωτερικές διαδικασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών διαχείρισης, είχε καθυστερήσει η ολοκλήρωσή του. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούσε να γίνει λόγος για «ασυλία» της επιχείρησης μέσω κακόπιστης χρήσης του μηχανισμού, όπως φοβόταν ο νομοθέτης του οικείου νομοθετικού πλαισίου και δεν έδωσε χρονικά απεριόριστη αυτόματη αναστολή.
Για τους λόγους αυτούς το Πρωτοδικείο Αθηνών παρείχε προσωρινή προστασία στην επιχείρηση απαγορεύοντας τις καταγγελίες των πιστωτικών της συμβάσεων ενώ ακόμα διεξαγόντουσαν συζητήσεις, έστω κι αν είχε παρέλθει η χρονική περίοδος της αυτόματης εκ του νόμου αναστολής.
Άρα, με τον ίδιο τρόπο όπως παρενέβησαν τα δικαστήρια στην ορθή εφαρμογή του παλιού εξωδικαστικού μηχανισμού, θα παρέμβουν και όπου χρειαστεί στην εφαρμογή του νέου εξωδικαστικού, διορθώνοντας τυχόν αβλεψίες και αδικίες.
*ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «Ψαράκης & Κεφαλάς»