των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη
Πριν την πανδημία, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα έδειχνε αναιμικά σημάδια μεταστροφής του διαχρονικά υψηλού ποσοστού ανεργίας. Παρότι όμως οι ρυθμοί μείωσης της ανεργίας επιταχύνονταν, το ποσοστό της χώρας μας παρέμενε το υψηλότερο στην ΕΕ (17,3% το 2019, έναντι μέσου κοινοτικού όρου 6,7%), με τις γυναίκες (21,5%) και τους νέους (35,2%) να πλήττονται περισσότερο. Ο αριθμός των νέων κενών θέσεων εργασίας ήταν περιορισμένος και ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας.
Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από το σοκ της πανδημίας με την σημαντική πτώση της παραγωγικής δραστηριότητας και τη μείωση της τουριστικής ζήτησης. Με το πέρας της πανδημικής κρίσης, η αγορά εργασίας μπορεί να επωφεληθεί της υψηλής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να ανακάμψει. Στην προσπάθεια αυτή, πολιτικές διευκόλυνσης της πρόσβασης στην αγορά εργασίας πρέπει να λάβουν πρωτεύοντα ρόλο, καθώς όπως διαπιστώνεται υπάρχουν χρόνια προβλήματα κάλυψης νέων θέσεων εργασίας.
Μία σειρά από έρευνες, ήδη από το 2019 συνοψίζει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στη στελέχωσή τους. Ο Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων στην έρευνα του “Παιδεία και Δεξιότητες” το 2019 αναφέρει πως περισσότερες του ενός τρίτου των ελληνικών επιχειρήσεων (35,6%) δυσκολεύονταν να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας, με το πρόβλημα να εστιάζεται στους τομείς της ενέργειας (49,2%) και των συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνίας (41,4%).
Στην ίδια γραμμή, έρευνα της Manpower το 2019 διαπιστώνει πως το 77% των εργοδοτών αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση εργατικού δυναμικού με τις τρεις πιο δυσεύρετες ειδικότητες να είναι οι Τεχνικοί, οι Πτυχιούχοι Μηχανικοί ακολουθούμενοι από τους Επαγγελματίες Πωλήσεων και Μάρκετινγκ.
Η χώρα μας διακρίνεται από ιδιαίτερα προβληματική σύνδεση των ανέργων με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα ακόμα και οι περιορισμένες κενές θέσεις να δυσκολεύονται να καλυφθούν. Το γράφημα υποδεικνύει πως στη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της – τις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους – η Ελλάδα αντιμετωπίζει εμφανή προβλήματα πλήρωσης κενών θέσεων με περισσότερες από 90% των επιχειρήσεων μικρομεσαίου μεγέθους να δυσκολεύονται στην εξεύρεση προσωπικού.
Οι αιτίες του φαινομένου εντοπίζονται σε δομικά χαρακτηριστικά. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν εξοπλίζει με τις απαραίτητες δεξιότητες το εργατικό δυναμικό ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των σύγχρονων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό καλεί για ριζικές αλλαγές που παίρνουν χρόνο.
Οι πολιτικές που μπορούν να ληφθούν και να φέρουν άμεσα αποτελέσματα αναφέρονται σε ανάλυση του ΟΟΣΑ, με κάποιες από αυτές να εφαρμόζονται ήδη.
Ο ΟΑΕΔ κατέχει κεντρική θέση στην προσπάθεια εφαρμογής των ενεργητικών αυτών πολιτικών που θα διευκολύνουν τη σύνδεση ανέργων-εργοδοτών.
Επενδύσεις στη στελέχωση του ΟΑΕΔ με εξειδικευμένους συμβούλους εργασίας και με σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα θα διευκολύνουν το έργο του οργανισμού. Επιδοτήσεις μέρους του κόστους εργασίας ενισχύουν την επανένταξη του ανέργου στο εργατικό δυναμικό και αποτελούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέτρο.
Επέκταση του ήδη επιτυχημένου προγράμματος Κοινωφελούς Εργασίας και στενότερη παρακολούθηση των συμμετεχόντων από τον ΟΑΕΔ δύναται να στηρίξει την εργασιακή πορεία τους μετά το τέλος του προγράμματος.
Τέλος, πολιτικές που στοχεύουν στην εκπαίδευση και ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας θα συντελέσουν στην ενσωμάτωση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργών πολιτικών είναι τα πρόσφατα μνημόνια συνεργασίας που έχει συνάψει ο ΟΑΕΔ με διεθνείς φορείς και οργανισμούς (Amazon Web Services, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) με σκοπό την κατάρτιση και εξειδίκευση των εργαζομένων.
Διαφαίνεται πως μέρος των προτάσεων του ΟΟΣΑ εφαρμόζεται ή έχει προγραμματιστεί στα πλαίσια του σχεδίου αναβάθμισης του οργανισμού. Το κρίσιμο ζήτημα είναι οι ενεργητικές πολιτικές μείωσης του ποσοστού ανεργίας να μην περιοριστούν σε πρόσκαιρα μέτρα καταπολέμησής της αλλά να συμβάλλουν στην μακροχρόνια αντιμετώπιση του φαινομένου.
*πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr