των Μάνου Ματσαγγάνη και Γιώργου Μανάλη
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Έρευνας Δεξιοτ?των Ενηλίκων (PIAAC) του ΟΟΣΑ, το 18,70% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών στην Ελλάδα «στερούνται βασικών δεξιοτήτων». Με την ορολογία της έρευνας, αυτό σημαίνει ότι φτάνουν το πολύ στο χαμηλότερο επίπεδο γραφής-ανάγνωσης και αριθμητικής, ενώ βρίσκονται κάτω και από αυτό το επίπεδο στην κατηγορία «επίλυση προβλημάτων με τη χρήση τεχνολογίας».
Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο η Τουρκία έχει (λίγο) χειρότερη επίδοση (18,78%). Όπως δείχνει το διάγραμμα, στις περισσότερες χώρες το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών που στερούνται βασικών δεξιοτήτων είναι ασήμαντο. Στην κατηγορία όσων έχουν χαμηλότερη μόρφωση, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη: 27,85% των αποφοίτων λυκειακής και μεταλυκειακής (αλλά όχι τριτοβάθμιας) εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών στην Ελλάδα στερούνται βασικών δεξιοτήτων – δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά την Πολωνία (29,43%).
Τα παραπάνω ευρήματα, παρότι κάπως ακραία, δεν αποτελούν εξαίρεση. Πολλές άλλες μελέτες και βάσεις δεδομένων επιβεβαιώνουν τη δραματική υστέρηση της χώρας μας.
Κάποιες από τις αιτίες αυτής της υστέρησης αφορούν την πλευρά της προσφοράς: η εκπαιδευτική διαδικασία στο γυμνάσιο, στο λύκειο, ακόμη και στο πανεπιστήμιο, παραμελεί την κριτική σκέψη και πριμοδοτεί την αποστήθιση. Άλλες εντοπίζονται στην πλευρά της ζήτησης: σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα περισσότεροι εργαζόμενοι διαθέτουν περισσότερες δεξιότητες από εκείνες που απαιτεί η δουλειά τους, και αμείβονται λιγότερο για αυτές από τον εργοδότη τους.
Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας είναι απλώς αδύνατη χωρίς μια γενναία επένδυση στα ουσιαστικά – όχι στα τυπικά – προσόντα των εργαζομένων και των ανέργων. Αυτό απαιτεί βαθιές παρεμβάσεις, στην εκπαίδευση και στην επαγγελματική κατάρτιση, εκ μέρους τόσο του κράτους όσο και των επιχειρήσεων, με τη συνεργασία εργοδοτικών ενώσεων και εργατικών οργανώσεων.
Και όμως, δεν είναι βέβαιο ότι ο κρίσιμος ρόλος ενός υψηλού επιπέδου δεξιοτήτων των πολιτών ως προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Η εμπειρία του παρελθόντος από τη χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων στην ΕΕ δεν είναι θετική. Η διαθεσιμότητα άφθονων πόρων από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι μια σημαντική, ίσως η τελευταία, ευκαιρία για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων στην Ελλάδα.
*πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr