του Μαθιού Ρήγα*
Την ιδιαίτερα σύνθετη κατάσταση στην ενεργειακή αγορά αναλύει ο κ. Μαθιός Ρήγας, CEO του Ομίλου Energean, επισημαίνοντας ότι χώρες όπως η Ελλάδα έχουν πολύ συγκεκριμένους δρόμους για να αμυνθούν.
Παράλληλα, τονίζει τη μέγιστη ανάγκη να ενισχυθούν οι υποδομές αποθήκευσης και τροφοδοσίας της οικονομίας με φυσικό αέριο.
Οι λόγοι της εκτόξευσης των τιμών φυσικού αερίου και οι συνεπακόλουθες αυξήσεις στις τιμές ηλεκτρισμού και σε όλη την οικονομική αλυσίδα έχουν αναλυθεί σε όλη τους την έκταση όλο αυτό το διάστημα, κατά το οποίο οι καταναλωτές νιώθουν την πίεση. Νομίζω ότι μπορούμε να τους συνοψίσουμε στους εξής:
• Στην εσπευσμένη στροφή, λόγω της προσπάθειας επίτευξης των στόχων για το κλίμα, στην πράσινη ενέργεια με μέτρα που κατέστησαν ακριβότερες τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας.
• Η ίδια λογική, σε συνδυασμό με την κρίση που επέφερε η πανδημία της Covid-19, έφερε σε δεύτερη μοίρα την πραγματοποίηση επενδύσεων στην ανάπτυξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και στην ενίσχυση των αποθηκευτικών χώρων.
• Στη ζήτηση για φυσικό αέριο που αυξάνεται, ειδικά σε τομείς όπως η ηλεκτροπαραγωγή, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα των αιολικών πάρκων της Β. Ευρώπης το καλοκαίρι που πέρασε.
• Στις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες, όπως η σημαντική εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εισαγωγές από τη Νορβηγία και τη Ρωσία και η διαμάχη για την αδειοδότηση του αγωγού Nord Stream 2.
Σε αυτό το περιβάλλον, υπάρχουν τρία βασικά παράδοξα:
Το πρώτο παράδοξο (βλ. Γράφημα 1) έχει να κάνει με την πίεση που ασκείται από τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες προς τις ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας και της Αφρικής, των οποίων η πληθυσμιακή εξέλιξη και η σταδιακή αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος δημιουργούν τις προϋποθέσεις για σταθερά μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στο προβλέψιμο μέλλον.
Το μήνυμα που εκπέμπεται από τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες είναι: «Μην καταναλώνετε υδρογονάνθρακες, για να πιάσουμε τους στόχους του Παρισιού για το κλίμα». Έχουμε δηλαδή χώρες με κατά κεφαλήν κατανάλωση φυσικού αερίου που ξεκινά από τα περίπου 25 GJ (γιγατζάουλ) της Γαλλίας και φτάνουν στα σχεδόν 110 GJ του Καναδά, να απαγορεύουν την κατανάλωση φυσικού αερίου σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και άλλες, όπου η κατά κεφαλήν κατανάλωση είναι κάτω από τα 10 GJ.
Και προφανώς δεν υπάρχει πειστική απάντηση στο εύλογο ερώτημα των δεύτερων: «Εσείς αναπτυχθήκατε έχοντας στη διάθεσή σας άφθονη και ανταγωνιστική ενέργεια και ρυπαίνοντας! Μας ζητάτε να αναπτυχθούμε χωρίς την ενέργεια που χρησιμοποιήσατε εσείς και, μάλιστα, όταν πλέον γνωρίζουμε πώς να χρησιμοποιηθεί αυτή με φιλικότερο προς το περιβάλλον τρόπο;».
Την ίδια στιγμή για τις χώρες αυτές υπάρχει στην αγορά και ο πειρασμός άφθονων και σε ανταγωνιστικές τιμές ποσοτήτων αερίου από χώρες που βρίσκονται στην πλευρά των ήδη ανεπτυγμένων, όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία…
Οι τεράστιες διαφορές τιμών
Το δεύτερο παράδοξο (βλ. Γράφημα 2) έχει να κάνει με τις τεράστιες διαφορές τιμών στις οποίες οι ευρωπαϊκές χώρες προμηθεύονται φυσικό αέριο σε σχέση με γειτονικές τους χώρες. Όλη αυτή την περίοδο, οι τιμές στην Ευρώπη εκτοξεύθηκαν στα επίπεδα των 35-40 δολαρίων ανά mmbtu (ή κοντά στα 120 ευρώ ανά μεγαβατώρα) για τους λόγους που αναφέρθηκαν και, βεβαίως, καθώς οι οικονομίες αποκτούν πάλι μια κανονικότητα, μετά την έντονη ύφεση που προκάλεσε η πανδημία.
Όμως, το ίδιο διάστημα, σε χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, οι βιομηχανικοί καταναλωτές αγοράζουν το φυσικό αέριο περίπου στο… 1/10 της τιμής που πληρώνουμε στην Ευρώπη. Πρόκειται για χώρες που δεν μπήκαν ως τώρα στο δίλημμα για ταχεία απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και οι οποίες, βεβαίως, έχουν αναπτύξει κάποια από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα στην ιστορία της Μεσογείου, όπως είναι το Zohr στην Αίγυπτο, το Leviathan στο Ισραήλ και, βεβαίως, το Karish που αναπτύσσει η Energean στο Ισραήλ.
Και το τρίτο παράδοξο έχει να κάνει με την πίεση που αυτή η πολιτική ασκεί στον βιομηχανικό τομέα. Μοιάζει σαν να έχουμε ξεχάσει ότι οι ρύποι δεν προέρχονται μόνο από την παραγωγή ηλεκτρισμού -όπου οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι πιο εύκολο να διεισδύσουν- αλλά και από τη βιομηχανική δραστηριότητα.
Για παράδειγμα, η εγχώρια βιομηχανία παράγει πάνω από 11 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, κάτι που σημαίνει επιβάρυνση της τάξης των 800 εκατ. ευρώ με βάση το τρέχον κόστος των ρύπων! Θα κλείσουμε τις βιομηχανίες μας; Προφανώς, η αναζήτηση λύσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι μια δυναμική και σύνθετη διαδικασία. Ωστόσο, θεωρώ ότι χώρες όπως η Ελλάδα έχουν συγκεκριμένους δρόμους που πρέπει να ακολουθήσουν, οι οποίοι βέβαια αποδίδουν σε διαφορετικό χρονικό ορίζοντα ο καθένας.
Οι βραχυ-μεσοπρόθεσμες λύσεις
Σε βραχυ-μεσοπρόθεσμη βάση, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος που μπορεί να παίξουν τα ελληνικά κοιτάσματα στην ασφάλεια εφοδιασμού και την οικονομική ευημερία της Ελλάδας. Πρόκειται αναμφίβολα για πολιτική επιλογή, αλλά και για επιλογή που η πολιτεία δεν θα πρέπει να φοβηθεί για λόγους πολιτικού κόστους, καθώς το δίλημμα δεν είναι «υδρογονάνθρακες ή όχι;», αλλά «να εισάγουμε τους υδρογονάνθρακες που χρειαζόμαστε ή να προσπαθήσουμε να τους παράγουμε;».
Παράλληλα, πρέπει να αναζητηθούν εισαγωγές φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές, οι οποίες παράλληλα θα ενισχύσουν και την ασφάλεια εφοδιασμού και τη διαφοροποίηση των πηγών. Χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, με τις οποίες η Ελλάδα ως τώρα έχει πολύ καλές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, αλλά ακόμη αυτές δεν έχουν φτάσει στην προμήθεια ενέργειας, προφανώς μπορούν να δώσουν λύση.
Σε μεσοπρόθεσμη βάση, θα πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές αποθήκευσης και τροφοδοσίας της οικονομίας με φυσικό αέριο, ένας τομέας για τον οποίο υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια σχέδια, όπως το project της Υπόγειας Αποθήκης Φυσικού Αερίου στην Καβάλα, τα οποία ωστόσο ακόμη δεν έχουν υλοποιηθεί. Κρίσιμη παράμετρος εδώ είναι οι συνθήκες στις οποίες αυτές οι υποδομές θα δημιουργηθούν, καθώς μια συγκυρία με ιδιαίτερα υψηλά κόστη επένδυσης προφανώς θα υπονομεύσει και έναν από τους βασικούς λόγους δημιουργίας τους, που δεν είναι άλλος από την εξασφάλιση ανταγωνιστικότερων τιμών για την οικονομία και τους καταναλωτές.
Οι αναγκαίες υποδομές
Επίσης, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν υποδομές για την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, με προφανή οφέλη για το περιβάλλον, αλλά και για τις επιχειρήσεις που παράγουν ρύπους. Στη λογική αυτή εντάσσεται το πρωτοποριακό μας project στον Πρίνο για τη δημιουργία μονάδας Αποθήκευσης CO2 (Carbon Capture & Storage) παράλληλα με την παραγωγή καθαρού υδρογόνου -ένα project που έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας.
Η Energean, με την ανάπτυξή της σε εννιά χώρες, τη μετατροπή της από πετρελαιοπαραγωγό εταιρεία σε όμιλο που εστιάζει στο φυσικό αέριο, τη συνεχή βελτίωση του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, τη δέσμευσή της για μηδενικό ισοζύγιο σε εκπομπές CO2 ως το 2050 και με συνεχείς βραβεύσεις και θετικές αξιολογήσεις από διεθνείς ανεξάρτητους οργανισμούς για τις επιδόσεις της, έχει αποδείξει ότι η βιομηχανία υδρογονανθράκων δεν είναι το πρόβλημα. Αντίθετα, μπορεί να αποτελέσει ένα αξιόπιστο μέρος της λύσης του, συμβάλλοντας στη διασφάλιση ανταγωνιστικής, προσβάσιμης και καθαρής ενέργειας για τις σύγχρονες κοινωνίες.
*CEO του ομίλου Energean