του Jeffrey Sachs
Σχεδόν έναν χρόνο μετά τη βραχεία εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν στην κόψη του ξυραφιού. Πολλά είναι τα πιθανά αποτελέσματα αυτής της κατάστασης: Από τη σταδιακή προώθηση των οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που επιδιώκει ο Μπάιντεν μέχρι την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και της συνταγματικής τάξης που επιδίωξε ο Τραμπ τον περασμένο Ιανουάριο – κάτι στο οποίο ο ίδιος και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επιμένουν.
Δεν είναι εύκολο να διαγνώσει κανείς τι είναι αυτό που πονάει τόσο πολύ και τόσο βαθιά την Αμερική, το οποίο πυροδότησε το κίνημα του Τραμπ. Είναι οι διαρκείς πολιτισμικοί πόλεμοι που χωρίζουν την Αμερική με βάση τη φυλή, τη θρησκεία και την ιδεολογία; Είναι η αύξηση των ανισοτήτων του πλούτου και της ισχύος σε άνευ προηγουμένου επίπεδα; Είναι η συρρίκνωση της παγκόσμιας ισχύος της Αμερικής, με την άνοδο της Κίνας και τις επαναλαμβανόμενες καταστροφές στους πολέμους των οποίων έχει επιλέξει να ηγηθεί η Αμερική, που οδηγούν σε καταστάσεις εθνικής αγωνίας, εκνευρισμού και σύγχυσης;
Ολα τα παραπάνω στοιχεία είναι παρόντα στην ταραχώδη πολιτική πραγματικότητα της Αμερικής. Ομως, κατά τη δική μου άποψη, η βαθύτερη κρίση είναι η πολιτική – η αποτυχία των πολιτικών θεσμών της Αμερικής να «προάγουν τη γενική ευημερία», όπως υπόσχεται το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων δεκαετιών, η πολιτική στην Αμερική μετατράπηκε σε ένα εσωτερικό παιχνίδι που έχει στόχο να ευνοήσει τους υπερ-πλούσιους και τα επιχειρηματικά λόμπι, εις βάρος της ολοένα ευρύτερης πλειοψηφίας των πολιτών.
Ο Ουόρεν Μπάφετ αποτύπωσε την ουσία της κρίσης το 2006. «Εντάξει, υπάρχει ταξικός πόλεμος», είπε, «όμως είναι η δική μου τάξη, η τάξη των πλουσίων, η οποία κάνει τον πόλεμο και εμείς τον κερδίζουμε».
Σχεδόν 2.500 χρόνια πριν, ο Αριστοτέλης είναι γνωστό ότι είχε παρατηρήσει ότι μια καλή κυβέρνηση μπορεί να γίνει κακή μέσω μιας ελλειμματικής συνταγματικής τάξης. Οι δημοκρατίες, που κυβερνώνται από την έννομη τάξη, μπορούν να κατρακυλήσουν σε μια διακυβέρνηση του λαϊκιστικού όχλου ή μια ολιγαρχική διακυβέρνηση από μια μικρή και διεφθαρμένη κάστα ή μια τυραννία του ενός. Η Αμερική θα βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιου είδους καταστροφές εάν το πολιτικό της σύστημα δεν καταφέρει να απεγκλωβιστεί από τη μαζική διαφθορά των επιχειρηματικών λόμπι και των προεκλογικών εκστρατειών που χρηματοδοτούνται από τους πλούσιους.
Ο ταξικός πόλεμος της Αμερικής σε βάρος των φτωχών δεν είναι κάτι νέο. Κηρύχθηκε όμως επισήμως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και επεκτάθηκε βίαια και σε πλήρη ισχύ τα τελευταία 40 χρόνια. Επί τρεις σχεδόν δεκαετίες, από την ορκωμοσία του Φραγκλίνου Ντ. Ρούζβελτ το 1933, εν μέσω της Μεγάλης Υφεσης, μέχρι την περίοδο Κένεντι – Τζόνσον του 1961-68, η Αμερική ακολουθούσε γενικώς τον ίδιο δρόμο ανάπτυξης με τη Δυτική Ευρώπη, μετατρεπόμενη σε σοσιαλδημοκρατία. Η εισοδηματική ανισότητα περιοριζόταν και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, κυρίως οι Αφροαμερικανοί και οι γυναίκες, εντάσσονταν στο κυρίως ρεύμα της οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Και τότε ήρθε η εκδίκηση των πλουσίων. Το 1971, ένας δικηγόρος επιχειρήσεων, ο Λιούις Πάουελ, παρουσίασε μια στρατηγική για την αναστροφή των σοσιαλδημοκρατικών τάσεων που οδηγούσαν σε ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το περιβάλλον, τα εργατικά δικαιώματα και τη δίκαιη φορολόγηση. Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον διόρισε τον Πάουελ στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1971, δίνοντάς του τη δυνατότητα να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή.
Οταν έγινε πρόεδρος ο Ρόναλντ Ρίγκαν, το 1981, ενίσχυσε περαιτέρω την επίθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά του γενικού καθεστώτος ευημερίας, μειώνοντας τους φόρους για τους πλούσιους, χτυπώντας την οργανωμένη εργασία και αίροντας το καθεστώς προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτή η τάση δεν έχει ακόμη και σήμερα αντιστραφεί.
Με λίγα λόγια, οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε μια χώρα των πλουσίων, από τους πλούσιους και για τους πλούσιους, που δεν φέρει ευθύνη για την καταστροφή που επιφέρει στον υπόλοιπο κόσμο. Οι συνακόλουθες επιπτώσεις στην κοινωνία έχουν προκαλέσει μια επιδημία θανάτων από απόγνωση (συμπεριλαμβανομένων αυτών από υπερβολική δόση ναρκωτικών και από αυτοκτονίες), έχουν οδηγήσει στη μείωση του προσδόκιμου ζωής (ακόμη και πριν από την COVID-19) και στην αύξηση των ποσοστών της κατάθλιψης, ειδικά ανάμεσα στους νέους ανθρώπους. Σε πολιτικό δε επίπεδο, όλα αυτά οδήγησαν τη χώρα προς διάφορες κατευθύνσεις – η πιο γνωστή είναι ο Τραμπ, ο οποίος πρόσφερε φαύλο λαϊκισμό και σε μια προσωπολατρία. Υπηρετώντας τους πλούσιους και την ίδια στιγμή παραπλανώντας τους φτωχούς με ξενοφοβία, πολιτισμικούς πολέμους και την εικόνα ενός ισχυρού άνδρα – όλα αυτά μπορεί να αποτελούν το παλιότερο κόλπο στο εγχειρίδιο ενός δημαγωγού, όμως εξακολουθούν να φέρνουν εντυπωσιακά καλά αποτελέσματα.
Αυτή είναι η κατάσταση την οποία ο Μπάιντεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει, όμως οι μέχρι στιγμής επιτυχίες του είναι περιορισμένες και εύθραυστες. Φτάνουμε στο τέλος του πρώτου έτους της προεδρίας Μπάιντεν, με τους πλούσιους να εξακολουθούν να ελέγχουν την εξουσία και με εμπόδια σε κάθε κατεύθυνση που οδηγεί προς τη δίκαιη φορολογία, την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, την προστασία των εκλογικών δικαιωμάτων και την επιτακτικά αναγκαία προστασία του περιβάλλοντος.
Υπάρχει δε ρεαλιστική πιθανότητα οι ήττες που υπέστη ο Μπάιντεν το 2021 να βοηθήσουν τους Ρεπουμπλικανούς να κερδίσουν το ένα ή και τα δύο Σώματα του Κογκρέσου το 2022. Αυτό θα έθετε τέλος στις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις τουλάχιστον ως το 2025 και θα μπορούσε ακόμη και να ευνοήσει την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, στις προεδρικές εκλογές του 2024, εν μέσω κοινωνικής δυσφορίας, βίας, προπαγάνδας των μίντια και καταπίεσης των ψηφοφόρων στις ελεγχόμενες από τους Ρεπουμπλικανούς Πολιτείες.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν επιστρέψει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Βρίσκονται ακόμη στη δίνη μιας σύγκρουσης για να ξεπεραστούν δεκαετίες πολιτικής διαφθοράς και αδιαφορίας για την κοινωνία. Η έκβαση παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη και οι προοπτικές για τα επόμενα έτη είναι γεμάτες κινδύνους, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.
*πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr