του Γιώργου Παυλόπουλου
Γερμανία και Γαλλία είναι φανερό ότι ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους για να φτάσουν στην εποχή της «πράσινης» ενέργειας, λίγο μετά το 2050. Η πρώτη, όπως δείχνει και η εμμονή της με τον Nord Stream 2, είναι εξαρτημένη από το φυσικό αέριο για να πετύχει τη μετάβαση, ενώ μένει σταθερή στην απόφαση για κλείσιμο των πυρηνικών της αντιδραστήρων. Όσο για τη δεύτερη, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες εξαγγελίες του προέδρου της, στηρίζεται κυρίως σε αυτούς, προετοιμάζοντας μάλιστα μια νέα γενιά.
Οι επικεφαλής των κυβερνήσεών τους, ωστόσο, Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς, δεν μοιάζουν να έχουν πρόθεση να τραβήξουν το σκοινί στα άκρα και να συγκρουστούν για το συγκεκριμένο θέμα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα υπονόμευε το σύνολο των στόχων που έχουν θέσει οι «27» για την ενέργεια, καθιστώντας την ΕΕ όμηρο των αντιθέσεων μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού.
Έτσι, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Μέγαρο των Ηλυσίων, ο νέος Γερμανός καγκελάριος διαβεβαίωσε πως οι δύο χώρες μπορεί να κάνουν διαφορετικές επιλογές, όμως έχουν τον ίδιο ακριβώς στόχο και προορισμό. Με τον τρόπο αυτό, άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι θα αναζητηθεί ένας «ιστορικός συμβιβασμός» για την ενέργεια – όπως, άλλωστε, έχει συμβεί και για πολλά άλλα μείζονα θέματα.
Η «μέση λύση»
Η πρόταση που παρουσίασε η Κομισιόν αντανακλά ακριβώς την προσπάθεια να επιτευχθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να ισχύει κάτι διαφορετικό, καθώς πρόταση ουσιαστικά δεν θα υπήρχε εάν δεν είχαν πει το ΟΚ ή, έστω, «κλείσει το μάτι» Γερμανοί και Γάλλοι.
«Η Κομισιόν θεωρεί ότι υπάρχει ρόλος που μπορούν να παίξουν το φυσικό αέριο και η ατομική ενέργεια, ως μέσα που θα διευκολύνουν τη μετάβαση προς ένα μέλλον στο οποίο θα κυριαρχούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εντός του νέου πλαισίου αξιολόγησης και ταξινόμησης (Taxonomy), αυτό θα σήμαινε την αποδοχή αυτών των δύο πηγών, στη βάση καθαρών και αυστηρών όρων», αναφέρει χαρακτηριστικά το σκεπτικό της πρότασης – η οποία, εφόσον γίνει αποδεκτή, θα σημάνει τη διοχέτευση εκατοντάδων δισ. ευρώ προς τους δύο αυτούς κλάδους τα επόμενα χρόνια και μάλιστα με ευνοϊκούς όρους, επιδοτήσεις και εγγυήσεις.
Πρακτικά, μέσω του συγκεκριμένου σχεδίου, οι δύο ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης επιχειρούν να συμβιβάσουν τα συμφέροντά τους, αποδεχόμενη η μία τις προτεραιότητες της άλλης. Με στόχο, βεβαίως, να «σύρουν» προς αυτή την κατεύθυνση όσο το δυνατόν περισσότερους εταίρους – και πάντως, τόσους όσοι απαιτούνται προκειμένου να επιτευχθεί η «διπλή» πλειοψηφία.
Το πλειοψηφικό σύστημα στην ΕΕ
Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για το σύστημα που διατυπώνεται στις Συνθήκες, με βάση το οποίο λαμβάνεται περίπου το 80% των αποφάσεων στο πλαίσιο της ΕΕ σήμερα – πλην των πολύ συγκεκριμένων που απαιτούν ομοφωνία. Ένα σύστημα το οποίο προβλέπει πως μια πρόταση την οποία καταθέτει η Κομισιόν απαιτεί για να εγκριθεί τις ψήφους τουλάχιστον του 55% των κρατών-μελών (ήτοι 15), οι οποίες ταυτόχρονα πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 65% ή περισσότερο του συνολικού πληθυσμού των «27».
Αντιθέτως, για να μην περάσει μια τέτοια πρόταση, οι χώρες που αντιτίθενται είναι υποχρεωμένες να διασφαλίσουν την αποκαλούμενη «αναστέλλουσα μειοψηφία»: Να συγκεντρώσουν, με άλλα λόγια, τις ψήφους τεσσάρων τουλάχιστον εταίρων (κάτι σχετικά εύκολο), που ταυτόχρονα να αντιπροσωπεύουν το 35% του πληθυσμού της ΕΕ (κάτι πολύ πιο δύσκολο).
Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, όπως ρητά αναφέρεται και στην ανακοίνωση της Κομισιόν, για να απορριφθεί η πρόταση απαιτείται η αποκαλούμενη «αντίστροφη ενισχυμένη πλειοψηφία», που ισοδυναμεί με τουλάχιστον 20 κράτη-μέλη τα οποία να εκπροσωπούν πάνω από το 65% του πληθυσμού της ΕΕ (κάτι πρακτικά αδύνατο για τους διαφωνούντες).
Υπό το παραπάνω πρίσμα, λοιπόν, οι σημερινοί συσχετισμοί και οι συμμαχίες που έχουν οικοδομήσει Παρίσι και Βερολίνο – το πρώτο έχει μαζί του όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ενώ οι Γερμανοί έχουν διασφαλίσει την στήριξη ή την ανοχή του ευρωπαϊκού Νότου – δείχνουν ότι η επίτευξη πλειοψηφίας εκ μέρους τους πρέπει να θεωρείται περίπου ως δεδομένη. Κι αυτό, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις, που προέρχονται τόσο από αρκετούς εταίρους (Αυστρία, Δανία, Ισπανία, Λουξεμβούργο), οι οποίοι απειλούν μέχρι και με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά της πρότασης της Κομισιόν όσο και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, που επιμένουν πως ούτε το φυσικό αέριο ούτε η ατομική ενέργεια αποτελούν «καθαρές μορφές».
Το μεγάλο «παζάρι»
Αν και πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα προκληθούν εντάσεις και θα υπάρξουν πιθανώς καθυστερήσεις, οι διαφωνούντες δεν μπορούν να ελπίζουν ουσιαστικά σε κάτι περισσότερο από τη διασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων και πιο σημαντικών ανταλλαγμάτων στο «παζάρι» που θα ακολουθήσει και θα κορυφωθεί στη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας, το πρώτο εξάμηνο του 2022. Έτσι, απομένει ένα σημαντικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί για να προχωρήσει ο «ιστορικός συμβιβασμός» και αυτό βρίσκεται στο Βερολίνο.
Πρόκειται, βεβαίως, για τους Γερμανούς Πράσινους, οι οποίοι είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού του Σολτς. Έχοντας ως «σημαία» τους όλα τα προηγούμενα χρόνια την πλήρη εγκατάλειψη της ατομικής ενέργειας, είναι φανερό ότι τώρα θα βρεθούν μπροστά σε τεράστια διλήμματα.
Ήδη, ο συμπρόεδρος του κόμματος (μαζί με την Αναλένα Μπέρμποκ) και αντικαγκελάριος της χώρας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, έκανε λόγο για «πράσινο ξέπλυμα», στο πρώτο του σχόλιο μετά τη γνωστοποίηση της πρότασης της Κομισιόν. Ταυτόχρονα, άλλα κορυφαία στελέχη, όπως και μεγάλο τμήμα της βάσης των Πρασίνων, ετοιμάζονται για «πόλεμο», προκειμένου να μην εγκαταλειφθεί ένα από τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του.
Σε σταυροδρόμι οι Πράσινοι
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι οι Πράσινοι έχουν ήδη απομονωθεί εντός της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο ζήτημα – έστω κι αν στη Γερμανία προχωρά κανονικά το σχέδιο για οριστικό «λουκέτο» σε όλους τους αντιδραστήρες ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Εκτός από τον Σολτς, άλλωστε, τη στήριξή του στην πρόταση της Κομισιόν διατύπωσε ευθέως και ο ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών και υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ.
Τι θα κάνουν, τελικά, οι Πράσινοι; Θα μείνουν ως το τέλος πιστοί στο σύνθημα «Ατομική Ενέργεια; Όχι Ευχαριστούμε!»; Ή θα επικρατήσει το (επίσης ισχυρό) φιλοευρωπαϊκό στοιχείο της ταυτότητάς τους και θα προκρίνουν τον συμβιβασμό, για το καλό της ΕΕ;
Το σίγουρο είναι πως δεν πρέπει να αναμένουν αλλαγή πλεύσης των Γάλλων μετά τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, ακόμη και στην περίπτωση που ηττηθεί ο Μακρόν. Έτσι, το δίλημμα είναι όλο δικό τους. Οι επόμενες εβδομάδες και μήνες θα είναι καθοριστικές γι’ αυτό το θέμα – και οι Πράσινοι θα δοκιμαστούν σκληρά από την πραγματικότητα της διακυβέρνησης.
*πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr