του Δημήτρη Γρέβια*
Η Ευρώπη και γενικότερα η παγκόσμια οικονομία διέρχεται μια σοβαρή ενεργειακή κρίση με συνέπεια τη ραγδαία αύξηση των τιμών πρωτίστως στην ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο) και στις μεταφορές, αλλά και σε ένα ευρύ κύκλο προϊόντων και υπηρεσιών ως συνέπεια αυτής. Η έλλειψη πρώτων υλών οδήγησε σε δραστική μείωση της παραγωγικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ μικρή προσφορά, αλλά μεγάλη ζήτηση. Ταυτόχρονα οι τιμές των κόμιστρων για τη μεταφορά των προϊόντων από τις χώρες παραγωγής έχουν εκτοξευθεί στα ύψη με αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση των τιμών, η οποία μετακυλίεται σχεδόν σε όλα τα προϊόντα και να επιφέρει επώδυνες συνέπειες στους καταναλωτές πολίτες σε όλες τις χώρες και ιδιαίτερα στις πιο αδύναμες.
Η περαιτέρω και σε βάθος οικονομική ανάλυση της εξέλιξης αυτής αποτελεί θέμα των ειδικών, όμως ακόμα και ένας απλός παρατηρητής μπορεί να συνάγει το συμπέρασμα ότι η ενεργειακή κρίση είναι απόρροια σε ένα βαθμό της στρατηγικής που ακολούθησε η πλειοψηφία των μεγάλων πολυεθνικών, αλλά και μεσαίων επιχειρήσεων όταν αποφάσισε τη δεκαετία του 1990 να μεταφέρει μέρος ή και το σύνολο της παραγωγής σε χώρες με πολύ χαμηλό κόστος εργασίας, όπως Κίνα, Ινδία, Μαλαισία και άλλες χώρες της Ασίας. Η συνοδευόμενη παρενέργεια με τη μεταφορά της παραγωγής και της τεχνογνωσίας στις χώρες αυτές είναι, ότι έδωσε τη δυνατότητα πρωτίστως στην Κίνα να αξιοποιηθεί η ευκαιρία αυτή, να αντιγραφεί η τεχνογνωσία και να παράξει δικά της προϊόντα, αν και υποδεέστερης ποιότητας όμως σε πολύ χαμηλότερες τιμές και να γίνει σιγά-σιγά απειλητικός ανταγωνιστής, να εξάγει και να κερδίζει μεγάλο κομμάτι της «πίτας» από τις χώρες προέλευσης της τεχνολογίας.
Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μεγάλη πίεση στις οικονομίες των προηγμένων βιομηχανικά και οικονομικά χωρών και να αντιμετωπίζονται πλέον οι χώρες μεταφοράς της παραγωγής και των τεχνολογιών ως μια σοβαρή απειλή για την κερδοφορία έως και τη βιωσιμότητα και υπαρξιακή τους προοπτική. Συνεπώς οι χώρες μεταφοράς της παραγωγής όχι μόνο έγιναν σφοδροί ανταγωνιστές των προϊόντων τους στην πορεία, αλλά ταυτόχρονα διαμορφώθηκε και μια σοβαρή εξάρτηση από αυτές. Το εύλογο ερώτημα που τίθεται πως είναι δυνατόν μεγάλοι επιχειρηματικοί κολοσσοί να μην έχουν αξιολογήσει επαρκώς και προβλέψει σωστά τις συνέπειες της μεταφοράς της παραγωγής τους ή μέρους αυτής σε χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής ή γιατί δεν αντέδρασαν έγκαιρα στην πορεία και να αλλάξουν στρατηγική, ενώ τώρα σχεδιάζουν να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε γειτονικές της Ευρώπης περιοχές ή κάποιες από αυτές, σύμφωνα με όσα δημοσιεύονται από ειδικούς αναλυτές.
Αν δεχθούμε ότι υπάρχει ένα σοβαρό ενδεχόμενο αλλαγής στρατηγικής και μεταφοράς της παραγωγής από τις χώρες της Άπω Ανατολής τότε μπορεί πράγματι η ενεργειακή κρίση να δημιουργήσει προοπτικές και ευκαιρίες και στη χώρα μας όμως κάτω από ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες ώστε να προτιμηθεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη μεταφοράς και εγκαθίδρυσης παραγωγικών μονάδων στη χώρα μας. Είναι συνεπώς καθοριστικής σημασίας το γεγονός, ότι πέραν της διασφάλισης πολύ καλής κατάρτισης των νέων μας αποφοίτων, σημαντικό ρόλο θα παίξει και η παροχή κινήτρων σε σχέση με την φορολογία, τη λειτουργία της δικαιοσύνης αλλά και μείωση της «περιβόητης μάστιγας» της γραφειοκρατίας που ταλανίζει τη χώρα μας διαχρονικά για να επισημανθούν μερικές βασικές προϋποθέσεις. Ακριβώς, και σε σχέση με τις προϋποθέσεις που μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο προσέλκυσης αυτών θα γίνει αναφορά σε δυο ενδεικτικά πραγματικά παραδείγματα από την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας και πλέον που διήλθε και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να διέρχεται η χώρα μας, προσδοκώντας στη συνεισφορά κατά τι στην κατανόηση των συνθηκών.
Στην αρχική περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων μια πολυεθνική εταιρεία αποφάσισε να μεταφέρει την παραγωγή κάποιου μέρους της παραγωγικής αλυσίδας από την Κίνα και την Ινδία στην Ελλάδα δημιουργώντας ένα σημαντικό αριθμό, περίπου 400, νέων θέσεων εργασίας, κάτι που είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση και έκπληξη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Με αφορμή το ευχάριστο αυτό γεγονός δημιουργίας μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας για τα δεδομένα της οικονομίας της χώρας και μάλιστα εν μέσω μνημονίων μια ομάδα ευρωβουλευτών επισκέφθηκε τα γραφεία της εταιρείας για να ενημερωθεί για τη σημαντική και θετική αυτή εξέλιξη. Το κύριο και εύλογο ερώτημά τους ήταν: «με ποια κριτήρια ελήφθη η στρατηγική απόφαση της πολυεθνικής αυτής εταιρείας να μεταφέρει ένα μέρος της παραγωγής τους από χώρες με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος σε μια άλλη χώρα όπως η Ελλάδα με σαφέστερα υψηλότερο εργατικό κόστος»; Η έκπληξη ήταν χαρακτηριστική όταν έλαβαν την απάντηση, ότι στις χώρες αυτές η εταιρεία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα διακράτησης του προσωπικού και μάλιστα πολύ συχνά σε διάστημα ενός μηνός από την πρόσληψη και απροειδοποίητα νεοπροσλαμβανόμενοι μηχανικοί ανάπτυξης λογισμικού υπέβαλαν την παραίτησή τους γιατί είχαν βρει μια άλλη θέση εργασίας, έστω κατά τι καλύτερη από πλευράς αμοιβών και αποχωρούσαν. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας της παραγωγικής διαδικασίας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου επιβάρυνση με ένα επιπρόσθετο κόστος λόγω της ανάγκης διαρκούς αντικατάστασης του προσωπικού. Έτσι έλαβαν την απόφαση να μεταφέρουν το συγκεκριμένο τμήμα παραγωγής σε μια χώρα με υψηλότερο μεν κόστος, όμως με σταθερότητα και διασφαλισμένη καλή ποιότητα εργασίας λόγω του καλού επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά και σχετικά εύκολης και γρήγορης στελέχωσης από νέους απόφοιτους μηχανικούς μας.
Ένα δεύτερο στοιχείο αφορά τη διαδικασία και το χρόνο χορήγησης άδειας εργασίας σε στελέχη προερχόμενα από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή από τρίτες χώρες. Ως γνωστόν, κάτι πολύ λογικό εξ άλλου, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες μετακινούν συχνά στελέχη τους σε χώρες που μεταφέρουν και εγκαθιστούν νέες τεχνολογίες ή γραμμή παραγωγής προκειμένου να επιβλέψουν, στηρίξουν και εκπαιδεύσουν τοπικά στελέχη και μηχανικούς για να εξοικειωθούν με τη λειτουργία μιας νέας μονάδας παραγωγής. Την ίδια περίοδο που έγινε αναφορά παραπάνω με τη δημιουργία περίπου 400 νέων θέσεων εργασίας χρειάσθηκε να αποσπαστούν για ένα διάστημα 1-2 ετών υψηλόβαθμα και εξειδικευμένα στελέχη στην τοπική εταιρεία. Το γεγονός ότι η διαδικασία χορήγησης άδειας εργασίας και παραμονής στη χώρα μας στελεχών με πολύ εξειδικευμένα επαγγελματικά χαρακτηριστικά και γνώσεων από τρίτε χώρες όπως Κίνα, Ινδία, αλλά και Αμερική καθυστέρησε πολύ είχε σαν αποτέλεσμα να ακυρωθεί η μεταφορά συγκεκριμένης μονάδας παραγωγής στην Ελλάδα, και να μεταφερθεί σε ανταγωνιστικές χώρες όπως Πορτογαλία, Ουγγαρία και Πολωνία. Με άλλα λόγια η έλλειψη ευελιξίας και η γραφειοκρατία, όχι μόνο στέρησε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά είχε και επιπρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις, όπως μη είσπραξη φόρων από την εγκατάσταση και εργασία υψηλά αμειβόμενων στελεχών ή μεταφοράς τεχνογνωσίας ακόμη και θετικής προβολής της χώρας σε ένα βαθμό. Να σημειώσω συγκεκριμένα την περίπτωση αμερικανίδας διευθύντριας τομέα που επέλεξε την Ελλάδα έναντι των τριών πιο πάνω αναφερθέντων χωρών και η οποία επιθυμούσε μόλις συνταξιοδοτηθεί να αγοράσει κατοικία και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, όμως λόγω προβλήματος με την άδεια εργασίας χωρίς υπερβολή «έριξε πέτρα πίσω» όπως λέει και η λαϊκή μας έκφραση.
Συμπερασματικά η πολιτεία οφείλει να αναλάβει έγκαιρα πρωτοβουλίες έμπρακτης δημιουργίας προϋποθέσεων ώστε να αξιοποιηθεί μια καλή ευκαιρία που δίδεται στη χώρα μας με την ενεργειακή κρίση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας διεκδικώντας την προτίμηση μεταφοράς και εγκατάστασης παραγωγής στη χώρα μας. Το καλό επίπεδο γνώσεων και κατάρτισης των αποφοίτων μας αποτελεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα, ας αξιοποιηθεί θετικά και αποτελεσματικά! Θα αποτελέσει επίσης ένα ενδιαφέρον κίνητρο για επαναπατρισμό κάποιου έστω αριθμού νέων που μετανάστευσαν, κάτι που πρέπει να είναι διαρκής στόχος της πολιτείας για την επιστροφή των νέων μας, δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες εργασίας, ελκυστικών αμοιβών και προοπτικών.
*δόκτωρ διαχείρισης ανθρωπίνου δυναικού
**πρώτη δημοσίευση:www.ot.gr