του Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Το αυξημένο κόστος ενέργειας μονοπωλεί το ενδιαφέρον ήδη από το τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, όταν οδήγησε τον πληθωρισμό στο σύνολο της Ευρώπης σε επίπεδα ρεκόρ (βλ. προηγούμενο σημείωμα). Οι λόγοι για αυτό είναι πολλαπλοί: η οικονομική ανάκαμψη μετά από πανευρωπαϊκά lockdown και η συνακόλουθη ενίσχυση της παραγωγικής δραστηριότητας, οι καιρικές συνθήκες που αύξησαν τη ζήτηση, η αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου (ως συντελεστής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας), όπως και η καθυστέρηση εκ μέρους της Ευρώπης να εξασφαλίσει από νωρίς τα απαραίτητα ενεργειακά αποθέματα. Ο συνδυασμός αυτών των αιτιών έχουν αναπόφευκτα οδηγήσει στην «τέλεια καταιγίδα».
Παρά την καθολικότητα του φαινομένου, τα ευρωπαϊκά κράτη δεν επηρεάζονται από την ενεργειακή κρίση με τον ίδιο τρόπο. Διαφορετικό μείγμα πρώτων υλών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (λιγνίτης, φυσικό αέριο, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), διαφορετικά κόστη διανομής, και διαφορετικά επίπεδα ενεργειακού φόρου και φόρου προστιθέμενης αξίας οδηγούν σε διαφορετικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (ως τελικό προϊόν) που αντιμετωπίζουν τα Ευρωπαϊκά νοικοκυριά.
Οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Αυστρίας και Ουγγαρίας παρακολουθούν και δημοσιεύουν μηνιαία στοιχεία για τις τελικές τιμές ενέργειας που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά στις διάφορες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σύμφωνα με την έκθεση των παραπάνω οργανισμών, η Αθήνα κατέχει την πρωτιά στον μηνιαίο ρυθμό αύξησης των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και του φυσικού αερίου (22% και 16% αντίστοιχα) για το Δεκέμβριο 2021*. Σε ονομαστικές τιμές, η Αθήνα βρίσκεται ανάμεσα στις ακριβότερες πρωτεύουσες όσον αφορά το κόστος ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Η οικιακή τιμή ηλεκτρικού διαμορφώνεται στα 0,315 ευρώ και του φυσικού αερίου στα 0,118 ευρώ (6η και 7η υψηλότερη ονομαστική τιμή ανά kWh αντίστοιχα). Εάν όμως οι τιμές προσαρμοστούν λαμβάνοντας υπόψη την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τα νοικοκυριά της πρωτεύουσας πληρώνουν τη 2η υψηλότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος και την 6η υψηλότερη τιμή φυσικού αερίου (βλ. γράφημα) ανά την Ευρώπη. Συνεπώς, το αυξημένο κόστος οικιακής ενέργειας επιβαρύνει δυσανάλογα πολύ τους ‘Ελληνες καταναλωτές σε σύγκριση με το μέσο Ευρωπαϊκό νοικοκυριό.
Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στις εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους ενέργειας. Τα τελευταία δεδομένα επιβεβαιώνουν πως τα ελληνικά νοικοκυριά επιβαρύνονται ιδιαίτερα από τις αυξήσεις σε τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου καθιστώντας αναγκαία τη συνέχιση και εμβάθυνση των μέτρων ελάφρυνσης του οικιακού προϋπολογισμού. Δυστυχώς στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος για την ουσιαστική θωράκιση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας από διεθνείς διακυμάνσεις και γεωπολιτικά παιχνίδια. Ωστόσο, η εμπειρία αυτού του χειμώνα θα πρέπει να κατευθύνει τις ευρωπαϊκές πολιτικές ώστε να προλαμβάνουν το πρόβλημα αντί να αντιμετωπίζουν τις συνέπειές του.
*μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr